Της Δήμητρας Μανιφάβα
«Πωλείται τσίπουρο παραδοσιακό, αγνό, σπιτικό, χωρίς γλυκάνισο, 41 βαθμών, ιδιώτης, σε συσκευασίες 1-1,5-5 λίτρων και αντίστοιχα τιμές 7-10-20 ευρώ. Δοκιμή απαραίτητη, δυνατότητα δωρεάν παράδοσης». Πρόκειται για μία από τις πολλές αγγελίες που υπάρχουν στο διαδίκτυο, σε γνωστές ιστοσελίδες δημοσίευσης αγγελιών, και που δείχνουν πόσο εύκολα γίνεται στην πραγματικότητα η παράνομη διακίνηση αλκοολούχων ποτών και κυρίως τσίπουρου και τσικουδιάς. Το φαινόμενο που έχει λάβει διαστάσεις επιδημίας και πλέον εξαπλώνεται και στο κρασί, μετά την επιβάρυνσή του από την 1η Ιανουαρίου 2016 με Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης, θέτει καταρχάς σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία, ενώ ταυτόχρονα προκαλεί απώλεια εσόδων στο κράτος, αλλά και στις επίσημες, νόμιμες επιχειρήσεις του κλάδου των αποσταγμάτων. Το 2015 υποχώρησαν εκ νέου τα έσοδα του κράτους από τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης Οινοπνευματωδών Ποτών (ΕΦΚΟΠ) κατά 3,5% σε σύγκριση με το 2014, από τα 282 εκατ. ευρώ το 2014 στα 272 εκατ. ευρώ το 2015.
Από τα στοιχεία για τη διαχρονική εξέλιξη των εσόδων από τον ΕΦΚΟΠ προκύπτει ότι η υπέρμετρη φορολόγησης προκάλεσε μόνο πρόσκαιρη αύξηση των εσόδων. Το 2009, όταν ο ΕΦΚΟΠ ήταν 1.362 ευρώ/εκατόλιτρο αιθυλικής αλκοόλης τα έσοδα ήταν 289 εκατ. ευρώ, περισσότερα δηλαδή από σήμερα που ο ΕΦΚΟΠ έχει ορισθεί σε 2.550 ευρώ/εκατόλιτρο αιθυλικής αλκοόλης. Το 2010, πρώτη χρονιά αύξησης του ΕΦΚΟΠ, τα έσοδα αυξήθηκαν σε 351 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, από τότε ακολουθούν σταθερά καθοδική πορεία.
Ανάλογη είναι και η πορεία των νόμιμων πωλήσεων αλκοολόυχων ποτών. Από τα 236.000 εκατόλιτρα το 2008, το 2015 υποχώρησαν στα 111.000 εκατόλιτρα. Η μείωση των πωλήσεων κατά 52% περίπου δεν σημαίνει και πραγματική μείωση της κατανάλωσης. Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Συνδέσμου Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγμάτων Αλκοολούχων Ποτών (ΣΕΑΟΠ) κ. Νίκο Καλογιάννη το 20% πρόκειται για πραγματική μείωση της κατανάλωσης ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης. Το υπόλοιπο οφείλεται στο γεγονός ότι μεγάλο μερίδιο καταλαμβάνει η κατανάλωση χύμα προϊόντων που διακινούνται χωρίς παραστατικά, είναι δηλαδή αδήλωτα.
Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό; Η απάντηση είναι απλή: η αναλογία του ΕΦΚΟΠ στην τελική τιμή προϊόντος ανήλθε το 2014 στο 44,6% από 32,6% το 2009. Ενώ πλέον ο ΕΦΚΟΠ και ο ΦΠΑ αντιπροσωπεύουν το 64% της τελικής τιμής του προϊόντος. Η πρόσφατη αύξηση του ΦΠΑ από 23% σε 24% επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Έτσι για παράδειγμα, σε υποθετική τελική τιμή φιάλης 0,7 λίτρου στα 16 ευρώ, τα 10,24 ευρώ είναι φόροι.
«Τα τελευταία χρόνια η ελληνική διοίκηση δεν κατάφερε να κάνει ορθολογική φορολόγηση. Ονομαστικά μάζευε έσοδα, αλλά στην πράξη έχει χάσει έσοδα», παραδέχθηκε ο γενικός γραμματέας Καταπολέμησης της Διαφθοράς κ. Γ. Βασιλειάδης, προσθέτοντας ότι το λαθρεμπόριο γιγαντώθηκε λόγω της εσφαλμένης φορολογικής πολιτικής. Ο ίδιος προανήγγειλε ρύθμιση πριν από το τέλος του έτους για το ζήτημα της διακίνησης των τσίπουρων διημέρων, τονίζοντας ότι «έχει έρθει η ώρα για την λήψη θαρραλέων αποφάσεων».
Υπενθυμίζεται ότι το εν λόγω ζήτημα έχει αφενός προκαλέσει την παρέμβαση της Κομισιόν, η οποία έχει ζητήσει από την ελληνική κυβέρνηση κατάργηση των εξαιρέσεων που υπάρχουν στον ΕΦΚ στα αλκοολούχα ποτά και αφετέρου περιλαμβάνεται στη δεύτερη εργαλειοθήκη ανταγωνισμού του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Αν και η νομοθεσία παρείχε αρχικά τη δυνατότητα στους αμπελουργούς να αποστάζουν στέμφυλα για παραγωγή τσίπουρου και τσικουδιάς με στόχο την αυτοκατανάλωση, στη συνέχεια έγινε κατάχρηση της νομοθεσίας. Έτσι, ενώ κάθε χρόνο δηλώνονται 5-7 εκατ. λίτρα χύμα τσίπουρου/τσικουδιάς διημέρων, η πραγματική παραγωγή εκτιμάται σε 24 εκατ. λίτρα ετησίως.
Το ζήτημα, πάντως, μοιάζει λίγο με τη Λερναία Ύδρα. Κι αυτό διότι πλέον παρατηρούνται αυξημένα κρούσματα χύμα διακίνησης κρασιού, μετά την επιβολή Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης και σε αυτό το προϊόν. «Τον πρώτο μήνα εφαρμογής όλοι ήταν πολύ προσεχτικοί. Στη συνέχεια έγινε χαμός, διότι αισθάνονται ότι δεν θα τους πιάσει κανείς», ανάφερε χαρακτηριστικά ο κ. Σπύρος Λαφαζάνης, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ένωσης Αποσταγματοποιών Αμπελοοινικών Προϊόντων Ελλάδας (ΕΝΑΠΑΠΕ).
Με δεδομένα τα όσα επικρατούν στην εγχώρια αγορά, μόνη διέξοδος για τις ελληνικές εταιρείες του κλάδου είναι οι εξαγωγές. Το 2010 οι εξαγωγές αντιστοιχούσαν στο 41% της συνολικής παραγωγής, ενώ το 2014 έφτασαν το 65%.