«Η ενίσχυση της εξωστρέφειας και, κατ' επέκταση, η αξιοποίηση των όποιων ευκαιριών παρουσιάζονται σήμερα συνδέεται με το ξεπέρασμα κυρίως των μικροοικονομικών δυσχερειών και εμποδίων, δηλαδή εκείνων των τυπικών γνωρισμάτων που χαρακτηρίζουν τη διάρθρωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Ελλάδα», τόνισε ο Πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ μιλώντας στην εκδήλωση της Γραμματείας των Παραγωγικών Τομέων της Νέας Δημοκρατίας, με θέμα «Η συμβολή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην ανάπτυξη».
Εδώ και αρκετές δεκαετίες, συνέχισε ο κ. Καββαθάς, η επιχειρηματική δραστηριότητα στη χώρα μας είναι πολυκερματισμένη σε μία πληθώρα μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, οι οποίες εμφανίζουν προβλήματα χαμηλής παραγωγικότητας καθώς, ενώ απασχολούν το 80 με 85% των απασχολούμενων στον ιδιωτικό τομέα, παράγουν μόνο το 60% περίπου της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας.
Αυτή η αντίφαση, μάλιστα, έχει αποτυπωθεί και στις αμφίθυμες και αμφίσημες δηλώσεις των πολιτικών, αφού σε περιόδους μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας αυτές οι επιχειρήσεις αναγορεύονται σε «ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας» ενώ σε περιόδους κρίσης ή αστάθειας, ψέγονται για τον «παρασιτισμό» τους, τροφοδοτώντας αντιλήψεις ενός ιδιότυπου οικονομικού δαρβινισμού, σύμφωνα με τον οποίο είναι πάρα πολλές, οπότε πρέπει να «κλείσουν».
Ωστόσο, ακόμα και σήμερα που οι επιχειρήσεις αυτές έχουν μειωθεί κατά 250.000, τα προβλήματα παραμένουν. Για τη ΓΣΕΒΕΕ το θεμελιώδες πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί σε σχέση με τις επιχειρήσεις αυτές δεν είναι η λύση της «οικονομικής κάθαρσης» αλλά κατά βάση η διεύρυνση του επιχειρηματικού τους ορίζοντα, τόσο στην εγχώρια -δεδομένου ότι αρκετές από αυτές τις επιχειρήσεις είναι προσανατολισμένες μόνο σε τοπικές αγορές-, όσο και στις διεθνείς αγορές. Από την άποψη αυτή, η «αξιοποίηση των ευκαιριών» και η «εξωστρέφεια» οφείλει να κατανοηθεί, να σχεδιαστεί και, τέλος, να υλοποιηθεί ως αναπόσπαστο και οργανικό μέρος μιας αναπτυξιακής στρατηγικής, στο εσωτερικό της οποίας ένας από τους μείζονες στόχους οφείλει να είναι αυτή η διεύρυνση του επιχειρηματικού ορίζοντα.
Ο κ. Καββαθάς απαρίθμησε τέσσερα συγκεκριμένα μέτρα πολιτικής που έχει επεξεργαστεί και υλοποιήσει το Ινστιτούτο Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ (ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ) και τα οποία είναι:
1. Ένταξη μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων σε επιλεγμένους κλάδους σε αλυσίδες αξίας -τόσο εγχώριες όσο και διεθνείς, κυρίως ευρωπαϊκές. Σε σχέση με το μέτρο αυτό το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ σε συνεργασία με το ΙΝΕΡΠΟΣΤ μελετά τις δυνατότητες ένταξης συγκεκριμένων επιχειρήσεων σε αλυσίδες αξίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ έχει προχωρήσει στην υλοποίηση ενός δικτύου στο οποίο μετέχουν το Science Policy Research Unit του Πανεπιστημίου του Σάσεξ στο Ηνωμένο Βασίλειο, η CNA (Ιταλική ΓΣΕΒΕΕ), η επιχείρηση ΓΑΙΑ και μία μεγάλη εισαγωγική επιχείρηση από τη Γερμανία. Η ένταξη μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων σε αλυσίδες αξίας είναι περισσότερο αποτελεσματική σήμερα σε σύγκριση με την τακτική της καθετοποίησης της παραγωγής που επικρατούσε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980.
2. Ενθάρρυνση σχηματισμού συστάδων από μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Ήδη το ΙΜΕ έχει προχωρήσει στην υλοποίηση 12 τέτοιων συστάδων, κυρίως από ομοειδείς, από κλαδική άποψη, επιχειρήσεις, ενώ έχει εκπονήσει σε συνεργασία με το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών αλλά και με το Ινστιτούτο Περιφερειακής Ανάπτυξης του Παντείου Πανεπιστημίου σχετικές μελέτες. Επίσης ολοκληρώνεται η διαδικασία υλοποίησης συστάδων επιχειρήσεων στην Αθήνα, σε συνεργασία με τον Δήμο Αθηναίων.
3. Καταγραφή και κατοχύρωση καινοτομιών, οι οποίες επινοούνται στην καθημερινή δραστηριότητα των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων. Στο πλαίσιο αυτό, το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ έχει λειτουργήσει ως μεσολαβητής για τις μικρές επιχειρήσεις και έχει στενή συνεργασία με τον Οργανισμό Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας (ΟΒΙ). Η κατοχύρωση καινοτομιών είτε κατά την παραγωγή αγαθών είτε κατά την προσφορά υπηρεσιών είναι ένα πρώτο βήμα για την ανάδειξη της επωνυμίας των προϊόντων.
4. Ενθάρρυνση της τυποποίησης προϊόντων σε συνεργασία κυρίως με επιχειρήσεις και μονάδες του πρωτογενούς τομέα. Η συνεργασία εδώ τόσο του κλάδου του τουρισμού όσο και εκείνου του επισιτισμού μπορεί όχι μόνο να αναδείξει επώνυμα ελληνικά προϊόντα με υψηλή προστιθέμενη αξία, αλλά και να λειτουργήσει σαν ένα είδος ήπιας υποκατάστασης εισαγωγών.
Στο σημείο αυτό ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ διατύπωσε δύο παρατηρήσεις. Πρώτον, δεν είναι δυνατό όλες οι επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από το μέγεθός τους, να είναι εξωστρεφείς. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να δαιμονοποιούνται όσες επιχειρήσεις είναι προσανατολισμένες στην εγχώρια αγορά. Και δεύτερον, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι μία επιχείρηση, ανεξάρτητα από το μέγεθός της, για να μπορέσει να είναι εξωστρεφής χρειάζεται πολλές φορές πρώτα να κατακτήσει την εγχώρια αγορά.
Τέλος, ο κ. Καββαθάς σημείωσε ότι είναι σαφές πως οποιαδήποτε προσπάθεια με αναπτυξιακή προοπτική για τη χώρα δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς τις ΜμΕ, δηλαδή αν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν είναι στο επίκεντρο των κυβερνητικών επιλογών. Δυστυχώς όμως, τα πολιτικά κόμματα μας έχουν συνηθίσει, και αυτό είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να την αμφισβητήσει κανείς, όντας αντιπολίτευση να υιοθετούν τις θέσεις και τις προτάσεις των ΜμΕ, όταν όμως γίνονται κυβέρνηση να ακολουθούν πολιτικές ακριβώς αντίθετες, δηλαδή σε βάρος των ΜμΕ και υπέρ της ολιγοπώλησης της αγοράς, υπέρ των μεγάλων και ισχυρών. Μπορώ να καταθέσω πλήθος τέτοιων παραδειγμάτων και για την ΝΔ που μας φιλοξενεί, όταν ήταν κυβέρνηση.
Μιλώντας στην ίδια εκδήλωση ο Γενικός Γραμματέας της ΓΣΕΒΕΕ, κ. Γ. Κουράσης, σημείωσε ότι τα τελευταία 8 χρόνια η ελληνική οικονομία απώλεσε πάνω από το 1/4 του ΑΕΠ, γεγονός πρωτοφανές για μία οικονομία σε ειρηνική περίοδο. Σήμερα, λειτουργούν 250.000 λιγότερες επιχειρήσεις, που απασχολούσαν συνολικά 800.000 εργαζομένους. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι τα τελευταία χρόνια συντελέστηκε ένα είδος γενοκτονίας της μικρής και πολύ μικρής επιχειρηματικότητας στην πατρίδα μας. Για πολλούς μάλιστα από τους συναδέλφους μας, οι οποίοι δεν είναι πλέον ενεργοί, το δράμα δεν σταμάτησε με το κλείσιμο της επιχείρησής τους. Αρκετοί από αυτούς έχουν βρεθεί σε κατάσταση ακραίας φτώχειας, ενώ οι αυτοκτονίες συναδέλφων που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους είναι δυστυχώς συχνό φαινόμενο. Την ίδια στιγμή, τα ονόματά τους και οι επωνυμίες των επιχειρήσεών τους φιγουράρουν στους καταλόγους και στις λίστες των οφειλετών του δημοσίου, των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης και των τραπεζών.
Παράλληλα, συνέχισε ο κ. Κουράσης, η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με ένα Τρίτο Μνημόνιο και έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει και την υπογραφή ενός Τέταρτου. Και όλα ανεξαιρέτως έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά, τα ίδια συστατικά. Περισσότερους φόρους, περισσότερα τέλη, περισσότερες εισφορές, με λίγα λόγια περισσότερα βάρη για τις ΜμΕ αλλά και για το σύνολο της κοινωνίας. Και αυτό είναι κάτι που αποτυπώθηκε με τον πλέον ανάγλυφο τρόπο στα τελευταία ψηφισθέντα νομοσχέδια. Στην παρούσα όμως συγκυρία υπάρχει μια σημαντική διαφορά: η εξαντλημένη ελληνική οικονομία δεν έχει πλέον τις ίδιες αντοχές και τα ίδια περιθώρια ανάκαμψης. Και αυτή τη φορά, είμαστε και εμείς περισσότερο υποψιασμένοι σε σύγκριση με το παρελθόν, στις υποσχέσεις που κάθε φορά μάς δίνονται.
Οι χειρότερες μέρες της κρίσης δεν βρίσκονται πίσω μας αλλά μπροστά μας. Αυτό αποτυπώνεται και στις έρευνες του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, όπου ένας νέος κύκλος στασιμότητας έχει αρχίσει για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και κατ' επέκταση για την ελληνική οικονομία.
Ο Γενικός Γραμματέας της ΓΣΕΒΕΕ επεσήμανε ότι ο κίνδυνος να εξουδετερωθούν οι όποιες προσπάθειες για ανάκαμψη της οικονομίας εξαιτίας των αυστηρών στόχων της δημοσιονομικής πολιτικής είναι για μια ακόμα φορά υπαρκτός. Ιδιαίτερα σε μία οικονομία στην οποία τα φορολογικά βάρη έχουν ξεπεράσει κατά πολύ τη φοροδοτική ικανότητα των πολιτών της. Από την άλλη μεριά, τα έσοδα από το λαθρεμπόριο καυσίμων και προϊόντων καπνού εξακολουθούν να διαφεύγουν. Το «γιατρικό» για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής δεν είναι η αύξηση των συντελεστών στους έμμεσους και τους άμεσους φόρους. Αντίθετα, η εμπειρία έχει δείξει και αυτό έχει αποτυπωθεί σε έρευνες που έχουν διενεργηθεί για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ότι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής είναι ένας και μοναδικός: πάγιο και δίκαιο φορολογικό σύστημα καθώς και ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών, όχι ως μηχανισμών επιβολής προστίμων αλλά ως μηχανισμών συμμόρφωσης και ως εργαλείων χάραξης πολιτικής. Με άλλα λόγια, για όσο χρονικό διάστημα το φορολογικό σύστημα αντιμετωπίζει τον φορολογούμενο ως ένοχο, ο φορολογούμενος θα σκαρφίζεται τεχνάσματα ώστε να μετατρέπει τη φοροδιαφυγή σε «νόμιμη» φοροαποφυγή.