Ο κλάδος της εξορυκτικής-μεταλλουργικής βιομηχανίας, παρά την παρατεταμένη οικονομική κρίση, παραμένει αλώβητος, διατηρώντας τη δυναμική του. Τα παραπάνω τόνισε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων Αθανάσιος Κεφάλας, τονίζοντας ιδιαίτερα το σημαντικό αποτύπωμα του κλάδου στην εθνική οικονομία, λόγω κυρίως της εξωστρέφειας και της περιφερειακής διάστασης των δραστηριοτήτων του, αλλά και τις σημαντικές προοπτικές εξέλιξης, μέσω επενδύσεων, οι οποίες είτε είναι σε εξέλιξη, είτε μπορούν να έλθουν στο εγγύς μέλλον.
Συγκεκριμένα, η συμβολή των μεταλλευτικών μεταλλουργικών επιχειρήσεων στο ΑΕΠ ανέρχεται σε 6,2 δισ. ευρώ ή 3,4% του ΑΕΠ, σε όρους απασχόλησης η επίδραση ανέρχεται σε 118.000 εργαζόμενους ή στο 3,4% της εγχώριας απασχόλησης, η αξία των εξαγωγών ξεπερνά το 50% των συνολικών πωλήσεων του κλάδου, οι επενδύσεις την περίοδο 2007-14 ανήλθαν σε 2,1 δισ. ευρώ, ενώ οι προγραμματισμένες επενδύσεις για τα επόμενα χρόνια ανέρχονται σε 1,7 δισ. ευρώ. Έτσι είναι χαρακτηριστικό, τόνισε ο κ. Κεφάλας, ότι στον συγκεκριμένο κλάδο, καθ' όλη την περίοδο της οικονομικής κρίσης, δεν υπήρξαν μειώσεις προσωπικού ή αποδοχών. Αντίθετα, ο εγχώριος κλάδος συνεχίζει τη δραστηριότητά του, προσελκύοντας ταυτόχρονα επενδύσεις από το εξωτερικό, καθώς σημαντικές πολυεθνικές εταιρείες όπως η ΙΜERYS και η KERNEOS εξαγόρασαν ελληνικές εταιρείες.
Σύμφωνα πάντως με σχετική μελέτη του ΙΟΒΕ, συνυπολογίζοντας και τις έμμεσες επιδράσεις στους κλάδους που συμμετέχουν στην αλυσίδα εφοδιασμού της εξορυκτικής βιομηχανίας, η συνολική συμβολή της στο ΑΕΠ ανέρχεται σε 4,1 δισ. ευρώ (2,7 δισ. ευρώ από εξορυκτικές δραστηριότητες και το υπόλοιπο 1,4 δισ. ευρώ από τη μεταποίηση βασικών μετάλλων και τσιμέντου με εγχώριες ορυκτές πρώτες ύλες), που αντιστοιχεί στο 2,2% του ΑΕΠ. Εάν ληφθεί υπόψη και η ηλεκτροπαραγωγή με καύση λιγνίτη, η οποία δεν θα ήταν εφικτή χωρίς τη στήριξη του εξορυκτικού τομέα, η συμβολή στο ΑΕΠ ανέρχεται σε 6,2 δισ. ευρώ ή 3,4% του ΑΕΠ. Σε όρους απασχόλησης, η συμβολή της εξορυκτικής βιομηχανίας εκτιμάται αντίστοιχα σε 84.000 θέσεις πλήρους απασχόλησης, που αντιστοιχούν στο 2,2% της εγχώριας απασχόλησης και σε 118.000 θέσεις εργασίας ή στο 3,4% της εγχώριας απασχόλησης, εάν ληφθεί υπόψη και η ηλεκτροπαραγωγή με λιγνίτη.
Πάντως, σύμφωνα με τα όσα λένε εκπρόσωποι ελληνικών μεταλλευτικών επιχειρήσεων, ο κλάδος μπορεί να μη διακατέχεται από ιδιαίτερες ανησυχίες, λόγω της έντονης εξωστρέφειάς του (προϊόντα όπως νικέλιο, μάρμαρα, αλουμίνιο, αλουμίνα εξάγονται μέχρι και στο 100% της παραγωγής). Ωστόσο χάνει σε ανταγωνιστικότητα κυρίως λόγω της υπερφορολόγησης, του υψηλού κόστους της ενέργειας, της γραφειοκρατίας, των αργών διαδικασιών στις αδειοδοτήσεις, των υψηλών επιτοκίων.
Είναι χαρακτηριστικό, τονίζει στέλεχος μεταλλευτικής, ότι η ξένη εταιρεία που είναι εγκατεστημένη στην Ελλάδα δανείζεται από τράπεζες της έδρας της με 1,8%, ενώ οι ελληνικές επιχειρήσεις, αν και όταν εξασφαλίζουν δάνεια, το επιτόκιό τους είναι πάνω από 10%.
Άλλος εκπρόσωπος τσιμεντοβιομηχανίας σημειώνει ότι ο κλάδος έχασε αγορές της Βόρειας Αφρικής, επειδή λόγω υψηλού κόστους ενέργειας δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τις ιταλικές βιομηχανίες. Πληρώνουμε 70 ευρώ τη μεγαβατώρα, και η οι ιταλικές γύρω στα 30 ευρώ, τονίζουν με έμφαση.
Παρ' όλα αυτά ο επενδυτικός σχεδιασμός των επιχειρήσεων διατηρείται, ενώ διαπιστώνεται μια σαφής τάση ενίσχυσης των επενδύσεων τα επόμενα έτη. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις 19 επιχειρήσεων, μελών του ΣΜΕ, προκύπτει μια συνολική προγραμματισμένη επενδυτική δαπάνη άνω του 1,7 δισ. ευρώ τα επόμενα έτη, με το μεγαλύτερο όμως τμήμα αυτών να προγραμματίζεται για την περίοδο 2016-2017. Ωστόσο, όπως τονίζεται αρμοδίως, η ταχύτητα υλοποίησης των επενδύσεων θα επηρεαστεί τελικά από τις οικονομικές συνθήκες που θα διαμορφώνονται στην πορεία, τόσο στην εγχώρια οικονομία, όσο και διεθνώς.