Η διάταξη του πρόσφατα κατατεθέντος στη Βουλή πολυνομοσχεδίου του υπουργείου Οικονομικών που προβλέπει την κατάργηση της χρήσης μετρητών σε συναλλαγές άνω των 500 ευρώ "κρύβει" παγίδες για χιλιάδες καταναλωτές συναλλασσόμενους με πλαστικό χρήμα ή άλλα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμών.
Επιπλέον, οι ρυθμίσεις του πολυνομοσχεδίου οι οποίες αποσκοπούν στην προώθηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και των ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής, καθώς και στον περιορισμό της χρήσης μετρητών στις συναλλαγές με ιδιώτες παρουσιάζουν προβλήματα μη συμβατότητας με το Κοινοτικό Δίκαιο και το Σύνταγμα της χώρας μας.
Το πιο σημαντικό όμως που αποκαλύπτει η έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής είναι ότι η νέα αυτή διάταξη, έτσι όπως έχει διατυπωθεί, καταργεί ουσιαστικά την απαγόρευση που ισχύει για τις τράπεζες να χρεώνουν αμοιβές για τα ποσά που καταθέτουν οι ιδιώτες πελάτες στους τραπεζικούς λογαριασμούς των επιχειρήσεων που τους έχουν εκδώσει φορολογικά στοιχεία αξίας άνω των 500 ευρώ για αγορές αγαθών ή παροχή υπηρεσιών.
Η εξέλιξη αυτή αποτελεί μια άκρως δυσάρεστη έκπληξη για εκατοντάδες χιλιάδες ιδιώτες καταναλωτές που θα χρεώνονται πλέον με προμήθειες υπέρ τραπεζών για όλες τις συναλλαγές τους άνω των 500 ευρώ τις οποίες θα πραγματοποιούν είτε με πλαστικό χρήμα είτε με άλλα μέσα ηλεκτρονικών πληρωμών. H διατύπωση της συγκεκριμένης διάταξης είναι τόσο ασαφής ώστε ερμηνευόμενη κατά γράμμα να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι θεσπίζει απαγόρευση της χρήσης και προσωπικών ή τραπεζικών επιταγών για συναλλαγές άνω των 500 ευρώ.
Σύμφωνα εξάλλου με την Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής η διάταξη του άρθρου 75 του πολυνομοσχεδίου με την οποία παρέχεται στον υπουργό Οικονομικών νομοθετική εξουσιοδότηση για τη θέσπιση «επιπλέον μέτρων, κινήτρων, καθώς και οποιασδήποτε λεπτομέρειας» για την εφαρμογή των ρυθμίσεων που αποσκοπούν «στην περαιτέρω προώθηση των ηλεκτρονικών πληρωμών» είναι αντισυνταγματική διότι παρέχει μια γενικευμένη εξουσιοδότηση που δεν αφορά ειδικότερα θέματα ή θέματα με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό, παραβιάζοντας τη διάταξη του εδαφίου β' της παραγράφου 2 του άρθρου 43 του Συντάγματος.
Μη συμβατές με την νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης χαρακτηρίζονται εξάλλου από την Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής - εμμέσως πλην σαφώς - όλες οι ρυθμίσεις των άρθρων 62 έως 75 για την προώθηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και των ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής, καθώς - όπως αναφέρεται στην έκθεση αξιολόγησης - πριν την προώθησή τους στη Βουλή δεν ζητήθηκε η γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, όπως προβλέπει το Κοινοτικό δίκαιο! Αναλυτικά, οι πιο σημαντικές παρατηρήσεις της επιστημονικής υπηρεσίας της Βουλής επί των φορολογικών ρυθμίσεων του νομοσχεδίου έχουν ως εξής:
Επί του άρθρου 69 παρ. 2 Με την προτεινόμενη ρύθμιση, η οποία αντικαθιστά το άρθρο 20 παρ. 3 του ν. 3842/2010, ορίζεται ότι «τα φορολογικά στοιχεία συνολικής αξίας πεντακοσίων (500) ευρώ και άνω, που εκδίδονται για πώληση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών σε ιδιώτες, εξοφλούνται από τους λήπτες τους, αγοραστές των αγαθών ή των υπηρεσιών, αποκλειστικώς με τη χρήση μέσων πληρωμής με κάρτα ή άλλου ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής, όπως ενδεικτικά άλλα όχι περιοριστικά τραπεζικό έμβασμα, πληρωμή μέσω λογαριασμού πληρωμών, χρήση ηλεκτρονικού πορτοφολιού.
Δεν επιτρέπεται εξόφληση των στοιχείων αυτών με μετρητά». Επισημαίνεται ότι, αφενός λόγω έλλειψης ορισμού της έννοιας «ηλεκτρονικό μέσο πληρωμής» και αφετέρου λόγω της ενδεικτικής παράθεσης των αποδεκτών μέσων πληρωμής, δεν είναι σαφές αν σκοπός της προτεινόμενης ρύθμισης είναι, κατ’ αντιστοιχία της νυν ισχύουσας, να απαγορεύσει την πληρωμή με μετρητά φορολογικών στοιχείων που αφορούν συναλλαγές με ιδιώτες ή αν επιδιώκεται ο αποκλεισμός και άλλων μέσων πληρωμής, όπως, επί παραδείγματι, των προσωπικών ή τραπεζικών επιταγών. Περαιτέρω, σημειώνεται ότι, κατά την αντικατάσταση της ως άνω διάταξης, φαίνεται να έχει παραλειφθεί η ισχύουσα σήμερα ρύθμιση, συμφώνως προς την οποία τα πιστωτικά ιδρύματα δεν επιτρέπεται να χρεώνουν αμοιβές για την κατάθεση από ιδιώτες των ποσών αυτών σε τραπεζικούς λογαριασμούς των εκδοτών των φορολογικών στοιχείων.
Ως προς το ζήτημα της απαγόρευσης διενέργειας πληρωμών ορισμένης αξίας με χρήση μετρητών, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στην από 30.4.2010 γνώμη της (CON/2010/36) σχετικώς προς τις ισχύουσες ρυθμίσεις του άρθρου 20 του ν. 3842/2010, έχει διατυπώσει τις εξής θέσεις: «Η απαγόρευση πληρωμών ορισμένης αξίας με χρήση μετρητών δεν επηρεάζει την ιδιότητα νομίμου χρήματος των τραπεζογραμματίων και συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης. Ωστόσο, λόγω της ιδιότητας νομίμου χρήματος των τραπεζογραμματίων ευρώ, η γνώμη της ΕΚΤ θα πρέπει να ζητείται για την προτεινόμενη θέσπιση ανάλογων μέτρων, καθώς τέτοιου είδους περιορισμοί θα πρέπει να υπόκεινται κατά περίπτωση σε έλεγχο των ειδικών προϋποθέσεων και σκοπών της εκάστοτε νομοθετικής διάταξης.
Περιορισμοί που θεσπίζουν για λόγους δημοσίας τάξεως τα κράτη μέλη σε ό,τι αφορά την πραγματοποίηση πληρωμών με χρήση κερμάτων και τραπεζογραμματίων δεν αντιβαίνουν στην ιδιότητα νομίμου χρήματος των τραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ, εφόσον υπάρχουν άλλα νόμιμα μέσα για το διακανονισμό των χρηματικών οφειλών. Τυχόν περιορισμοί στις πληρωμές με χρήση τραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ θα πρέπει να είναι ανάλογοι των εκάστοτε επιδιωκόμενων σκοπών και να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη των εν λόγω σκοπών. Η ΕΚΤ θεωρεί ότι τα προτεινόμενα όρια των 3.000 ευρώ για τις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων (ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίου) και των 1.500 ευρώ για τις συναλλαγές πώλησης αγαθών ή υπηρεσιών από επιχειρήσεις σε ιδιώτες θα συνιστούν κατ’ ουσίαν περιορισμούς στην πραγματοποίηση πληρωμών με χρήση μετρητών.
Ο αντίκτυπος των προτεινόμενων περιορισμών θα πρέπει να σταθμίζεται προσεκτικά σε σχέση με το δημόσιο όφελος που αναμένεται ότι θα προκύψει βάσει αυτών. Η ΕΚΤ υποδεικνύει ότι οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να αξιολογούν κατά πόσο οι έννομες συνέπειες των εν λόγω μέτρων υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη της επιδιωκόμενης διασφάλισης της γνησιότητας των συναλλαγών και των συναφών παραστατικών, καθώς και της διασταύρωσης των εν λόγω συναλλαγών, λαμβάνοντας υπόψη και την ανάγκη διασφάλισης ενός κατάλληλου επιπέδου προστασίας του καταναλωτή.
Σε ό,τι αφορά την προστασία του καταναλωτή, το άρθρο 169 της συνθήκης απαιτεί τη διασφάλιση ενός υψηλού επιπέδου προστασίας». Μπορεί να υποστηριχθεί ότι περιορισμοί στις πληρωμές με χρήση μετρητών, όπως αυτοί που προβλέπονται στο σχέδιο νόμου, θα πρέπει να διαφοροποιούνται ανάλογα με το αν έχουν εφαρμογή σε συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων, όπου οι συναλλασσόμενοι θεωρείται ότι διαθέτουν ίση διαπραγματευτική δύναμη, και σε συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών, όπου θα πρέπει να απαγορεύεται η άρνηση της αποδοχής μετρητών, εκτός εάν η επιχείρηση μπορεί να παράσχει περιοριστικώς καθοριζόμενους και αντικειμενικούς λόγους. Επί του άρθρου 75 Με την προτεινόμενη διάταξη παρέχεται στον υπουργό Οικονομικών νομοθετική εξουσιοδότηση για τη θέσπιση «επιπλέον μέτρων, κινήτρων, καθώς και οποιασδήποτε λεπτομέρειας για την εφαρμογή των μέτρων αυτών, στο πλαίσιο εφαρμογής της παρούσας, με σκοπό την περαιτέρω προώθηση των ηλεκτρονικών πληρωμών».
Πρόκειται, στη συγκεκριμένη περίπτωση, για νομοθετική εξουσιοδότηση σε διοικητικό όργανο άλλο πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας, η οποία, κατά το εδάφιο β’ της παραγράφου 2 του άρθρου 43 του Συντάγματος, πρέπει να αφορά ειδικότερα θέματα ή θέματα τοπικού ενδιαφέροντος ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό.
Συμφώνως προς τη διάταξη αυτή, όπως ερμηνεύεται από το Συμβούλιο της Επικρατείας, ως ειδικότερα θέματα νοούνται εκείνα τα οποία αποτελούν, κατά το περιεχόμενό τους και σε σχέση προς την ουσιαστική ρύθμιση που περιέχεται στον νόμο, μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος που αποτελεί το αντικείμενο της εν λόγω νομοθετικής ρύθμισης. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει, στην εξουσιοδοτική ή σε άλλη σχετική κατ’ αντικείμενο διάταξη, να διαγράφονται τα όρια της εξουσιοδότησης, έστω και σε γενικές γραμμές, ώστε να είναι θεμιτή η εξειδίκευσή τους από την κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθησόμενη κανονιστική πράξη της διοίκησης. Εν προκειμένω, η γενική εξουσιοδότηση προς τον υπουργό Οικονομικών να θεσπίζει «επιπλέον μέτρα, κίνητρα, καθώς και οποιαδήποτε λεπτομέρεια για την εφαρμογή των μέτρων αυτών …με σκοπό την περαιτέρω προώθηση των ηλεκτρονικών πληρωμών», δεν φαίνεται να πληροί τα ανωτέρω κριτήρια και, επομένως, δεν συνάδει προς τη σχετική συνταγματική ρύθμιση.
Επί του κεφαλαίου Β΄ του Μέρους Πέμπτου (άρθρα 62 έως 75 του πολυνομοσχεδίου) Οι διατάξεις του κεφαλαίου Β΄ (άρθρα 62 έως 75) περιλαμβάνουν ρυθμίσεις για την προώθηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και των ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής, καθώς και τον περιορισμό της χρήσης μετρητών στις συναλλαγές με ιδιώτες. Επισημαίνεται, συναφώς, ότι, συμφώνως προς το άρθρο 2 παρ.1 της Απόφασης 98/415/ΕΚ του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 1998 σχετικώς με τη διαβούλευση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με τις εθνικές αρχές για τα σχέδια νομοθετικών διατάξεων, «οι αρχές των κρατών μελών ζητούν τη γνώμη της ΕΚΤ για κάθε σχέδιο νομοθετικής διάταξης που εμπίπτει στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της σύμφωνα με τη συνθήκη, ιδίως όσον αφορά: (…) μέσα πληρωμής, (…) τα συστήματα συμψηφισμού και πληρωμών». Μολονότι οι προτεινόμενες διατάξεις εμπίπτουν στα ανωτέρω θέματα, για τα οποία πρέπει να ζητηθεί γνώμη της ΕΚΤ, από την αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει το υπό εξέταση νομοσχέδιο δεν προκύπτει ότι η σχετική διαδικασία έχει ακολουθηθεί.