Σε φορολογική παγίδα θα πέσουν περισσότεροι από 350.000 φορολογούμενοι οι οποίοι αποκτούν εισοδήματα και από αγροτικές δραστηριότητες, παράλληλα με τη βασική τους δραστηριότητα, όπως προβλέπει ο πρόσφατος εφαρμοστικός νόμος.
Οι φορολογούμενοι αυτοί, με βάση δύο συγκεκριμένες διατάξεις του πολυνομοσχεδίου, θα φορολογηθούν το 2017 για τα εισοδήματά τους από αγροτικές δραστηριότητες με συντελεστή φόρου αυξημένο από το 13% στο 22%, ενώ σε αυτούς περιλαμβάνονται ακόμη και άτομα τα οποία μέχρι σήμερα θεωρούνταν (και φορολογούνταν) κατά κύριο επάγγελμα αγρότες.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 65 του πολυνομοσχεδίου, κατά κύριο επάγγελμα αγρότης θεωρείται πλέον ο φορολογούμενος ο οποίος αποκτά τουλάχιστον το 50% του ετήσιου εισοδήματός του από την άσκηση αγροτικών δραστηριοτήτων και τηρεί λογιστικά βιβλία για τις δραστηριότητες αυτές.
Το καθεστώς που ίσχυε πριν από τη διάταξη αυτή (παράγραφος 1 του άρθρου 2 του ν. 3874/2010) προέβλεπε ότι κατά κύριο επάγγελμα αγρότης θεωρείται αυτός ο οποίος αποκτά τουλάχιστον το 35% του συνολικού εισοδήματός του από την άσκηση αγροτικών δραστηριοτήτων και δεν έθετε ως πρόσθετη προϋπόθεση την τήρηση λογιστικών βιβλίων.
Συνεπώς, με βάση τα νέα αυστηρότερα κριτήρια που θέτει η παράγραφος 1 του άρθρου 65 του πρόσφατα ψηφισθέντος πολυνομοσχεδίου, παύει να θεωρείται κατά κύριο επάγγελμα αγρότης όποιος αποκτά εισόδημα από αγροτικές δραστηριότητες το οποίο αντιστοιχεί σε ποσοστά από 35% έως και 49% του συνολικού ετήσιου εισοδήματός του, καθώς επίσης και όποιος ασκεί μεν κυρίως αγροτικές δραστηριότητες αλλά δεν τηρεί λογιστικά βιβλία.
Σημειώνεται ότι οι λοιπές προϋποθέσεις χαρακτηρισμού ενός ατόμου ως κατά κύριο επάγγελμα αγρότη παραμένουν. Δηλαδή, για να θεωρηθεί κάποιος κατά κύριο επάγγελμα αγρότης θα πρέπει, πέραν των δύο προαναφερθεισών προϋποθέσεων (τουλάχιστον 50% του συνολικού εισοδήματος προερχόμενο από αγροτικές δραστηριότητες και τήρηση λογιστικών βιβλίων):
α) να είναι κάτοχος αγροτικής εκμετάλλευσης,
β) να ασχολείται επαγγελματικά με αγροτική δραστηριότητα στην εκμετάλλευσή του τουλάχιστον κατά 30% του συνολικού ετήσιου χρόνου εργασίας του και
γ) να είναι ασφαλισμένος ο ίδιος και η αγροτική του εκμετάλλευση.
Ποιοι χάνουν την έκπτωση του αφορολόγητου
Πέραν των παραπάνω αλλαγών, με τη διάταξη της παραγράφου 3β του άρθρου 44 του πρόσφατα ψηφισθέντος πολυνομοσχεδίου προβλέπεται πλέον ότι οι φορολογούμενοι που δεν είναι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, καθώς και γενικότερα όλοι όσοι αποκτούν εισόδημα από αγροτική δραστηριότητα σε ποσοστό μικρότερο από το 50% του συνολικού εισοδήματός τους, δεν δικαιούνται την έκπτωση φόρου εισοδήματος που κυμαίνεται από 1.900 ευρώ έως 2.100 ευρώ ανάλογα με τον αριθμό των προστατευόμενων τέκνων, η οποία θεσπίστηκε με τον πρόσφατα ψηφισθέντα ασφαλιστικό και φορολογικό νόμο 4387/2016.
Δηλαδή οι φορολογούμενοι που εξαιρούνται από τον χαρακτηρισμό του κατά κύριο επάγγελμα αγρότη, αλλά και γενικότερα όλοι όσοι δεν αποκτούν αγροτικό εισόδημα σε ποσοστό τουλάχιστον ίσο με το 50% του συνολικού τους εισοδήματος, δεν δικαιούνται το αφορολόγητο όριο εισοδήματος το οποίο προκύπτει από την έκπτωση φόρου των 1.900 - 2.100 ευρώ και το οποίο κλιμακώνεται από 8.636 έως 9.545 ευρώ, με αποτέλεσμα να υποχρεούνται πλέον να καταβάλουν φόρο 22% από το πρώτο ευρώ του συνολικού αγροτικού τους εισοδήματος.
Με το καθεστώς που ίσχυε μέχρι και το φορολογικό έτος 2015, το αγροτικό εισόδημα φορολογείτο αυτοτελώς με 13% από το πρώτο ευρώ.
Συνεπώς, οι φορολογούμενοι που βάσει των νέων διατάξεων του πολυνομοσχεδίου δεν δικαιούνται το αφορολόγητο των 8.636 - 9.545 ευρώ θα κληθούν να πληρώσουν για τα αγροτικά εισοδήματα του έτους 2016 φόρους υπέρμετρα αυξημένους, καθώς ο συντελεστής φορολόγησης του αγροτικού εισοδήματός τους μέχρι το επίπεδο των 20.000 ευρώ αυξάνεται κατά 69,2%, από το 13% που ίσχυε μέχρι το φορολογικό έτος 2015 στο 22%.
Υπολογίζεται ότι οι φορολογούμενοι με αγροτικά εισοδήματα που θα υπαχθούν σ’ αυτό το νέο καθεστώς φορολόγησης υπερβαίνουν τους 350.000, δεδομένου ότι με τις νέες αυστηρές προϋποθέσεις χαρακτηρισμού του κατά κύριο επάγγελμα αγρότη, οι φορολογούμενοι που θα διατηρήσουν τον χαρακτηρισμό αυτό εκτιμάται ότι θα περιοριστούν στους 175.000, την ώρα που όλοι όσοι δηλώνουν στην εφορία αγροτικά εισοδήματα υπερβαίνουν τους 530.000.