Σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, οι τράπεζες είχαν την απαιτούμενη ρευστότητα, χωρίς να δημιουργηθεί τραπεζικός πανικός και χωρίς καταθέτης να χάσει τα χρήματά του, ανέφερε ο Γιώργος Προβόπουλος στην αρχική τοποθέτηση που έκανε μιλώντας στην εξεταστική Επιτροπή της Βουλής.
«Η συμβολή μας στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, που αποτελεί τον ακρογωνιαίο στόχο της τραπεζικής εποπτείας, μπορεί να κριθεί εκ του αποτελέσματος. Το ατύχημα, που θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να οδηγήσει την χώρα σε κατάρρευση, αποφεύχθηκε. Η αναδιάρθρωση και η εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος, μια εξαιρετικά σύνθετη και επίπονη διαδικασία, ολοκληρώθηκε επιτυχώς, χωρίς απώλειες για τους καταθέτες, όπως επώδυνα βίωσε η Κύπρος», είπε χαρακτηριστικά.
Ο Γ. Προβόπουλος μίλησε για τα προβλήματα που δημιούργησε στις τράπεζες το PSI και η βαθιά ύφεση και τόνισε ότι «στη δική μου περίοδο, οι τράπεζες υποβλήθηκαν 4 φορές σε αυστηρά stress tests με τη συνδρομή συμβούλων διεθνούς εμβέλειας. Τις δύο από τις 4 φορές η άσκηση έγινε από την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (ΕΒΑ)».
«Η Τράπεζα της Ελλάδος, με την άσκηση της κατάλληλης εποπτείας, συνέβαλλε τα μέγιστα στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και αποσόβησε σοβαρούς κινδύνους που θα μπορούσαν να εκτροχιάσουν τη χώρα με τρόπο μη αναστρέψιμο», σημείωσε ο πρώην επικεφαλής της ΤτΕ.
Όπως είπε την άνοιξη του 2014, η χρηματιστηριακή τιμή των 4 συστημικών τραπεζών, στις οποίες πλέον σχεδόν μοναδικός μέτοχος ήταν το κράτος μέσω του ΤΧΣ, ανέρχονταν σχεδόν στο ποσό που χρησιμοποιήθηκε για την ανακεφαλαιοποίηση τους (27,5 δισ. ευρώ). Με λίγα λόγια, το ΤΧΣ αν πουλούσε τις μετοχές τους εκείνη την περίοδο, θα ανακτούσε πλήρως το ποσό που έβαλε για την ανακεφαλαιοποίηση τους. Επίσης, από την εξυγίανση των 14 τραπεζών, την σταδιακή ρευστοποίηση στοιχείων του ενεργητικού τους από τους εκκαθαριστές, που τοποθέτησε η ΤτΕ, ανακτώνταν καθ' οδόν κάποια ποσά αξιόλογα. Κοντολογίς, η χώρα θα μπορούσε να ανακτήσει τουλάχιστον το 80% του πακέτου των 39 δισ. που απορροφήθηκαν. Αυτό θα ήταν μια τεράστια επιτυχία αφού θα οδηγούσε σε αισθητή μείωση του δημοσίου χρέους.
Αναφορικά με τις χορηγήσεις δανείων στάθηκε στον κανόνα που ισχύει στην Ε.Ε. και στην Ελλάδα (από την δεκαετία του 1990) και θέλει τις τράπεζες να αποφασίζουν ελεύθερα για το μέγεθος και τον τρόπο ανάπτυξης των δραστηριοτήτων τους, υποχρεούμενες όμως να αναπτύσσουν τις κατάλληλες δομές και να ενσωματώνουν στην λειτουργία τους μηχανισμούς παρακολούθησης και ελέγχου των κινδύνων, ώστε να διασφαλίζονται τα συμφέροντα πρωτίστως των καταθετών, αλλά και της κοινωνίας ευρύτερα, με την έννοια της προστασίας της πιστωτικής σταθερότητας.
Όπως είπε η «ΤτΕ δεν εμπλέκεται στις αποφάσεις χορήγησης τραπεζικών δανείων ως άτυπη «προεγκρίνουσα» αρχή. Η εγκριτική διαδικασία είναι αποκλειστική ευθύνη των εσωτερικών οργάνων και των αρμόδιων εγκριτικών επιτροπών της κάθε τράπεζας».
Τελειώνοντας την εισαγωγική του τοποθέτηση δήλωσε ότι «δεν έχω γνώση των πληροφοριών για επιμέρους τραπεζικές χορηγήσεις προς συγκεκριμένα πολιτικά κόμματα η ΜΜΕ, θέμα το οποίο εξάντλησε ο αρμόδιος Επιθεωρητής της ΤτΕ, ο οποίος χειρίστηκε υπηρεσιακώς τα θέματα αυτά».