H Επιτροπή των ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων για τις αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις εισηγείται μερική επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων σε εθνικό, κλαδικό και ομοιοεπαγγελματικό επίπεδο με δύο, όμως, «κόφτες» στους μισθούς – την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και της απασχόλησης για τη διαμόρφωση του κατώτατου μισθού και την οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων που, εφόσον είναι δυσχερής, θα επιτρέπεται να καταβάλουν χαμηλότερες αποδοχές στο προσωπικό τους.
Το πόρισμα των 60 σελίδων που παρέλαβε, με e-mail, ο υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης Γ. Κατρούγκαλος και το οποίο παρουσιάζεται, επίσημα, αύριο Παρασκευή, διευκολύνει την κυβέρνηση να αποφύγει νέες δυσμενείς αλλαγές σε πολλά θέματα (όπως στον απεργιακό και τον συνδικαλιστικό νόμο, στη διαιτησία, αλλά και στο καθεστώς των ομαδικών απολύσεων, καθώς οι αποφάσεις θα ληφθούν αφού εκδοθεί η απόφαση του ευρωπαϊκού δικαστηρίου) και ενισχύει τη διαπραγματευτική της θέση απέναντι στους δανειστές για να επαναφέρει, έστω και «υπό αυστηρότερες» προϋποθέσεις, τις συλλογικές συμβάσεις. Το πόρισμα, ωστόσο, περιλαμβάνει διαφορετικές θέσεις – απόψεις ως προς τις βέλτιστες ακολουθούμενες στην Ε.Ε. πρακτικές για το επίμαχο θέμα της διαμόρφωσης των μισθών:
Όπως προκύπτει από το επίσημο αγγλικό κείμενο που αποκαλύπτει η «Ημερησία» η Επιτροπή διαφώνησε:
Για τον τρόπο καθορισμού του κατώτατου μισθού, ο οποίος έχει οριστεί νομοθετικά: Η πλειοψηφούσα άποψη είναι να καθορίζεται από το 2018 και μετά από τους κοινωνικούς εταίρους, αλλά η διαπραγμάτευση να γίνεται στο πλαίσιο ενός εύρους τιμών που θα καθορίζεται από συμβουλευτική επιτροπή η οποία θα συνεκτιμά την κατάσταση της οικονομίας, την ανταγωνιστικότητα, την ανεργία, το όριο της φτώχειας κ.ά. Θα λειτουργεί δηλαδή ένας «κόφτης» στα αιτήματα των συνδικάτων. Η δεύτερη άποψη που καταγράφεται στο πόρισμα, ζητά να εξακολουθήσει να καθορίζεται ο κατώτατος μισθός από το κράτος ύστερα, όμως, από διαβούλευση με τις εργοδοτικές οργανώσεις και τη ΓΣΕΕ.
Για την επαναφορά της αρχής της ευνοϊκότερης (για τον εργαζόμενο) ρύθμισης. Η πλειοψηφία (6 προς 2) υποστηρίζει ότι οι μισθολογικές συμφωνίες δεν μπορεί να προβλέπουν χαμηλότερες αποδοχές από το υψηλότερο επίπεδο εθνικών/κλαδικών συμβάσεων, εκτός αν οι κοινωνικοί εταίροι συμφωνήσουν να υπάρχουν ρήτρες που θα επιτρέπουν προσωρινές παρεκκλίσεις σε περίπτωση έκτακτης οικονομικής ή οικονομικών – χρηματοδοτικών αναγκών των επιχειρήσεων. Δηλαδή να επανέλθουν οι ειδικές επιχειρησιακές συμβάσεις. Η δεύτερη άποψη τάσσεται υπέρ της μικρο-ευελιξίας των μισθών και ζητά να ισχύει η αρχή της επικουρικότητας, δηλαδή να υπερισχύουν οι συμφωνίες σε επιχειρησιακό επόπεδο «ένα επίπεδο πιο κοντά στους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις που εμπλέκονται άμεσα». «Εάν δεν ισχύσει η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης, οι όποιες άλλες θετικές ρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένης της επαναφοράς της επέκτασης των συμβάσεων, θα είναι στον… αέρα», υπογραμμίζει στην «Ημερησία» ο νομικός σύμβουλος της ΓΣΕΕ Θ. Δεληγιαννάκης.
Η Επιτροπή, κάνοντας δεκτή την κοινή θέση της κυβέρνησης και των κοινωνικών εταίρων, αποφάνθηκε ότι αντιπροσωπευτικές συλλογικές συμβάσεις που «καλύπτουν» το 50% των εργαζομένων μπορούν να επεκτείνονται με απόφαση του υπουργού Εργασίας, μετά από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους. Ωστόσο, «η κυβέρνηση και οι κοινωνικοί εταίροι θα πρέπει να συγκροτήσουν ένα διοικητικό σύστημα που θα επιτρέπει την αξιόπιστη παρακολούθηση του μεριδίου των εργαζομένων που αντιπροσωπεύονται στη μονάδα διαπραγμάτευσης» (δηλαδή θα ελέγχεται αν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις που υπογράφουν τις συμβάσεις έχουν ως μέλη τους το 50% των απασχολουμένων, ανά κλάδο ή επάγγελμα).
Η πλειοψηφία προτείνει να επεκτείνονται οι συμβάσεις σε περίπτωση σοβαρών προβλημάτων στην αγορά εργασίας (υψηλός κύκλος εργασιών, το υψηλό μερίδιο των χαμηλόμισθων, στρέβλωση του ανταγωνισμού) και στην περίπτωση δημόσιου συμφέροντος (π.χ. εισαγωγή συστήματος μαθητείας).
Η Επιτροπή αποφεύγει να απευθύνει σύσταση για την αλλαγή του καθεστώτος των ομαδικών απολύσεων και, ειδικότερα, για το υπουργικό «βέτο» που διατηρείται στα… χαρτιά.
Το ζήτημα θα αντιμετωπιστεί αφού εκδοθεί η απόφαση του ευρωπαϊκού δικαστηρίου στο οποίο, πάντως, η εισήγηση του γενικού εισαγγελέα ήταν αρνητική για την ελληνική πλευρά.
Ομόφωνα η Επιτροπή θέτει προθεσμία δύο ετών για «να δοκιμαστεί στην πράξη» η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία, θεωρεί ότι η μετενέργεια των συμβάσεων που λήγουν θα πρέπει να είναι για επιπλέον έξι μήνες, αν οι κοινωνικοί εταίροι δεν καθορίσουν οι ίδιοι το χρονικό διάστημα ισχύος των όρων της σύμβασης που εκπνέει, δεν θεωρεί ότι ο συνδικαλιστικός και ο απεργιακός νόμος στην Ελλάδα αποκλίνουν από τα ισχύοντα στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ενώ απορρίπτουν το ενδεχόμενο της ανταπεργίας (λοκ άουτ) σημειώνοντας ότι η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων επιτρέπει στον εργοδότη που βρίσκεται, λόγω απεργίας των εργαζομένων, σε οικονομική αδυναμία, να μην απασχολεί ή να πληρώνει τους απεργούς.
1ος «κόφτης»
Η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και της απασχόλησης θα περιορίζει την αύξηση του κατώτατου μισθού τον οποίο θα διαπραγματεύονται, εντός συγκεκριμένου πλαισίου, οι εργοδοτικές οργανώσεις και η ΓΣΕΕ.
2ος «κόφτης»
Η οικονομική κατάσταση και οι χρηματοδοτικές ανάγκες των επιχειρήσεων θα επιτρέπουν, για ορισμένο χρονικό διάστημα, την καταβολή χαμηλότερων μισθών κατά παρέκκλιση όσων θα προβλέπουν οι κλαδικές συμβάσεις.
ΤΟ ΧΡΟΝΟΔΙΑΓΡΑΜΜΑ
Στις 13 Οκτωβρίου θα συζητηθεί, με πρωτοβουλία του Γ. Κατρούγκαλου, το πόρισμα στο Συμβούλιο Υπουργών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στις 17 Οκτωβρίου αναμένονται στην Αθήνα τα ανώτατα κλιμάκια των Θεσμών, στο πλαίσιο της τελικής διαπραγμάτευσης για τις αλλαγές στα εργασιακά.