Ο εγχώριος κλάδος των τραπεζών εξετάζεται σε πρόσφατη μελέτη της IBHS Α.Ε. Σύμφωνα με τον Αλέξη Νικολαΐδη, Economic Research & Sectorial Studies Senior Analyst, το 2015 το εγχώριο οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον χαρακτηρίστηκε από συνθήκες αστάθειας, οι οποίες προκλήθηκαν από τη διεξαγωγή δύο εκλογικών αναμετρήσεων, την πολύμηνη διαδικασία διαπραγματεύσεων με τους εταίρους της χώρας και τη διενέργεια του δημοψηφίσματος τον Ιούλιο.
Ειδικότερα, οι διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου και τα σενάρια για ενδεχόμενη χρεοκοπία της χώρας δημιούργησαν αίσθημα αβεβαιότητας, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα τις σημαντικές εκροές καταθέσεων. Έτσι, το διάστημα αυτό το συνολικό υπόλοιπο υποχώρησε από τα €160 δισ. στα €121 δισ., σημειώνοντας κάμψη 24%.
Ακολούθως, οι απώλειες αναχαιτίστηκαν με την τραπεζική αργία και την επιβολή των capital controls τον Ιούλιο. Μετά την κατάργηση της αργίας στις 20 Ιουλίου –και με τους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων να παραμένουν σε ισχύ μέχρι σήμερα- το κλίμα εμπιστοσύνης αποκαταστάθηκε βαθμιαία, με αποτέλεσμα έως τα τέλη του έτους να προκύψει μικρή άνοδος των καταθέσεων, με €2,5 δισ. να επιστρέφουν στις εγχώριες τράπεζες.
Έτσι, στα τέλη του 2015 το συνολικό υπόλοιπο σημείωσε απότομη υποχώρηση 23,5% σε σχέση με το 2014, στα €123,2 δισ., ενώ κατά τη διάρκεια του έτους οι εκροές ανήλθαν στα €37,6 δισ.
Η χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα το 2015 υποχώρησε περαιτέρω κατά 2%, με το ρυθμό μείωσης την τελευταία τριετία να επιβραδύνεται. Έτσι, στο τέλος του έτους το υπόλοιπο του συνόλου των δανείων διαμορφώθηκε σε €204,3 δισ., με την καθαρή εκροή να διαμορφώνεται σε €4,15 δισ.
Κατά τη διάρκεια του 2015 σημειώθηκε επιτάχυνση στη δημιουργία νέων καθυστερήσεων. Έτσι, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων ως προς το σύνολο των ανοιγμάτων διαμορφώθηκε στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2015 στο 43,6%, έναντι 39,9% το Δεκέμβριο του 2014, με το σχετικό υπόλοιπο να αγγίζει πλέον τα €110 δισ.
Βάσει του νέου προγράμματος χρηματοδότησης της χώρας, καθιερώνεται ένα νέο θεσμικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση των προβληματικών δανείων που προβλέπει τη δημιουργία δευτερογενούς αγοράς, την επίσπευση των δικαστικών διαδικασιών και την ευκολία ρευστοποίησης των εγγυήσεων από τις τράπεζες. Προς την κατεύθυνση αυτή, οι τράπεζες ήδη υιοθετούν πολιτικές πιο ενεργητικής διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ παραχωρούν μέρος της διαχείρισης σε εξειδικευμένες εταιρείες.
Η σημαντική εκροή καταθέσεων, το διαρκώς αυξανόμενο ποσοστό των «κόκκινων» δανείων και η επιβολή περιορισμών στα πιστωτικά ιδρύματα οδήγησαν σε νέα ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος. Βάσει του stress test, τα απαιτούμενα κεφάλαια καθορίστηκαν στα €4,39 δισ. στο βασικό σενάριο και €14,4 δισ. στο δυσμενές σενάριο.
Η διαδικασία ολοκληρώθηκε επιτυχώς στα τέλη του έτους, ενώ συνολικά διατέθηκαν €8,6 δισ., τα οποία προήλθαν από: α) συμμετοχή ξένων επενδυτών: €5,3 δισ., β) προγράμματα διαχείριση στοιχείων παθητικού: €2,74 δισ. και γ) μέτρα κεφαλαιακής ενίσχυσης: €0,6 δισ.
Η κάλυψη των κεφαλαιακών αναγκών των Alpha Bank και Eurobank πραγματοποιήθηκε αποκλειστικά με ιδιωτικούς πόρους, τόσο για το βασικό, όσο και το δυσμενές σενάριο. Επίσης, μέρος των κεφαλαίων των Εθνική και Πειραιώς που δεν καλύφθηκαν βάσει του δυσμενούς σεναρίου από ιδιωτικές πηγές (συνολικά €5,4 δισ.) προήλθαν από το ΤΧΣ. Επομένως, οι δημόσιοι πόροι που χρησιμοποιήθηκαν εν τέλει ήταν αρκετά χαμηλότεροι σε σχέση με την αρχική πρόβλεψη των €25 δισ. του Eurogroup.
Με τη σταδιακή εξομάλυνση των οικονομικών και πολιτικών συνθηκών το δεύτερο εξάμηνο και την επιτυχή διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης, η εξάρτηση των τραπεζών από το μηχανισμό ELA υποχώρησε κατά €17,9 δισ., ενώ η ρευστότητά τους βελτιώθηκε.
Σύμφωνα με την κα Μαρία Μεταξογένη, Διευθύνουσα Σύμβουλο της IBHS, «Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και ειδικότερα του τραπεζικού κλάδου θα εξαρτηθεί άμεσα από την έγκαιρη ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του ελληνικού Προγράμματος, καθώς στην περίπτωση αυτή θα διασφαλιστεί η απρόσκοπτη εκταμίευση των υπόλοιπων δόσεων. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης και τη σταδιακή άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, θα διευκολύνει την επάνοδο της οικονομικής δραστηριότητας σε θετικούς ρυθμούς από το δεύτερο εξάμηνο του 2016. Παράλληλα, θα βελτιωθούν οι συνθήκες ρευστότητας, αρχικά με την επαναφορά του waiver και ακολούθως με τη συμμετοχή της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ».