Ιδιαίτερη σημασία στη χρηματοδοτική ικανότητα των τραπεζών, προκειμένου να επιτευχθεί η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, προσδίδει το δεύτερο τεύχος της επιθεώρησης «Οικονομία και Αγορές» της Eurobank.
Στην ανάλυση της ελληνικής τράπεζας εκτιμάται ότι η πορεία της οικονομίας θα εξαρτηθεί εν πολλοίς από το πώς τα εγχώρια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα αντιμετωπίσουν πέντε βασικές προκλήσεις, οι οποίες επιδρούν σοβαρά στις στρατηγικές τους αποφάσεις, στις προτεραιότητές τους, στα λειτουργικά τους επιχειρηματικά μοντέλα και στη διαχείριση των κινδύνων.
Πρόκειται για την α) αποκατάσταση της ρευστότητας, β) τη διαχείριση των κόκκινων δανείων, γ) την τραπεζική διακυβέρνηση, δ) την προσαρμογή στο ευρωπαϊκό περιβάλλον και ε) την πιστωτική επέκταση.
Αυτό αποτελεί πρωτίστως πολιτικό ζήτημα, στο βαθμό που κυρίως εξαρτάται από την ικανότητα της Ελληνικής κυβέρνησης να πείσει τις διεθνείς αγορές και τους επενδυτές - αποταμιευτές, ότι σκοπεύει να τηρήσει τις δεσμεύσεις της για την εφαρμογή του τρίτου προγράμματος προσαρμογής και να υλοποιήσει τις αναγκαίες οικονομικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις, που θ’ αποκαθιστούν τη δημοσιονομική σταθερότητα, θα δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για επενδύσεις και ανάπτυξη και θα διαμορφώνουν ομαλές συνθήκες στο χρηματοπιστωτικό τομέα και τις αγορές.
Εάν επιτευχθεί η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην Ελληνική οικονομία και τις προοπτικές της και διαμορφωθεί φιλικό επιχειρηματικό κλίμα, συνθήκες απαραίτητες για την οικονομική ανάκαμψη, θα διευκολυνθεί η μείωση των επιτοκίων και των υψηλών prim κινδύνου που πληρώνει σήμερα η χώρα για άντληση κεφαλαίων - με και χωρίς εξασφαλίσεις - από τις διεθνείς αγορές, καθώς και η επιστροφή στις ελληνικές τράπεζες μεγάλου ύψους αποταμιεύσεων, αποθησαυρισμένων σήμερα σε τραπεζογραμμάτια ( 47 δισ. ευρώ σε κυκλοφορία σήμερα) και σε άλλες μορφές καταθέσεων και επενδύσεων που διέρρευσαν στο εξωτερικό (συνολικά από την αρχή της κρίσης, η χώρα έχει απωλέσει 124 δισ. καταθέσεις, το 45% του συνόλου από το ψηλότερο σημείο).
Εκτιμάται ότι, με την πλήρη αποκατάσταση ομαλών συνθηκών και αναπτυξιακών προοπτικών στην οικονομία και τις αγορές και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, 25 δισ. καταθέσεις θα μπορούσαν να επιστρέψουν στο τραπεζικό σύστημα, σε περίοδο 18-24 μηνών.
Η πρόκληση για τις ελληνικές τράπεζες σήμερα δεν είναι η επάρκεια των κεφαλαίων (η οποία υπάρχει), αλλά η δέσμευση και η ικανότητα των ελληνικών τραπεζών να υλοποιήσουν με αποφασιστικότητα και σχέδιο την αποτελεσματική διαχείριση των προβληματικών δανείων και να μειώσουν σημαντικά τα υπόλοιπα (115 δισ. το ύψος των προβληματικών δανείων σήμερα με βάση τον ορισμό ΝΡΕ σε επίπεδο ομίλων).
Μία τέτοια στρατηγική πρέπει να συνοδεύεται από ένα εμπεριστατωμένο επιχειρησιακό σχέδιο και το κατάλληλο πτωχευτικό δίκαιο και θεσμικό πλαίσιο αναδιάρθρωσης επιχειρήσεων και νοικοκυριών, με σκοπό την αποτελεσματική χρήση του σημαντικού αποθέματος των προβλέψεων που έχει συσσωρευτεί (58 δισ.) για κάλυψη των επισφαλών δανείων, καθώς και των σημαντικών εμπραγμάτων εξασφαλίσεων, που φέρουν τα παραπάνω δάνεια, έτσι ώστε να εξυγιανθούν τα χαρτοφυλάκια των προβληματικών δανείων (60% με 65% του συνόλου του χαρτοφυλακίου των προβληματικών δανείων είναι καλυμμένο με εμπράγματες εξασφαλίσεις, κυρίως ακίνητα).
Η ανάμιξης του επίσημου τομέα και του κράτους στη διακυβέρνηση των συστημικών τραπεζών, προέκυψε ως συνεπακόλουθο της σημαντικής κρατικής βοήθειας που έχουν λάβει οι τράπεζες τα χρόνια της κρίσης.
Οι σχετικοί περιορισμοί δυσκολεύουν την αποτελεσματική διοίκηση και περιορίζουν την ανάπτυξη των εργασιών εν γένει. Η αποκατάσταση κλίματος εμπιστοσύνης και προοπτικής στην Ελληνική οικονομία, η απρόσκοπτη πρόσβαση στις διεθνείς κεφαλαιαγορές και ο επαναπατρισμός των καταθέσεων, θα συμβάλουν στην επίσπευση της άρσης των κρατικών παρεμβάσεων στη διαχείριση των τραπεζών, διότι επιταχύνουν την αποπληρωμή κεφαλαίων και ρευστότητας που έχουν λάβει οι τελευταίες με κρατική βοήθεια. Επιπλέον, οι τράπεζες καλούνται να υλοποιήσουν μέχρι το 2018 τα σχέδια εξυγίανσης και αναδιάρθρωσης που έχουν συμφωνήσει με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού και το Ελληνικό Δημόσιο.
Το τραπεζικό τοπίο στην Ευρώπη μετασχηματίζεται ραγδαία, κυρίως λόγω της εισαγωγής του νέου, αυστηρότερου και διευρυμένου κανονιστικού πλαισίου, την καθοριστική επίδραση των νέων τεχνολογιών και την ένταση του ανταγωνισμού από μη τραπεζικούς χρηματοδοτικούς φορείς και τις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων. Αυτές οι παράμετροι επιδρούν ήδη στις στρατηγικές αποφάσεις, τις προτεραιότητες, την ανάπτυξη των εργασιών, τα λειτουργικά μοντέλα και τον προγραμματισμό των ελληνικών τραπεζών.
Οι τράπεζες δεν θα πρέπει να παραμείνουν αδρανείς ή να υποτιμήσουν τη σοβαρότητα των νέων διεθνών προκλήσεων, τάσεων και αλλαγών, αντιθέτως θα πρέπει να μετασχηματιστούν με σχέδιο, χρονοδιάγραμμα και προτεραιότητες, έτσι ώστε να προσαρμοστούν και να αντιμετωπίσουν επιτυχώς τις προκλήσεις στο νέο διεθνές τραπεζικό περιβάλλον, ως συνθήκη επιβίωσης.
Η αποκατάσταση θετικών ρυθμών πιστωτικής επέκτασης και ανάπτυξης των τραπεζικών εργασιών δύναται να επιτευχθεί με την ενίσχυση της ζήτησης για πιστώσεις, που είναι σήμερα εξαιρετικά υποτονική και μεταβάλλεται με αρνητικούς ρυθμούς, λόγω των συνθηκών ύφεσης στην οικονομία και τις αβεβαιότητες στις αγορές, που συνδέεται με την επιστροφή της χώρας σε αναπτυξιακή τροχιά, την αποκλιμάκωση των επιτοκίων και τη βελτίωση των προσδοκιών και του οικονομικού κλίματος.