Επί τάπητος αναμένεται να τεθούν σήμερα στην κρίσιμη συνάντηση που έχει ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος με την Πρόεδρο του Εποπτικού Συμβουλίου του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM), Ντ. Νουί, στη Φρανκφούρτη, στα γραφεία της ΕΚΤ, οι αλλαγές στις διοικήσεις των τραπεζών και ο καυτός φάκελος της διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων.
Η συνάντηση έρχεται σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη χρονική στιγμή αφού μέσα στο Σεπτέμβριο ή το αργότερο έως τα μέσα Οκτωβρίου πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί οι αλλαγές στις διοικήσεις των τραπεζών, ενώ την ίδια ώρα το θέμα των κόκκινων δανείων, που θα κληθούν να διαχειριστούν πρακτικά οι νέες διοικήσεις, είναι κεντρικό ζήτημα στη δεύτερη αξιολόγηση. Πάντως, χθες ο επικεφαλής της ΕΚΤ, Μ. Ντράγκι, απαντώντας σε ερώτηση του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Ν. Χουντή, ήταν σαφής για μια ακόμη φορά ως προς το πλαίσιο που διέπει την επιλογή των νέων διοικήσεων. Σύμφωνα με τον κ. Ντράγκι, η οδηγία σχετικά με την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, προβλέπει τα ελάχιστα κριτήρια για την αξιολόγηση της ικανότητας και της καταλληλότητας που πρέπει να πληρούν τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των τραπεζών στην Ε.Ε.
Ο ελληνικός νόμος που διέπει το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) περιλαμβάνει πρόσθετα κριτήρια για την αξιολόγηση των μελών των δ.σ. των τραπεζών, οι οποίες έλαβαν κρατική ενίσχυση από το ΤΧΣ, σημείωσε ο Μ. Ντράγκι. Πρόσθεσε δε με νόημα πως «η αξιολόγηση βασίζεται σε ορισμένα κριτήρια, τα οποία ορίζονται στον Νόμο ΤΧΣ και είναι αναγκαία στη συγκεκριμένη ελληνική πραγματικότητα, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των τραπεζών είναι σε θέση να λαμβάνουν τεκμηριωμένες και καθόλα ανεξάρτητες αποφάσεις για ζητήματα στρατηγικής και, εφόσον κρίνεται απαραίτητο, για ζητήματα λειτουργίας χωρίς καμία πολιτική ή άλλη παρέμβαση».
Σύμφωνα με τον ίδιο, η πτυχή «έχει ιδιαίτερη σημασία για τις τέσσερις ελληνικές σημαντικές τράπεζες για διάφορους λόγους, συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων προκλήσεων που συνδέονται με το σημαντικό ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και την ανάγκη ρύθμισής τους έγκαιρα και αποτελεσματικά με βάση τις αρχές του εμπορίου και της οικονομίας».