Του Δημήτρη Τσουκαλά
Η ενίσχυση των δημοσίων εσόδων και ο περιορισμός του παράνομου εμπορίου καπνικών προϊόντων είναι εφικτό να συντελεστούν μέσα από μια προσεκτική επανεξέταση της φορολογίας των καπνικών προϊόντων. Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα μελέτης του ΙΟΒΕ σχετικά με το πλαίσιο φορολόγησης των καπνικών προϊόντων στην Ελλάδα , η οποία παρουσιάστηκε σε συνέντευξη τύπου που παραχώρησε στις 25/9/2014 το Ίδρυμα.
724 εκατ. ευρώ έγιναν καπνός
Στη μελέτη αναφέρεται επίσης ότι η φορολογία στα καπνικά προϊόντα έχει φτάσει ή ξεπεράσει τα όριά της και κάθε προσπάθεια αύξησής της είναι ιδιαίτερα πιθανό ότι θα οδηγήσει σε μείωση των δημοσίων εσόδων και επέκταση του παράνομου εμπορίου.
Ειδικότερα, το ύψος και η δομή της φορολόγησης των καπνικών προϊόντων στην Ελλάδα έχουν μεταβληθεί δραστικά τα τελευταία χρόνια με στόχο την ενίσχυση των δημοσίων εσόδων.
Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ, η αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης έχει αρνητικές επιπτώσεις στην αγορά καπνικών προϊόντων, με προεκτάσεις στα έσοδα που εισπράττει το κράτος. Μάλιστα, η εκτίμηση του ΙΟΒΕ είναι πως το 2013 το Δημόσιο απώλεσε περίπου 724 εκατ. ευρώ για αυτό το λόγο και η πρόβλεψη για το 2014 κάνει λόγο για ακόμη μεγαλύτερο νούμερο.
Η κάμψη της αγοράς και η φορολογία
Η νόμιμη αγορά καπνικών προϊόντων ακολουθεί συνεχή πτωτική πορεία, με τη συνολική μείωση του όγκου πωλήσεων την περίοδο 2009-2013 να φτάνει το 36% και της αξίας πωλήσεων το 52%. Στο μεταξύ, σχετικές έρευνες καταγράφουν διόγκωση των πωλήσεων παράνομων τσιγάρων και χύμα καπνού, οι οποίες το 2014 εκτιμάται ότι θα καλύπτουν κατά μέσο όρο το 22% της συνολικής αγοράς καπνικών προϊόντων.
Εκτός από τις επιπτώσεις της βαθειάς ύφεσης που διέρχεται η ελληνική οικονομία, στην πτώση της αγοράς και στην άνοδο του παράνομου εμπορίου καπνικών προϊόντων συνέβαλαν οι αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών από τ ο 2010.
Μεταξύ 2009 και 2014, ο συντελεστής Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΕΦΚ) στα τσιγάρα αυξήθηκε κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ η συνολική φορολογική επιβάρυνση στα τσιγάρα πλησιάζει πλέον το 86% της Μέσης Σταθμισμένης Λιανικής Τιμής (ΜΣΛΤ). Ακόμα μεγαλύτερη είναι η επιβάρυνση του λεπτοκομμένου καπνού (στριφτά τσιγάρα), η οποία ξεπερνά το 92% της ΜΣΛΤ του.
Ως αποτέλεσμα, σε σύγκριση με την ΕE-28, η φορολογική επιβάρυνση ως ποσοστό της ΜΣΛΤ στην Ελλάδα είναι από τις υψηλότερες σε όλες τις κατηγορίες καπνικών προϊόντων. Παρά το γεγονός ότι την περίοδο 2009-2014 η συνολική φορολογική επιβάρυνση ανά φορολογική μονάδα καπνικών προϊόντων αυξήθηκε κατά 63%, τα έσοδα για το κράτος το 2014 αναμένονται χαμηλότερα από το 2009. Επιπλέον, οι σημαντικές αυξήσεις στους συντελεστές ΕΦΚ και ΦΠΑ δεν είχαν την αναμενόμενη απόδοση εσόδων καθώς συστηματικά παρουσίασαν αρκετά μεγάλες αποκλίσεις έναντι των στόχων του κρατικού προϋπολογισμού.
Παρόλα αυτά, η φορολογία των καπνικών προϊόντων εξακολουθεί να αποτελεί μία από τις σημαντικότερες πηγές εσόδων για το κράτος: το 2013 περίπου 3,2 δισ. ευρώ ή το 7,8% των συνολικών φορολογικών εσόδων εισέρευσαν στα κρατικά ταμεία από τον ΕΦΚ και το ΦΠΑ καπνικών προϊόντων.
Οι αρνητικές συνέπειες των ανωτέρω εξελίξεων για την εφοδιαστική αλυσίδα καπνικών προϊόντων, τα δημόσια ταμεία και τη δημόσια υγεία καθιστούν επιτακτική την ανάγκη για τη λήψη αποτελεσματικών μέτρων αντιμετώπισης της παράνομης διακίνησης καπνικών προϊόντων.
Τα σενάρια
Στη μελέτη εξετάζονται επίσης εναλλακτικά σενάρια φορολόγησης των καπνικών προϊόντων και προσδιορίζονται οι επιπτώσεις στα φορολογικά έσοδα του κράτους και στην πορεία της νόμιμης και παράνομης αγοράς καπνικών προϊόντων για την περίοδο 2014-2016.
Τα αποτελέσματα της ανάλυσης δείχνουν ότι λόγω του παράνομου εμπορίου η φορολόγηση έχει φτάσει και ενδεχομένως έχει ξεπεράσει τα όριά της στην αγορά καπνικών προϊόντων. Πιο συγκεκριμένα, η περαιτέρω αύξηση του ΕΦΚ στα καπνικά προϊόντα φαίνεται να οδηγεί σε μείωση των φορολογικών εσόδων και σε άνοδο της παράνομης αγοράς, ενώ η ελάφρυνση του φόρου αναμένεται να αυξήσει τα έσοδα του κράτους, περιορίζοντας ταυτόχρονα την παράνομη αγορά καπνικών προϊόντων. Επομένως, η προσεκτική επανεξέταση του πλαισίου φορολόγησης καπνικών προϊόντων μπορεί να συμβάλλει στην ανάσχεση του παράνομου εμπορίου καπνικών προϊόντων, με θετικά αποτελέσματα τόσο στα δημόσια έσοδα, όσο και στις προοπτικές βιωσιμότητας των επιχειρήσεων του κλάδου, καταλήγει η μελέτη του ΙΟΒΕ
Η άποψη των καπνοβιομηχανιών
Στο πλαίσιο της παρουσίασης ο Νίκος Νεχαμά, Γενικός Διευθυντής του Ελληνικού Συνδέσμου Καπνικών Εταιρειών Ευρώπης (ΕΣΚΕΕ) που εκπροσωπεί στην Ελλάδα την British American Tobacco, την Imperial Tobacco και την Japan Tobacco επεσήμανε πως «κατά το διάστημα της τελευταίας 5ετίας, κάτω από συνθήκες έκτακτης ανάγκης, οι Κυβερνήσεις έκαναν πολλές μετατροπές στη φορολογία των Καπνικών και αύξησαν σημαντικά τη φορολογία. Αυτό τις περισσότερες φορές έγινε «πυροσβεστικά» για να καλυφθούν κενά στον προϋπολογισμό, χωρίς στρατηγικό σχεδιασμό και με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν στρεβλώσεις, όπως το λαθρεμπόριο το οποίο αυξήθηκε από 5% το 2009 σε ποσοστό άνω του 20% σήμερα. Το λαθρεμπόριο, εκτός του ότι δημιουργεί περιβάλλον ανομίας, οδηγεί και σε μείωση των κυβερνητικών εσόδων, όπως δείχνουν και τα σενάρια που παρουσιάστηκαν από το ΙΟΒΕ.»
Ακόμη τόνισε πως «από εδώ και εμπρός και δεδομένης της σταθεροποίησης της ελληνικής οικονομίας, θεωρούμε ότι οι Κυβερνητικές παρεμβάσεις θα πρέπει να είναι στρατηγικά σχεδιασμένες και προβλέψιμες, όπως συμβαίνει και στα άλλα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Περαιτέρω αύξηση της φορολογίας, όπως δείχνει και η παρουσίαση, θα οδηγήσει σε αύξηση του λαθρεμπορίου και λιγότερα κυβερνητικά έσοδα. Για να μην παγιωθεί το λαθρεμπόριο σε αυτά τα υψηλά επίπεδα και για ν’ αναστρέψουμε τη σημερινή κατάσταση, θα πρέπει να υπάρχει η βέλτιστη φορολογία, ώστε σε συνδυασμό με τα αστυνομικά μέτρα να αντιμετωπιστεί το σοβαρό αυτό πρόβλημα»
Τέλος ανέφερε πως προς επίτευξη αυτού του σκοπού και με την ευκαιρία της παρουσίασης της Μελέτης του ΙΟΒΕ, ο ΕΣΚΕΕ έχει ζητήσει σχετική συνάντηση με το Υπουργείο Οικονομικών
Οι 3 παίχτες
Αξίζει να σημειωθεί πως στην εκδήλωση παρευρέθηκαν και οι επικεφαλής των ελληνικών καπνοβιομηχανιών που απαρτίζουν τον ΕΣΚΕΕ, οι οποίοι σε δηλώσεις τους σημείωσαν πως υπάρχει απόλυτη σύμπνοια στις απόψεις τους και πως για αυτούς αποτελεί προτεραιότητα η σταθεροποίηση του φορολογικού πλαισίου . Υπογράμμισαν πως οποιαδήποτε αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης θα είχε ιδιαίτερα αρνητικά αποτελέσματα τόσο για τον κλάδο όσο και για τα έσοδα του κράτους και ανέφεραν πως -καθώς αναγνωρίζουν την δύσκολη οικονομική συγκυρία στην χώρα- πρόθεση τους είναι να συζητήσουν τυχόν μείωση της φορολογίας μόνο όταν οι συνθήκες της οικονομίας το επιτρέψουν.