Τις στάσεις και τις αντιλήψεις των ξένων τουριστών και την εικόνα τους από τη λειτουργία και τις παροχές των εμπορικών καταστημάτων, καταγράφει η έρευνα «Τουρισμός και Εμπόριο στην Κρήτη» του ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ, η οποία παρουσιάστηκε στις 28 Ιουνίου στο Επιμελητήριο Χανίων.
Η έρευνα υπήρξε προϊόν μιας ευρείας συνεργασίας του Ινστιτούτου Εμπορίου και Υπηρεσιών της ΕΣΕΕ με την Ομοσπονδία Εμπορικών Συλλόγων Κρήτης και τους Εμπορικούς Συλλόγους Χανίων, Ρεθύμνου, Ηρακλείου και Λασιθίου.
Όπως αναφέρει η έρευνα, η μέση συνολική δαπάνη για το ταξίδι στην Κρήτη υπολογίστηκε στα 1162 ευρώ ανά άτομο. Το 60% περίπου των δαπανών αντιστοιχεί σε διαμονή και μεταφορικά, ενώ το υπόλοιπο σε έξοδα κατά τη διάρκεια της διαμονής τους στην Κρήτη.
Οι τουρίστες που διέμειναν στον Ν. Λασιθίου εμφανίζουν τις μεγαλύτερες συνολικές δαπάνες (1308€), ενώ του Ν. Ηρακλείου τις μικρότερες (1121€). Η υψηλότερη εκτίμηση σε δαπάνες εστίασης υπολογίστηκε για τους τουρίστες του Ν. Χανίων (244€).
Οι Ρώσοι είναι η εθνικότητα με την μεγαλύτερη εκτίμηση συνολικών δαπανών 1487€, καθώς και οι μόνοι που παρουσιάζουν δαπάνες σε αγορές (283€) υψηλότερες από δαπάνες σε εστίαση (214€). Οι Γάλλοι εμφανίζουν την μικρότερη εκτίμηση συνολικών δαπανών (950€) και οι Γερμανοί την μικρότερη εκτίμηση δαπανών σε αγορές (105€).
Η Υπουργός Τουρισμού Όλγα Κεφαλογιάννη σε χαιρετισμό που απέστειλε στην εκδήλωση της παρουσίασης επεσήμανε ότι: «Τόσο ο τουρισμός όσο και το εμπόριο αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες παραγωγής πλούτου στην Κρήτη και η συμμετοχή τους στην οικονομία του νησιού είναι μεγάλη», προσθέτοντας ότι αν και το υπουργείο Τουρισμού εφαρμόζει με μεγάλη πιστότητα ένα συγκροτημένο σχέδιο, εντούτοις έχουν ευθύνες και οι τοπικοί φορείς, οι επαγγελματίες του τουρισμού αλλά και οι εκπρόσωποι της τοπικής αυτοδιοίκησης, οι οποίοι καλούνται να προχωρήσουν και σε δικές τους ενέργειες για την ανάπτυξη του τοπικού τουρισμού».
Από την πλευρά του ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ Βασίλης Κορκίδης ανέφερε μεταξύ άλλων στην τοποθέτησή του: «Για την ΕΣΕΕ η υποστήριξη της Μμε επιχείρησης είναι βασική προτεραιότητα και ελπίζουμε ότι η παρούσα μελέτη συνεισφέρει επαρκώς και στο επίπεδο της καλής γνώσης των στοιχείων μιας τοπικής αγοράς και της κατάρτισης ενός αναπτυξιακού πλάνου. Η παρούσα μελέτη φιλοδοξούμε να ανοίξει έναν ευρύ διάλογο τόσο για τις αναπτυξιακές δυνατότητες του νησιού όσο και για τις εμπορικές κινήσεις που πρέπει να γίνουν για την καλύτερη υποδοχή της τουριστικής κίνησης».