Νέα έρευνα της ΕΥ δείχνει πως, παρ’ όλο που οι τράπεζες έχουν ενισχύσει ουσιαστικά την προσέγγισή τους ως προς τη διαχείριση κινδύνων, από το επίπεδο Διοικητικού Συμβουλίου, μέχρι το επίπεδο επιμέρους κινδύνων, συμμόρφωσης και ελέγχων μετά την οικονομική κρίση, ο κλάδος εξακολουθεί να αναζητά τα κατάλληλα πρότυπα για να εξασφαλίσει αποτελεσματική λογοδοσία σε σχέση με τους αναλαμβανόμενους συνολικά κινδύνους.
Η μελέτη της ΕΥ, 2016 Global Banking Risk Management Survey: "A set of blueprints for success", διενεργείται στα πλαίσια της παγκόσμιας έρευνας χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων από κοινού από την ΕΥ και το Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο (IIF). Η έρευνα παρακολουθεί την πρόοδο του κλάδου ως προς τη βελτίωση της διαχείρισης κινδύνων, καταγράφοντας τις απόψεις ανώτερων στελεχών του χώρου. Στη φετινή έρευνα συμμετείχαν 67 τράπεζες από 29 χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, αλλά και 23 από τα 30 ιδρύματα που περιγράφονται ως "παγκοσμίως συστηματικά σημαντικές τράπεζες" (G-SIBS).
Παρά το γεγονός ότι η έρευνα τονίζει πως έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος μέχρι σήμερα, οι τράπεζες ενδέχεται να βρίσκονται ακόμη στα μισά μιας διαδρομής, η οποία θα μπορούσε να διαρκέσει 15 χρόνια, προκειμένου να ενισχυθούν οι διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων. Επιπλέον, η αυξημένη πίεση των επενδυτών για υψηλότερες και σταθερές αποδόσεις έχει οδηγήσει τις τράπεζες να συγκλίνουν προς έναν ενιαίο κλαδικό κανόνα τριετών στόχων απόδοσης των ιδίων κεφαλαίων μεταξύ 10% και 15%, αναγκάζοντάς τις να προσαρμόσουν τα επιχειρηματικά τους μοντέλα για την επίτευξη αυτών των στόχων.
Η ΕΥ και το IIF έχουν, επίσης, αναγνωρίσει τη συνεχιζόμενη σημασία των μη-χρηματοοικονομικών κινδύνων. Πιο συγκεκριμένα, έχει αυξηθεί η έμφαση σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων δεοντολογίας, καθώς ζητήματα όπως το ξέπλυμα χρήματος (αυξήθηκε στο 72%, από 52% το 2015) και οι ποινικές κυρώσεις (άγγιξε το 52%, από 30% το 2015), έχουν ανέβει σημαντικά στην ατζέντα των στελεχών. Η σημασία της ασφάλειας στον κυβερνοχώρο έχει επίσης ανέβει σημαντικά, καθώς το 48% των ερωτηθέντων υπογραμμίζουν το θέμα αυτό ως έναν από τους τρεις πιο σημαντικούς κινδύνους για τα διοικητικά συμβούλια τον επόμενο χρόνο.
Αποτελεσματική εφαρμογή του προτύπου "τριών γραμμών άμυνας"
Σύμφωνα με την έρευνα, οι τράπεζες επιχειρούν να δημιουργήσουν μία πλήρως λειτουργική προσέγγιση "τριών γραμμών άμυνας" όσον αφορά στη διαχείριση κινδύνων. Ωστόσο, δεν υπάρχει ακόμη ένα κοινώς αποδεκτό πρότυπο στον κλάδο για την εξισορρόπηση των αρμοδιοτήτων μεταξύ πρώτης και δεύτερης γραμμής άμυνας, με πολλές τράπεζες να εργάζονται στην ενίσχυση αρμοδιοτήτων της πρώτης γραμμής.
Πάνω από το 60% των τραπεζών τόνισε ότι αυτή τη στιγμή τροποποιεί το μοντέλο των τριών γραμμών άμυνάς του. Οι βασικοί λόγοι για αυτό, σχετίζονται με τη σημαντική έμφαση που δίδεται στην πρώτη γραμμή άμυνας, την οποία σκοπεύουν να καταστήσουν:
- Υπόλογη για τους κινδύνους σε όλα τα στάδια (end-to-end) (38%)
- Πιο σαφώς υπόλογη για μη-χρηματοοικονομικούς κινδύνους (28%)
- Πιο σαφώς υπόλογη για χρηματοοικονομικούς κινδύνους (27%)
- Ανάπτυξη ενός λειτουργικού προτύπου για την αντιμετώπιση μη-χρηματοοικονομικών κινδύνων
Ο κλάδος, και ιδιαίτερα οι παγκοσμίως συστηματικά σημαντικές τράπεζες, εξακολουθούν να επικεντρώνονται στην πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση των μη-χρηματοοικονομικών κινδύνων. Οι τράπεζες αναγνωρίζουν ότι η διαχείριση του κινδύνου θα πρέπει να αποτελεί μέρος της δουλειάς όλων, και όχι μόνο όσων βρίσκονται σε θέσεις διαχείρισης κινδύνων ή ελέγχου, δοκιμάζοντας και ενισχύοντας το πλαίσιο ελέγχων.
Οι τράπεζες επιχειρούν να μειώσουν τους μη-χρηματοοικονομικούς κινδύνους μειώνοντας την πολυπλοκότητα των προϊόντων (57%), αποσύροντας προϊόντα (63%), βελτιώνοντας την κατάρτιση των εργαζομένων (67%) και ενισχύοντας την κουλτούρα κινδύνου και τη συμπεριφορά των εργαζομένων, μέσω ενδυνάμωσης των μηνυμάτων και του τόνου που αποστέλλονται από την ηγεσία (90%). Επίσης, ενισχύουν την εκτίμηση μελλοντικής εξέλιξης (forward-looking) και την ανάλυση των εγγενών, μη-χρηματοοικονομικών κινδύνων, καθώς και την ενσωμάτωση μη-χρηματοοικονομικών κινδύνων σε άλλες δραστηριότητες διαχείρισης κινδύνων.
Αναζητώντας ένα πρότυπο για ένα βιώσιμο, μακροπρόθεσμο επιχειρηματικό μοντέλο
Η έρευνα αναδεικνύει το συνδυαστικό αποτέλεσμα της μείωσης της κερδοφορίας, λόγω των οικονομικών συνθηκών, των χαμηλών επιτοκίων και των υψηλότερων εποπτικών κεφαλαίων στην απόδοση των ιδίων κεφαλαίων (ROE). Οι ερωτηθέντες αναφέρουν ότι οι επενδυτές πιέζουν για υψηλότερες αποδόσεις (82%) και μείωση του κόστους (79%). Οι τράπεζες εκφράζουν σοβαρές ανησυχίες σχετικά με τις προτάσεις από εποπτικές/ρυθμιστικές αρχές για περαιτέρω αύξηση του κεφαλαίου και μείωση της ευαισθησίας στους κινδύνους. Συνδυαστικά, θα καθιστούσαν ακόμη περισσότερες περιοχές της βασικής δανειοδοτικής δραστηριότητας ζημιογόνες.
Η διαχείριση κινδύνων από τις τράπεζες στην Ελλάδα
Ο κ. Γιώργος Παπαδημητρίου, εταίρος της ΕΥ Ελλάδος και επικεφαλής στο τμήμα Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης, σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας, τονίζει: "Σε αυτήν τη δύσκολη οικονομική συγκυρία για τη χώρα μας, οι τράπεζες θα πρέπει να ενσωματώσουν την έννοια του κινδύνου σε όλες τις επιχειρηματικές δραστηριότητες και μονάδες τους και μάλιστα με ένα πιο διευρυμένο ορισμό κινδύνου, που ξεφεύγει από τα στενά χρηματοοικονομικά πλαίσια. Η ξεκάθαρη διατύπωση της ανοχής του ιδρύματος σε κινδύνους, το κατάλληλο μοντέλο διακυβέρνησης και η ενίσχυση μιας υγιούς σχετικής κουλτούρας διαχείρισης κινδύνων είναι απαραίτητα συστατικά, πρωτίστως σε επιχειρησιακούς όρους, αλλά αποτελούν, πλέον, και προτεραιότητα της ενιαίας εποπτικής αρχής στην Ευρώπη".