Ολοένα και αυξάνεται με το πέρασμα των χρόνων η φορολογική επιβάρυνση. Ειδικά τα χρόνια των μνημονίων και μάλιστα με έμφαση στην αύξηση των έμμεσων φόρων. Αν κάνουμε έναν υπολογισμό του κόστους, θα δούμε ότι αυτό αγγίζει από το 2010 τα 40 δισ. ευρώ αν συνυπολογίσει κανείς τα 5 δις ευρώ που θεσμοθετήθηκαν και εφαρμόζονται σταδιακά από πέρσι ως το 2017.
Κατά την χθεσινή συζήτηση του προσχεδίου του προϋπολογισμού τόσο ο υπουργός οικονομικών κ. Ευκλείδης Τσακαλώτος όσο και ο αναπληρωτής υπουργός οικονομικών κ. Γιώργος Χουλιαράκης παραδέχθηκαν ότι η φορολογική επιβάρυνση για τον επόμενο χρόνο είναι πολύ υψηλή και θα έχει υφεσιακό αποτέλεσμα.
Ωστόσο ο υπουργός οικονομικών υποστήριξε ότι μαζί με την μείωση του αφορολόγητου από τα 9.550 ευρώ στα 8.636 ευρώ ήρθε και μια πιο προοδευτική κλίμακα που μειώνει την φορολογική επιβάρυνση στα χαμηλά εισοδήματα και την αυξάνει στα υψηλά εισοδήματα.
Ο κ. Χουλιαράκης παραδέχθηκε με την σειρά του ότι η φορολογική επιβάρυνση είναι πολύ υψηλή και αυτό εγκυμονεί ρίσκο για την υλοποίηση του προϋπολογισμού. Τόνισε ότι παρόλα αυτά η Κυβέρνηση έχει τα εργαλεία να πετύχει τον στόχο της ανακατανέμοντας τις δαπάνες.
Το γεγονός είναι ότι το προσχέδιο του προϋπολογισμού προβλέπει για το 2017 πρόσθετη φορολογική επιβάρυνση 2,6 δισ. ευρώ από τα οποία 1,2 δισ. ευρώ από άμεσους και 1,4 δισ. ευρώ έμμεσους φόρους.
Τα νέα αυτά μέτρα σύμφωνα με την έκθεση προϋπολογισμού της Βουλής θα έχουν σε κάθε περίπτωση υφεσιακό αποτέλεσμα, τονίζεται μάλιστα ότι η υπεροχή της στάθμισης των παρεμβάσεων στα έσοδα σε σχέση με τις συνολικές δημοσιονομικές παρεμβάσεις (και εν γένει οι δημοσιονομικές προσαρμογές που βασίζονται κυρίως σε αυξήσεις εσόδων παρά σε μόνιμες περικοπές πρωτογενών δαπανών), δημιουργεί ένα ασφυκτικό περιβάλλον στην υπό ανάκαμψη οικονομία, επιτείνοντας την ύφεση ή περιορίζοντας τις προοπτικές ανάκαμψής της.
Μάλιστα κρίνοντας από τα αποτελέσματα των εσόδων του 2015 εκτιμά ότι και τα μέτρα τη διετίας 2016 και 2017 θα μειώσουν αντί να αυξήσουν τα δημόσια έσοδα. Κάνει όμως και μια διαχρονική ανασκόπηση των φόρων από το 2010 και μετά από την οποία προκύπτει για τα χρόνια του πρώτου δεύτερου και τρίτου μνημονίου.
Στην εξέλιξη του λόγου έμμεσων προς τους άμεσους φόρους που καταδεικνύει και το βαθμό δικαιοσύνης της φορολογικής πολιτικής ( οι έμμεσοι φόροι θεωρούνται άδικοι αφού εφαρμόζονται οριζόντια σε πλούσιους και φτωχούς ) δείχνει ότι τα μνημόνια αύξησαν σε μεγάλο βαθμό του έμμεσους αντί τους άμεσους φόρους.
Συγκεκριμένα ο λόγος των έμμεσων προς άμεσους φόρους ενώ μειωνόταν συνεχώς μετά το 2009 έφτασε το 1,53 που σημαίνει ότι οι άμεσοι φόροι ήταν περίπου 53% περισσότεροι από ότι οι έμμεσοι.
Από το 2010 η σχέση αυτή ανατράπηκε αισθητά υπέρ των έμμεσων φόρων. Συγκεκριμένα, το 2010 λόγω της αύξησης του ΦΠΑ και άλλων έμμεσων φόρων ο λόγος έμμεσων προς άμεσων μειώθηκε σε αναλογία 1,28 το 2012 με το δεύτερο μνημόνιο.
Το δεύτερο μνημόνιο η αναλογία ήταν στο 1,20 το 2015 και το 2016 εκτιμάται ότι επίσης θα αυξηθεί σημαντικά στο 1,24.