Ο Γιάννης Στουρνάρας αποκάλυψε χθες τo σχέδιο της κυβέρνησης, της ΤτΕ και των τραπεζών για την αναδιάρθρωση των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων αλλά και το τι θα συμβεί με τα δάνεια των νοικοκυριών σε σχέση με τα funds. Σε μια θυελλώδη συνεδρίαση στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής για τα δάνεια στα ΜΜΕ και τα κόμματα, ο διοικητής αναφέρθηκε εκτενώς στο τραπεζικό σύστημα και κυρίως στη μεγάλη πρόκληση της μείωσης των «κόκκινων» δανείων.
Ο κ. Στουρνάρας είπε ότι η νομοθετική ρύθμιση που θα φέρει η κυβέρνηση στη Βουλή θα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα εξαγοράς των μη εξυπηρετούμενων δανείων από δανειολήπτες πριν αυτά καταλήξουν στα funds.
Ωστόσο επισήμανε πως δεν πρέπει να τους δώσουμε το δικαίωμα να το πάρουν «μπιρ παρά», διότι στη συνέχεια αυτό θα το βρούμε μπροστά μας.
Κατέληξε δε λέγοντας πως σε κάθε περίπωση ο νόμος το επιτρέπει και η σχετική επιστολή Γιούνκερ είναι μια παρεξήγηση. Εμείς -είπε- επιμένουμε στο κώδικα δεοντολογίας που τα περιλαμβάνει όλα μέσα, δεν έχουμε δώσει άλλη κατεύθυνση. Αυτό σημαίνει ότι ένας δανειολήπτης θα μπορεί να διαπραγματεύεται με την τράπεζα να κάνει προσφορά μεγαλύτερη απ' ό,τι ένα fund. Αν το τελευταίο δίνει π.χ. 40 σεντ το ευρώ για ένα δάνειο ο δανειολήπτης θα μπορεί να προσφέρει περισσότερα, αρκεί να δικαιολογεί από πού θα πληρώσει τώρα και γιατί άφησε να «κοκκινήσει» το δάνειό του, ώστε να αποκλειστούν οι επαγγελματίες «μπαταχτσήδες».
Ανοιξε παράθυρο για τη μετοχοποίηση των χρεών των επιχειρήσεων στις τράπεζες. Προανήγγειλε νομοθετική πρωτοβουλία για τη μετοχοποίηση των «κόκκινων» δανείων, ώστε να εισέρχονται νέοι μέτοχοι στις επιχειρήσεις. Και ανέφερε ότι στα μέτρα που εξετάζει η κυβέρνηση για τα «κόκκινα δάνεια», εκτός του εξωδικαστικού συμβιβασμού, είναι και το μέτρο της αποχώρησης των μετόχων, οι οποίοι δεν συμμετέχουν στην εξυγίανση των εταιρειών. Δηλαδή οι τράπεζες θα μπορούν να μετοχοποιούν τα δάνεια μιας υπερχρεωμένης εταιρείας, να αποκτούν το πλειοψηφικό πακέτο και να καθορίζουν το business plan εξυγίανσης. Αν ο μεγαλομέτοχος δεν συνεργάζεται στο σχέδιο, θα μπορεί να αποβληθεί με συνοπτικές διαδικασίες. Θα τηρείται το αυστηρό αμερικανικό μοντέλο, όπου οι τράπεζες θα μπορούν στην κυριολεξία να εκδιώξουν όποιον ή όποιους μετόχους δεν αποδέχονται προτάσεις που θα οδηγήσουν στη σωτηρία της επιχείρησης. Οι διοικήσεις των τραπεζών θα μπορούν να ορίζουν διοίκηση, καθώς λόγω των υψηλών δανείων σε καθυστέρηση είναι ουσιαστικά τα «αφεντικά» της εκάστοτε εταιρείας.
Ο κ. Στουρνάρας είπε ότι το 2008 τα «κόκκινα» δάνεια ήταν στο 5,4%. Τον Δεκέμβριο 2009 τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια συνολικά άρχισαν να αυξάνονται στο 9%, το 2010, στο 13,3%, το 2011, στο 20,4%, το 2012 στο 30%, το 2013 στο 38,2%, το 2014, 40,8%, το 2015 45,1%. Μελέτη της ΤτΕ δείχνει ότι ένας στους έξι είναι στρατηγικοί κακοπληρωτές, ενώ οι λοιποί είναι θύματα της κρίσης, μη δυνάμενοι να αποπληρώσουν εξαιτίας της ύφεσης.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι το 45% του συνόλου (240 δισ. ευρώ στο σύνολο τα δάνεια, εκ των οποίων τα ανοίγματα είναι ύψους 108 δισ. ευρώ).
Σχετικά με το ζήτημα της Attica Bank, ο διοικητής υποστήριξε ότι είχε πάρει πολύ λάθος δρόμο, αλλά πλέον είναι πολύ ασφαλής. Για τα δάνεια της Attica Bank στον όμιλο Καλογρίτσα είπε: «Εμείς δεν βλέπουμε Καλογρίτσα αλλά ομίλους π.χ. Τοξότης -από εκεί και πέρα το πόρισμα ανέδειξε ορισμένες αδυναμίες της τράπεζας και η νομική υπηρεσία είπε να πάει εισαγγελέας λόγω της ζημιάς από υποτιμολόγηση δανείου- και του κ. Καλογρίτσα αλλά όχι μόνο αυτού. Το 61% του χαρτοφυλακίου της τράπεζας υποτιμολογείται κυρίως για δάνεια επιχειρηματικά και σε κατασκευαστικές. Δεν ακολούθησε το σύστημα τιμολόγησης. Εδιναν επιτόκιο χαμηλό σε εταιρείες σαν να ήταν η Microsoft».
Έφυγαν καταθέσεις 37 δισ. ευρώ μέσα στην περίοδο 2009-2014 και περισσότερα δηλαδή 44 δισ. ευρώ, μεταξύ Ιουνίου 2014 - Δεκεμβρίου 2015.
Η δραματική μείωση της ρευστότητας, το τέλος του εξωτερικού δανεισμού και τα capital controls, ευθύνoνται για την κρίση του τραπεζικού συστήματος, που ήρθε με τη μορφή των «κόκκινων» δανείων.
Από το 2008 ξεκινά η κρίση. Και ευτυχώς υπήρχε η αλλαγή του πλαισίου ευρωπαϊκής εποπτείας, με αυστηρούς νέους κανόνες, και καθορισμό αυξημένων δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας των πιστωτικών ιδρυμάτων.