Τι διαφορές υπάρχουν όσον αφορά τους μισθούς και το κόστος εργασίας (δαπάνες των εργοδοτών για το προσωπικό) στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και στις υποψήφιες χώρες για ένταξη στην ΕΕ καθώς και στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ); Διαβάστε το άρθρο.
Το μέσο ωριαίο κόστος εργασίας στις χώρες της ΕΕ (ΕΕ-28) υπολογίστηκε σε 24,60 ευρώ το 2014 και σε 29,20 στις χώρες της ζώνης του ευρώ (ευρωζώνη των 18). Ωστόσο, αυτό το μέσο ποσό συγκαλύπτει σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, αφού το ωριαίο κόστος εργασίας κυμαίνεται από 3,80 ευρώ ως 40,30 ευρώ (γράφημα 1).
Γράφημα 1: Ωριαίο κόστος εργασίας, κατ’ εκτίμηση, 2014 - (ευρώ)
Πηγή: Eurostat
Το κόστος εργασίας συνίσταται στο κόστος μισθών και ημερομισθίων συν το μη μισθολογικό κόστος, όπως είναι οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που καταβάλλουν οι εργοδότες.
Το ποσοστό του μη μισθολογικού κόστους για το σύνολο της οικονομίας ανέρχεται σε 24,4 % στις χώρες της ΕΕ (ΕΕ-28) , ενώ ανερχόταν σε 26,1 % στην ευρωζώνη.
Το ποσοστό του μη μισθολογικού κόστους επίσης διαφέρει σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ. Τα υψηλότερα ποσοστά μη μισθολογικού κόστους για το σύνολο της οικονομίας σημειώθηκαν στη Γαλλία (33,1 %), στη Σουηδία (31,6 %), στην Ιταλία (28,2 %), στη Λιθουανία (28,0 %), στο Βέλγιο (27,8 %) και στην Τσεχική Δημοκρατία (27,1 %). Τα χαμηλότερα ποσοστά μη μισθολογικού κόστους για το σύνολο της οικονομίας σημειώθηκαν στη Μάλτα (6,9 %), στη Δανία (13,1 %), στην Ιρλανδία (13,5 %), στο Λουξεμβούργο (13,6 %), στην Κροατία (14,9 %) και στη Σλοβενία (15,7 %).
Ακαθάριστοι μισθοί / αποδοχές - Διάμεσες αποδοχές
Οι ακαθάριστες αποδοχές αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του κόστους εργασίας. Μεταξύ των χωρών της ΕΕ, οι υψηλότερες διάμεσες ακαθάριστες ωριαίες αποδοχές τον Οκτώβριο του 2010 καταγράφηκαν στη Δανία (25,00 ευρώ), ακολουθούμενες από την Ιρλανδία (18,30 ευρώ) και το Λουξεμβούργο (17,80 ευρώ) — βλέπε γράφημα 2.
Γράφημα 2: Διάμεσες ακαθάριστες ωριαίες αποδοχές, σύνολο μισθωτών
(εκτός των μαθητευομένων), 2010
Πηγή: Eurostat
Οι χαμηλότερες καταγράφηκαν στη Βουλγαρία (1,50 ευρώ), τη Ρουμανία (2,00 ευρώ), τη Λιθουανία (2,70 ευρώ) και τη Λετονία (2,90 ευρώ). Οι διάμεσες ακαθάριστες ωριαίες αποδοχές του κράτους μέλους της ΕΕ με την υψηλότερη τιμή ήταν κατά 16 φορές υψηλότερες από τις ωριαίες αποδοχές του κράτους μέλους με τη χαμηλότερη τιμή εκπεφρασμένη σε ευρώ· σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ) –στις οποίες λαμβάνονται υπόψη οι διαφορές στο επίπεδο τιμών μεταξύ των χωρών– η αναλογία ήταν 5 προς 1.
Χαμηλόμισθοι
Ως χαμηλόμισθοι ορίζονται οι εργαζόμενοι που κερδίζουν δύο τρίτα ή λιγότερο των εθνικών διάμεσων ακαθάριστων ωριαίων αποδοχών σε μια συγκεκριμένη χώρα.
Το 2010, ποσοστό 17,0 % των εργαζομένων ήταν χαμηλόμισθοι στις χώρες της ΕΕ (ΕΕ-27), ενώ το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 14,8 % στη ζώνη του ευρώ (ευρωζώνη των 17).
Οι χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά χαμηλόμισθων ήταν η Λετονία (27,8 %) και η Λιθουανία (27,2 %), ενώ η Σουηδία (2,5 %), η Φινλανδία (5,9%), η Γαλλία (6,1 %), το Βέλγιο (6,4 %) και η Δανία (7,7 %) διέθεταν τα χαμηλότερα ποσοστά. Σε σύγκριση με το 2006, το τελευταίο διαθέσιμο έτος αναφοράς για την ίδια συλλογή δεδομένων, το ποσοστό των χαμηλόμισθων παρέμεινε σχετικά σταθερό, σημειώνοντας αύξηση κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες στην ΕΕ-27 και κατά 0,4 ποσοστιαίες μονάδες στην ευρωζώνη (γράφημα 3).
Γράφημα 3: Χαμηλόμισθοι — μισθωτοί
(εκτός των μαθητευομένων) με αποδοχές κάτω των δύο τρίτων των διάμεσων ακαθάριστων ωριαίων αποδοχών, 2006 και 2010 (1)
(% των μισθωτών)
Πηγή: Eurostat
Μεταξύ του 2006 και του 2010, το ποσοστό των χαμηλόμισθων αυξήθηκε κυρίως στη Μάλτα (+3,9 ποσοστιαίες μονάδες) και στη Βουλγαρία (+3,1 ποσοστιαίες μονάδες), ενώ οι μεγαλύτερες μειώσεις καταγράφηκαν στην Πορτογαλία (-4,6 ποσοστιαίες μονάδες), τη Λετονία (-3,1 ποσοστιαίες μονάδες), την Ελλάδα (-2,9 ποσοστιαίες μονάδες), την Ουγγαρία και τη Σλοβενία (αμφότερες -2,1 ποσοστιαίες μονάδες).
Μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων
Παρά την επίτευξη μιας κάποιας σύγκλισης, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των μέσων αποδοχών ανδρών και γυναικών στην ΕΕ, μια έννοια ευρέως γνωστή ως μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων. Το 2012, στην ΕΕ-28 συνολικά, η μέση αμοιβή των γυναικών ήταν κατά 16,4 % χαμηλότερη από εκείνη των ανδρών. Οι μικρότερες διαφορές ως προς τη μέση αμοιβή μεταξύ των δύο φύλων εντοπίζονταν στη Σλοβενία, τη Μάλτα, την Πολωνία, την Ιταλία, την Κροατία, το Λουξεμβούργο, τη Ρουμανία και το Βέλγιο (διαφορά κάτω του 10,0 %) Οι μεγαλύτερες μισθολογικές διαφορές μεταξύ των δύο φύλων εντοπίζονταν στην Εσθονία (29,9 %), την Αυστρία (23,0 %), την Τσεχική Δημοκρατία (22,1 %) και τη Γερμανία (21,6 %) — βλέπε γράφημα 4.
Γράφημα 4: Μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων, 2013
(% διαφορά μεταξύ των μέσων ακαθάριστων ωριαίων αποδοχών ανδρών και γυναικών μισθωτών, ως ποσοστό % των ακαθάριστων αποδοχών των ανδρών, σε μη διορθωμένη μορφή)
Πηγή: Eurostat
Διάφοροι παράγοντες μπορεί να συμβάλλουν σε αυτό το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων, όπως οι διαφορές ως προς τον βαθμό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, οι διαφορές ως προς τις δραστηριότητες και τα επαγγέλματα που τείνουν να είναι ανδροκρατούμενα ή γυναικοκρατούμενα, οι διαφορές ως προς τον βαθμό στον οποίο άνδρες και γυναίκες εργάζονται με καθεστώς μερικής απασχόλησης, καθώς και η νοοτροπία των τμημάτων προσωπικού στο πλαίσιο ιδιωτικών και δημόσιων φορέων έναντι της εξέλιξης της σταδιοδρομίας και της άδειας άνευ αποδοχών και/ή της άδειας μητρότητας.
Ορισμένοι υποκείμενοι παράγοντες που μπορούν, εν μέρει τουλάχιστον, να εξηγήσουν το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων περιλαμβάνουν τον τομεακό και επαγγελματικό διαχωρισμό, την εκπαίδευση και κατάρτιση, την ενημέρωση και τη διαφάνεια, καθώς και τις άμεσες διακρίσεις. Το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των φύλων αντικατοπτρίζει επίσης και άλλες ανισότητες – ειδικότερα τη δυσανάλογη συχνά συμμετοχή των γυναικών στις οικογενειακές υποχρεώσεις και τις συνακόλουθες δυσκολίες ως προς τον συνδυασμό επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής. Πολλές γυναίκες εργάζονται με καθεστώς μερικής απασχόλησης ή βάσει άτυπων συμβάσεων: αν και αυτό τους επιτρέπει να παραμένουν στην αγορά εργασίας ενώ παράλληλα διαχειρίζονται τις οικογενειακές υποχρεώσεις, ενδέχεται να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην αμοιβή, την εξέλιξη της σταδιοδρομίας, στις προοπτικές προαγωγής και τις συντάξεις τους.
Καθαρές αποδοχές και φορολογική επιβάρυνση
Καθαρές αποδοχές
Οι πληροφορίες που αφορούν τις καθαρές αποδοχές συμπληρώνουν τα στοιχεία που αφορούν τις ακαθάριστες αποδοχές ως προς το διαθέσιμο εισόδημα, με άλλα λόγια μετά την αφαίρεση του φόρου εισοδήματος και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων από τα ακαθάριστα ποσά και την προσθήκη των οικογενειακών επιδομάτων, στην περίπτωση νοικοκυριών με παιδιά. Τα οικογενειακά επιδόματα συνίστανται σε χρηματικά ποσά που καταβάλλονται για τα συντηρούμενα τέκνα.
Το 2014 οι ακαθάριστες αποδοχές ενός άγαμου ατόμου χωρίς παιδιά, που κέρδιζε ποσοστό 100 % των μέσων αποδοχών ενός εργαζομένου στην επιχειρηματική οικονομία, κυμάνθηκαν από 3 899 ευρώ στη Βουλγαρία ως 38 254 ευρώ στο Λουξεμβούργο.
Στις ίδιες δύο χώρες καταγράφηκαν, αντίστοιχα, οι χαμηλότερες (4 328 ευρώ) και οι υψηλότερες (52 041 ευρώ) μέσες καθαρές αποδοχές για έγγαμο ζευγάρι με δύο παιδιά και ένα μόνο εισόδημα (πίνακας 1).
Πίνακας 1: Ετήσιες καθαρές αποδοχές, 2014
(ευρώ)
Πηγή: Eurostat
Για την περίπτωση που εργάζονται και τα δύο μέρη ενός έγγαμου ζευγαριού (και κερδίζουν αμφότερα τις αποδοχές ενός μέσου εργαζομένου), στο Λουξεμβούργο καταγράφηκαν οι υψηλότερες ετήσιες καθαρές αποδοχές, ύψους 85 907 ευρώ για ζευγάρι με δύο παιδιά και 78 386 ευρώ για ζευγάρι χωρίς παιδιά· στη Βουλγαρία καταγράφηκαν οι χαμηλότερες καθαρές αποδοχές ύψους 7 797 ευρώ, ανεξαρτήτως του αν το ζευγάρι είχε δύο παιδιά ή κανένα.
Φορολογική επιβάρυνση
Οι σχετικές με τη φορολογική επιβάρυνση πληροφορίες υπολογίζουν την επιβάρυνση των φόρων και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης στο κόστος εργασίας. Οι εν λόγω πληροφορίες παρέχονται σχετικά με τους χαμηλόμισθους. Η φορολογική επιβάρυνση για την ΕΕ-28 ανήλθε σε ποσοστό 39,0 % το 2013 (βλ. πίνακα 2).
Πίνακας 2: Δείκτες φορολογικού συντελεστή για τους χαμηλόμισθους, 2005 και 2013
(%)
Πηγή: Eurostat
Οι υψηλότερες φορολογικές επιβαρύνσεις για τους χαμηλόμισθους το 2013 καταγράφηκαν στο Βέλγιο, στην Ουγγαρία, στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Ιταλία, στην Αυστρία, στη Ρουμανία, στη Λετονία και στη Σουηδία (όλες άνω του 40,0 %). Από την άλλη πλευρά, η χαμηλότερη φορολογική επιβάρυνση για τους χαμηλόμισθους καταγράφηκε στη Μάλτα, στην Ιρλανδία και στο Ηνωμένο Βασίλειο (κάτω του 30,0 %), καθώς και στην Κύπρο (τα πιο πρόσφατα δεδομένα από το 2007).
Μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, δεν υπήρχε σαφής τάση ως προς την εξέλιξη της φορολογικής επιβάρυνσης για τους χαμηλόμισθους κατά την περίοδο από το 2005 έως το 2013 (βλ. πίνακα 2) — καθώς η φορολογική επιβάρυνση σημείωσε αύξηση σε 15 κράτη μέλη και μείωση σε 12· η σύγκριση αυτή δεν είναι διαθέσιμη για την Κροατία. Οι μεγαλύτερες μειώσεις καταγράφηκαν στις Κάτω Χώρες (-9,3 ποσοστιαίες μονάδες) και στη Σουηδία (-5,7 ποσοστιαίες μονάδες).
Οι λοιποί τρεις δείκτες που παρουσιάζονται στον πίνακα 2 παρέχουν πληροφορίες σχετικά με το ποσοστό των ακαθάριστων αποδοχών που «χάνεται» λόγω φορολόγησης (υψηλότεροι φορολογικοί συντελεστές και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και/ή μείωση ή απώλεια των επιδομάτων) κατά την επιστροφή στην απασχόληση ή κατά τη μετάβαση από χαμηλότερο σε υψηλότερο εισόδημα. Το συνολικό ποσοστό του εισοδήματος που «χάνεται» λόγω φορολόγησης κατά τη μετάβαση ενός ανέργου στην απασχόληση μειώθηκε ελαφρώς (4,4 ποσοστιαίες μονάδες) στην ΕΕ-28 μεταξύ 2005 και 2013. Οι μεγαλύτερες μειώσεις καταγράφηκαν στη Λιθουανία (-16,3 ποσοστιαίες μονάδες) και στη Σουηδία (-15,8 ποσοστιαίες μονάδες), ενώ στην Ουγγαρία και στην Τσεχική Δημοκρατία καταγράφηκαν αυξήσεις κατά 16,4 και 14,4 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα.
Από τα συνολικά στοιχεία για την ΕΕ-28 καταδεικνύεται μικρή αύξηση 4,8 ποσοστιαίων μονάδων μεταξύ του 2005 και του 2013 όσον αφορά τα αντικίνητρα για τους άγαμους χαμηλόμισθους χωρίς παιδιά να αναζητήσουν υψηλότερα εισοδήματα, δεδομένου ότι μεγαλύτερο ποσοστό των εισοδημάτων τους θα «χανόταν» λόγω φορολόγησης, ενώ για έγγαμο ζευγάρι με ένα εισόδημα και δύο παιδιά σημειώθηκε αύξηση 3,9 ποσοστιαίων μονάδων. Απεναντίας, μεταξύ των κρατών μελών καταγράφηκαν αρκετά διαφορετικές εξελίξεις. Η μεγαλύτερη αύξηση (44,1 ποσοστιαίες μονάδες) στο ποσοστό των εισοδημάτων που θα «χάνονταν» λόγω φορολόγησης για ένα έγγαμο ζευγάρι με ένα εισόδημα και δύο παιδιά καταγράφηκε στην Τσεχική Δημοκρατία, ενώ στην Πορτογαλία καταγράφηκε μείωση κατά 45,4 ποσοστιαίες μονάδες.
Πηγή: Taxheaven