Επιφυλακτικό εμφανίζεται το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής όσον αφορά τις υπέρμετρα φιλόδοξες εκτιμήσεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Στην νέα τριμηνιαία έκθεσή του επισημαίνει σχετικά ότι «παρά τη δέσμευση του πυρήνα της κυβέρνησης να εφαρμόσει το πρόγραμμα προσαρμογής και παρά το γεγονός ότι συγκλίνουν προς αυτό τα περισσότερα κόμματα της αντιπολίτευσης αφού δεν προτείνουν την καταγγελία του αλλά την καλύτερη εφαρμογή του, ενώ η κοινή γνώμη εξακολουθεί να στηρίζει την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη, η πορεία της χώρας δεν είναι διασφαλισμένη».
Μάλιστα οι συντάκτες της έκθεσης υπογραμμίζουν ότι «δεν συμμεριζόμαστε την ανεπιφύλακτη προσδοκία ότι θα επιτευχθούν οι στόχοι», και αυτό για διάφορους λόγους. Μεταξύ αυτών το ότι «σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία η ανάκαμψη δεν είναι ορατή». Όπως σημειώνουν «οι συνιστώσες του ΑΕΠ, κατανάλωση, εξαγωγές και οι επενδύσεις βρίσκονται το πρώτο εξάμηνο 2016 σε καθοδική πορεία», ενώ τονίζουν ότι «δεν υπάρχει δείκτης που να επιτρέπει αισιοδοξία, κατ’ αρχάς για τους επόμενους μήνες».
Μάλιστα εντοπίζουν ως «ιδιαίτερα ανησυχητική την μείωση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών το πρώτο τρίμηνο 2016 κατά 11,7% σε ετήσια βάση» και επισημαίνουν ότι «άλλοι δείκτες δείχνουν ότι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης είναι τουλάχιστον βραδύτερη της αναμενόμενης: η δυσκολία ουσιαστικής ανάκαμψης των τραπεζικών καταθέσεων28, η υποχώρηση της χρηματοδότη-σης του ιδιωτικού τομέα, η πτώση της παραγωγικότητας, η αύξηση των ληξιπρόθεσμων ο-φειλών προς το Δημόσιο κ.ά., σε συνδυασμό και με τα ανησυχητικά μηνύματα από τον τουρισμό».
Αλλά υπάρχουν και άλλα «δυσοίωνα σημάδια»: «Χρεοκόπησαν μεγάλες εταιρείες, πολλές από τις οποίες άνθισαν στο παρελθόν υπό κρατική προστασία και οιωνεί προστασία, ταυτόχρονα κλείνουν χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις (κλείνουν περισσότερες από όσες ανοίγουν), ενώ άλλες μεταναστεύουν σε γειτονικές χώρες για να αποφύγουν την υψηλή φορολογία και τους κεφαλαιακούς ελέγχους που επιδεινώνουν την ανταγωνιστικότητά τους». Ενώ η εικόνα συμπληρώνεται από την έξοδο στο εξωτερικό χιλιάδων ειδικευμένων εργαζομένων, κυρίως νέων, ανέργων ή απλά απογοητευμένων από τις προοπτικές.
Όπως τονίζεται: «Διαφαίνεται καθαρά ο κίνδυνος να μην ανακάμψει η οικονομία, αλλά να παγιδευτεί σε μια κατάσταση στασιμότητας». Οι οικονομολόγοι του Γραφείου Προϋπολογισμού θεωρούν ότι «οι προοπτικές είναι τουλάχιστον ασαφείς και μεσοπρόθεσμα». Και παρατηρούν ότι «η ανάκαμψη της οικονομίας δύσκολα θα επιτευχθεί λόγω του μείγματος πολιτικής που χαρακτηρίζει το νέο πρόγραμμα». Θεωρούν δε ότι «σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου θα αρχίσουν να επιδρούν αρνητικά οι σημερινές δυσμενείς διαρθρωτικές τάσεις» (πτώση των επενδύσεων, απαξίωση μέρους του εργατικού δυναμικού κλπ.).
Στο κλίμα αυτό συντελεί και η αβεβαιότητα που πηγάζει από τα χρονοδιαγράμματα και τους όρους του Μνημονίου. Χαρακτηριστικότερος είναι ο λεγόμενος «κόφτης» ο οποίος θα ενεργοποιείται την άνοιξη κάθε έτους. «Η κυβέρνηση ελπίζει ότι δεν θα χρειασθεί να τον εφαρμόσει, όμως μπορεί να αναγκασθεί να τον ενεργοποιήσει, πράγμα που θα υπέσκαπτε τις προοπτικές σταθερής ανάκαμψης», σημειώνεται στην έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού. Μάλιστα όπως αναφέρεται «μπορεί να αναγκασθεί να το κάνει αν σημειωθούν υστερήσεις στα φορολογικά έσοδα (λόγω υψηλών φόρων)». Αλλά τονίζεται ότι «ακόμα και μόνη της η προοπτική ενεργοποίησής του θα επενεργεί αποτρεπτικά σε κατανάλωση και δευτερογενώς σε επενδύσεις!».
Όπως αναφέρεται εξάλλου «η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην οικονομική πολιτική και στο μέλλον της χώρας, δεν επιτυγχάνεται από τη μια μέρα στην άλλη και θα αποτραπεί πλήρως αν συνεχισθεί από ορισμένα κυβερνητικά στελέχη η επιδέξια χρήση νομικών εργαλείων και πολιτικών τεχνασμάτων για την αποφυγή συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων». «Επτά χρόνια διαπραγματευτικών “σκαμπανεβασμάτων”, έχουν προκαλέσει ισχυρές επιφυλάξεις σε καταναλωτές, μισθωτούς, επιχειρηματίες και τροφοδοτούν την απαισιοδοξία τους», επισημαίνεται. Αυτό πάντως που υπογραμμίζεται με απόλυτη σαφήνεια την έκθεση είναι ότι «το τρίτο Μνημόνιο (πρόγραμμα προσαρμογής) πρέπει να πετύχει». «Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για να επιστρέψουμε στην ανάπτυξη», σημειώνουν τα μέλη του Γραφείου Προϋπολογισμού, καθώς θεωρούν ότι «δεν υπάρχουν καλύτερες λύσεις για την ανάπτυξη από την εφαρμογή του νέου Μνημονίου».