Στο 27ο συνέδριο «Η ώρα της ελληνικής οικονομίας», που διοργάνωσε το Ελληνοαμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο, ο καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γ. Δουκίδης, αναφέρθηκε στη συμβολή του κλάδου των ταχυκινούμενων καταναλωτικών αγαθών (FMCGs) στην εθνική οικονομία.
Όπως ανέφερε ο κ. Δουκίδης, από το σύνολο των τομέων που απαρτίζουν την αλυσίδα αξίας των προϊόντων του, παραγωγή-μεταποίηση, χονδρεμπόριο και λιανεμπόριο, εκτιμάται πως το 2011, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, πραγματοποιήθηκαν συνολικές πωλήσεις περί τα 55 δισ. ευρώ, με αντίστοιχα σημαντικά έσοδα για τα δημόσια ταμεία.
Οι πωλήσεις της μεταποίησης υπολογίζονται σε 13,9 δισ. ευρώ το 2011 και πραγματοποιούνται από 16.000 επιχειρήσεις, του χονδρεμπορίου σε 17,1 δισ. ευρώ και αφορούν 12.500 επιχειρήσεις και του λιανεμπορίου σε 23 δισ. ευρώ και αφορούν 53.000 επιχειρήσεις. Σημαντικό μέρος αυτών των πωλήσεων γίνεται προς το εξωτερικό, αποδεικνύοντας την ανταγωνιστικότητα και την εξωστρέφεια του συγκεκριμένου κλάδου.
Οι εξαγωγές το 2012 ξεπέρασαν τα 5,6 δισ. δολλάρια, σε πάνω από 200 διαφορετικές κατηγορίες προϊόντων. Αυτά τα στοιχεία υποδηλώνουν, παρά τη μείωση των πωλήσεων που καταγράφεται τα τελευταία χρόνια, ευκαιρίες ανάπτυξης στο μέλλον, με νέα εξαγωγικά προϊόντα από νέες καινοτόμες εταιρείες και με την αξιοποίηση πολλαπλών καναλιών διανομής.
Με βάση τα συγκεκριμένα στοιχεία, ο υπερ-κλάδος έχει το πιο διαδεδομένο πανελλήνιο δίκτυο καταστημάτων και με περίπου 57.000 σημεία πώλησης εξυπηρετεί 10 εκατομμύρια καταναλωτές. Τα σούπερ μάρκετ έχουν μία ευρεία πανελλαδική κάλυψη και υψηλή πυκνότητα (για γεωγραφικούς και κοινωνικούς λόγους), αφού η αντιστοιχία είναι ένα κατάστημα ανά 2.600 κατοίκους. Παράλληλα, το μεγάλο πλήθος των επιχειρήσεων (καταγράφονται πάνω από 72.000 εταιρείες), στοιχειοθετεί, πρώτον τη σημασία του κλάδου για την εθνική οικονομία τόσο σε μακροοικονομικούς όρους, όσο και σε όρους απασχόλησης, και δεύτερον τον υψηλό ανταγωνισμό, λόγω της σημαντικής διασποράς, σε σύγκριση μάλιστα και με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Χαρακτηριστική είναι η εξέλιξη των πωλήσεων την τελευταία δεκαετία.
Το 2010 αποτέλεσε έτος καμπής για το λιανεμπόριο. Καταρχήν, είναι η πρώτη χρονιά που το λιανεμπόριο τροφίμων ξεπέρασε σε πωλήσεις το λοιπό λιανεμπόριο. Ενώ υπολειπόταν κατά περίπου 15% το 2008, το 2014 το ξεπερνάει κατά 10%. Αντίστοιχη ήταν και η εξέλιξη στις πωλήσεις των σούπερ μάρκετ, συγκριτικά με τα υπόλοιπα σημεία πώλησης τροφίμων (λοιπά τρόφιμα, ποτά, καπνός): Παρά τη σχετική παράλληλη πορεία, το 2008 τα σούπερ μάρκετ υπολείπονταν κατά 8% των υπόλοιπων καναλιών, με πωλήσεις προϊόντων κάτω του 50%. Το 2014 η εικόνα έχει αλλάξει άρδην, με τα σούπερ μάρκετ να έχουν 25% περισσότερες πωλήσεις από τα άλλα κανάλια πώλησης. Βέβαια, το μερίδιο των σούπερ μάρκετ υπολείπεται κατά πολύ του μέσου όρου της Ευρώπης, όπου τα σούπερ μάρκετ αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 90% των συνολικών πωλήσεων του κλάδου.
Αυτή η εξέλιξη επιδρά θετικά στην παραγωγικότητα, συνολικά, του κλάδου, καθώς, σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας του ΙΕΛΚΑ, η παραγωγικότητα στις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ είναι αντίστοιχη με τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ του εξωτερικού και κατά τουλάχιστον 25% μεγαλύτερη από των μικρότερων σημείων πώλησης. Επομένως, αυτή η αλλαγή στη δομή της αγοράς αναμένεται μακροπρόθεσμα να επηρεάσει θετικά τη λειτουργία του κλάδου.
Ο κλάδος αποτελεί σημαντικό καταλύτη απασχόλησης για την Ελλάδα, με πάνω από 345.000 άμεσα εργαζομένους και 200.000 έμμεσα απασχολούμενους, μέσω των δραστηριοτήτων υποστήριξης του κλάδου. Συγκεκριμένα, οι απασχολούμενοι στη μεταποίηση ξεπερνούν τις 94.000, στο χονδρεμπόριο τις 64.000 και στο λιανεμπόριο τις 186.000 εργαζομένους. Η συνολική επίδραση στην απασχόληση ξεπερνά τις 545.000 εργαζομένους, αντιπροσωπεύοντας το 13,4% του συνόλου της χώρας και το 16,6% του ιδιωτικού τομέα. Αξιοσημείωτο είναι ότι σε αντίθεση με άλλους επιχειρηματικούς κλάδους, την περίοδο της οικονομικής ύφεσης ο κλάδος διατήρησε τις θέσεις εργασίας. Όσον αφορά τη συνεισφορά του κλάδου στην εθνική οικονομία, η μελέτη βασίζεται στη μεθοδολογία του μοντέλου εισροών-εκροών και χρησιμοποιεί ως βάση στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής και της Eurostat.
Το μοντέλο εισροών-εκροών (input-output model) είναι μία ποσοτική τεχνική των οικονομικών, που μετράει τρεις ξεχωριστές, αλλά συνδεόμενες μεταξύ τους κατηγορίες οικονομικών επιδράσεων: Τις άμεσες επιδράσεις, που περιλαμβάνουν το συνολικό οικονομικό αποτέλεσμα, την απασχόληση (αριθμό εργαζομένων) που δημιουργείται στον εξεταζόμενο κλάδο, και τις πολλαπλασιαστικές επιδράσεις σε άλλους κλάδους, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν αποτελέσματα στην περιφερειακή ή και εθνική οικονομία, που προέρχονται από διαδοχικούς γύρους δαπανών, ως συνέπεια των άμεσων και έμμεσων επιδράσεων. Το συνολικό οικονομικό αποτέλεσμα του κλάδου αποτελεί το άθροισμα των τριών παραπάνω κατηγοριών. Τα τελικά αποτελέσματα των επιδράσεων του κλάδου των FMCG στην ελληνική οικονομία εκτιμώνται ως ιδιαίτερα σημαντικά και οδηγούν σε υψηλή αξιολόγησή του, ως προς τη σημασία του, τόσο για την ελληνική οικονομία (ΑΕΠ), όσο και για την κοινωνία (απασχόληση).
Όσον αφορά την Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία, που αντιπροσωπεύει την αξία που παράγεται για τον σχηματισμό του ΑΕΠ (Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος), αυτή υπολογίζεται σε 15,97 δισ. ευρώ (συμμετοχή 8,76% στο ΑΕΠ). Οι υπολογισμοί του ΙΕΛΚΑ για το 2014 ανεβάζουν τη συμβολή στο ΑΕΠ στο 9,24%, με 14,5 δισ. ευρώ Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας. Πέραν των άλλων, αυτή η σημαντική συμβολή στην εθνική οικονομία είναι αποτέλεσμα των μακροχρόνιων και σημαντικών επενδύσεων του κλάδου.
Μόνο το 2011 (εν μέσω κρίσης), οι συνολικές επενδύσεις ανέρχονταν σε 988 εκατ. ευρώ, ενώ οι συνολικές επενδύσεις της δεκαετίας 2001-2011 υπολογίζονται σε περίπου 10 δισ. ευρώ και αφορούν, κατά κύριο λόγο, επενδύσεις σε καινοτομία, τεχνολογία, μηχανήματα και εξοπλισμό για τον εκσυγχρονισμό των μονάδων παραγωγής, την τεχνολογική και οργανωσιακή αναβάθμιση του δικτύου για τη βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας, τη μείωση του κόστους εφοδιασμού, καθώς και την παροχή νέων υπηρεσιών και προϊόντων στους καταναλωτές.
Αυτό αποδεικνύεται και από τις πολυάριθμες βέλτιστες πρακτικές που εφαρμόζονται από τον κλάδο και περιλαμβάνουν: Καινοτόμα προϊόντα, σύγχρονες παραγωγικές μονάδες, συνεργασιακή εφοδιαστική αλυσίδα, πελατοκεντρικά κανάλια πώλησης, καινοτομία και τεχνολογία, σύγχρονες πρακτικές διοίκησης και Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη.