Σύμφωνα με νέα εμπεριστατωμένη μελέτη της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (European Bank for Reconstruction and Development – EBRD), η οικονομική κρίση στην Ελλάδα είχε βαθιές και ευρύτατες επιπτώσεις, επιφέροντας στους απλούς ανθρώπους δεινά μεγαλύτερα από εκείνα που προκάλεσε η παγκόσμια οικονομική κρίση της διετίας 2008-09 στους πληθυσμούς της Ανατολικής Ευρώπης.
Τα αποτελέσματα της μελέτης περιλαμβάνονται στην τελευταία ευρείας κλίμακας έρευνα Life in Transition Survey (LiTS) (Η Ζωή σε Μετάβαση) της Τράπεζας, η οποία παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο οι πολιτικές και οικονομικές αναταραχές στην περιοχή διαμόρφωσαν τη ζωή των ανθρώπων κατά τη διάρκεια των τελευταίων 25 ετών.
Η τρίτη κατά σειράν έρευνα, μετά τις προηγούμενες που έλαβαν χώρα το 2006 και το 2010, είναι η μεγαλύτερη μέχρι στιγμής στην οποία συμμετείχαν 51.000 νοικοκυριά σε 34 χώρες, κυρίως από τις υπό μετάβαση χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης, καθώς και την Τουρκία. Κάλυψε επίσης για πρώτη φορά την Κύπρο και την Ελλάδα. Για λόγους σύγκρισης με πιο ευημερούσες δυτικοευρωπαϊκές γειτονικές χώρες, η έρευνα LiTS III διεξήχθη επίσης στη Γερμανία και στην Ιταλία.
Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα ήταν βαθιά και μακρόχρονη. Έως το τέλος του 2015, το ΑΕΠ είχε συρρικνωθεί κατά 26 τοις εκατό σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2008. Η συνολική ανεργία αυξήθηκε κατά 17,1 ποσοστιαίες μονάδες και η ανεργία των νέων αυξήθηκε σχεδόν στο 50 τοις εκατό. Σύμφωνα με την έρευνα LiTS III, το 92 τοις εκατό των Ελλήνων ερωτηθέντων ανέφεραν ότι η κρίση τούς επηρέασε «σε αρκετό βαθμό» ή «σε μεγάλο βαθμό».
Το 76 τοις εκατό των ερωτηθέντων υπέστη εισοδηματικό πλήγμα το διάστημα μεταξύ 2010 και 2016, όπως μείωση μισθών ή συντάξεων, απώλεια εργασίας, καθυστέρηση ή αναστολή καταβολής μισθών και μείωση ωραρίου εργασίας, σε σύγκριση με το ένα στα δύο νοικοκυριά στην υπό μετάβαση περιοχή και με περίπου το ένα στα τρία νοικοκυριά στη Δυτική Ευρώπη που υπέστησαν αντίστοιχο πλήγμα την περίοδο 2008-10.
Σχεδόν το 44 τοις εκατό των ελληνικών νοικοκυριών είδε τους μισθούς του ή τις συντάξεις του να μειώνονται κατά τη διάρκεια των ετών 2010-16. Σε ποσοστό μεγαλύτερο από το 24 τοις εκατό των νοικοκυριών που συμμετείχαν στην έρευνα, ένα τουλάχιστον μέλος του νοικοκυριού έχασε τη δουλειά του. Άνω του 51 τοις εκατό των πληγέντων ελληνικών νοικοκυριών μείωσε την κατανάλωση βασικών αγαθών, όπως βασικών τροφίμων και φαρμάκων, ως αποτέλεσμα της κρίσης.
Όπως αναφέρει η έρευνα, «σε σύγκριση με τα νοικοκυριά της Ανατολικής Ευρώπης που συμμετείχαν στην έρευνα LiTS II το 2010 (στην οποία επίσης γινόταν λόγος για βαθύ αντίκτυπο της πρόσφατης κρίσης), οι Έλληνες αναγκάστηκαν να καταφύγουν στη μείωση της κατανάλωσης βασικών και μη βασικών ειδών και υπηρεσιών σε μεγαλύτερο βαθμό».
Η έκθεση υπογραμμίζει διάφορους τρόπους με τους οποίους οι Έλληνες αντιμετώπισαν την κρίση. Με βάση τα δεδομένα της έρευνας LiTS III, πάνω από το 94 τοις εκατό και πάνω από το 51 τοις εκατό των επηρεαζόμενων νοικοκυριών έπρεπε να μειώσει την κατανάλωση μη βασικών και βασικών ειδών, αντίστοιχα.
Τα νοικοκυριά όπου αρχηγός οικογένειας είναι η γυναίκα ήταν πιο πιθανόν να έχουν μειώσει την κατανάλωση βασικών αγαθών σε σχέση με τις οικογένειες με αρχηγό οικογένειας τον άνδρα, ενώ υψηλότερο ποσοστό των νοικοκυριών με αρχηγό οικογένειας τον άνδρα αντιστάθμισαν την κρίση αυξάνοντας τις ώρες εργασίας ή έχοντας δεύτερη δουλειά.
Η έρευνα αποκάλυψε μια γενικευμένη δυσπιστία απέναντι στους εθνικούς πολιτικούς θεσμούς της Ελλάδας, καθώς περίπου το 70 τοις εκατό των ερωτηθέντων θεωρούν τα πολιτικά κόμματα υπεύθυνα για την οικονομική κρίση.
Η κρίση στην Ελλάδα έχει σημαντικό αντίκτυπο στο επίπεδο ικανοποίησης από τη ζωή των κατοίκων.
Σήμερα, μόνον 1 στους 10 Έλληνες είναι ικανοποιημένος από την οικονομική του κατάσταση και μόνο το 24 τοις εκατό των ερωτηθέντων δηλώνει ικανοποιημένο από τη ζωή του γενικά, σε αντίθεση με το 72 τοις εκατό στη Γερμανία και το 42 τοις εκατό στην Ιταλία.
Η Ελλάδα έχει το χαμηλότερο ποσοστό ερωτηθέντων που είναι ικανοποιημένοι από τη ζωή τους σε σχέση και με τις 34 χώρες όπου διεξήχθη η έρευνα.
Αφότου υπέμειναν κάποια εξαιρετικά δύσκολα χρόνια, η εικόνα του μέλλοντος για τους Έλληνες δεν φαίνεται να είναι πολύ πιο ρόδινη. Στην Ελλάδα μόνο το 16 τοις εκατό των ερωτηθέντων πιστεύει ότι η κατάστασή του θα βελτιωθεί τα επόμενα τέσσερα χρόνια, σε σύγκριση με το 48 τοις εκατό στις μετακομμουνιστικές χώρες, και το 35 και 23 τοις εκατό στη Γερμανία και στην Ιταλία, αντίστοιχα.
Η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «Το γεγονός αυτό υποδεικνύει ότι, παρά τις πρόσφατες πολιτικές αλλαγές και τις προσπάθειες οικονομικών μεταρρυθμίσεων που έχουν πραγματοποιηθεί στη χώρα, οι Έλληνες δεν βλέπουν την κατάστασή τους να βελτιώνεται στο προσεχές μέλλον». Εκτός από αυτή την ενότητα σχετικά με τον αντίκτυπο της κρίσης στην Ελλάδα, η έκθεση εστιάζει επίσης στα επίπεδα ικανοποίησης από τη ζωή και στα επίπεδα διαφθοράς στην υπό μετάβαση περιοχή, καθώς και στο συνεχιζόμενο χάσμα των φύλων, ιδίως στην αγορά εργασίας.