Τελευταία είναι η Αθήνα σε ό,τι αφορά την ικανότητά της να αποτελέσει ένα διεθνούς εμβέλειας χρηματοοικονομικό κέντρο. Όπως προέκυψε από έρευνα της εταιρείας μελετών και στρατηγικού σχεδιασμού Z/Yen, η ελληνική πρωτεύουσα καταλαμβάνει την 87η και τελευταία θέση παγκοσμίως.
Ο δείκτης παγκόσμιων οικονομικών κέντρων (GFCI) κατατάσσει τις πόλεις, εξετάζοντας την ανταγωνιστικότητά τους, με βάση τις επιδόσεις που εμφανίζουν σε τομείς όπως το επιχειρηματικό περιβάλλον, οι υποδομές, το ανθρώπινο κεφάλαιο, η ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα και η φήμη. Παράλληλα, για την οριστικοποίηση της βαθμολογίας, προσμετράται και το αποτέλεσμα έρευνας ερωτηματολογίου σε επιλεγμένα στελέχη διεθνών εταιρειών του χρηματοπιστωτικού κλάδου.
Η τελική θέση της Αθήνας δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη, καθώς όχι μόνο δεν προσφέρει ένα ελκυστικό οικονομικό περιβάλλον, αλλά επιπλέον τον τελευταίο χρόνο έχουν επιβληθεί έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων και ασφαλώς το τραπεζικό σύστημα της χώρας βιώνει μια άνευ προηγουμένου κατάσταση, καθώς επιχειρεί να διαχειριστεί τον τεράστιο όγκο των μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών κι επιχειρηματικών δανείων. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, πολύ δύσκολα θα μπορούσε μια οποιαδήποτε πόλη να αποτελέσει πόλο έλξης για εταιρείες του χρηματοπιστωτικού κλάδου, ή γενικότερα για πολυεθνικές επιχειρήσεις.
Είναι χαρακτηριστικό ότι πάνω από την Αθήνα βρίσκονται πόλεις όπως η Καζαμπλάνκα (Μαρόκο) που κατατάσσεται στην 30ή θέση, η Κουάλα Λουμπούρ (Μαλαισία), που καταλαμβάνει την 43η θέση και η Βαρσοβία της Πολωνίας (45η θέση). Εντύπωση προκαλεί επίσης η αναρρίχηση του Ταλίν της Εσθονίας, που πλέον κατατάσσεται στην 50ή θέση, ενώ πριν από έναν χρόνο καταλάμβανε την 78η θέση. Αντίστοιχα και η Ρίγα της Λετονίας βρίσκεται στην 52η θέση από την 71η που βρισκόταν πέρυσι. Μετά τα γεγονότα των τελευταίων μηνών, η Κωνσταντινούπολη έχασε αρκετές θέσεις, για να βρεθεί πλέον στην 57η θέση από την 45η που βρισκόταν μέχρι πέρυσι.