Η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης και Έρευνας Διεθνών Κεφαλαιαγορών της Eurobank δημοσίευσε ειδική μελέτη με τίτλο «Αξιολόγηση των συμφωνηθέντων βραχυπρόθεσμων μέτρων και αναθεωρημένη ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού δημόσιου χρέους». Τη συγγραφή της έκθεσης επιμελήθηκε ο Δρ. Πλάτων Μονοκρούσος, Επικεφαλής Οικονομολόγος του Ομίλου Eurobank.
Βασικές επισημάνσεις & συμπεράσματα μελέτης
Με αφορμή την πολιτική έγκριση από το Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου 2016 ενός πακέτου δράσεων για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, η παρούσα μελέτη παρέχει μία λεπτομερή ανάλυση της εξέλιξης των δανειακών αναγκών της Ελλάδας και του ακαθάριστου δημόσιου χρέους τη χρονική περίοδο 2016-2060 βάσει σειράς εναλλακτικών σεναρίων. Αυτά βασίζονται σε διαφορετικές εκτιμήσεις για την εξέλιξη των κύριων μακροοικονομιών μεγεθών της χώρας, τους στόχους της δημοσιονομικής πολιτικής και επιπρόσθετων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους μετά τη λήξη του παρόντος προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής. Επιπρόσθετα, η μελέτη παρέχει ένα χρήσιμο πλαίσιο αξιολόγησης εναλλακτικών στρατηγικών για τη διασφάλιση των συνθηκών βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους σύμφωνα με το νέο τρόπο αξιολόγησης από τους Ευρωπαίους εταίρους και το ΔΝΤ.
Όπως διευκρινίστηκε στη σχετική ανάλυση που υποβλήθηκε από τον ESM, η εφαρμογή των βραχυπρόθεσμων μέτρων θα μπορούσε να μειώσει το ελληνικό δημόσιο χρέος και τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες κατά 21.8 και 4.9 μονάδες βάσης αντίστοιχα ως ποσοστό του ΑΕΠ μέχρι το 2060.
Αν και το προαναφερθέν πακέτο μέτρων βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα αποδείχθηκε πιο ενισχυμένο σε σχέση με τις προγενέστερες εκτιμήσεις, δεν κρίνεται επαρκές για την επίτευξη συνθηκών μεσομακροχρόνιας βιωσιμότητας κάτω από μια σειρά (λιγότερο ή περισσότερο) ρεαλιστικών υποθέσεων για την εξέλιξη των βασικών μακροοικονομικών και δημοσιονομικών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας.
Παρόλα αυτά, η άμεση ενεργοποίησή του κρίνεται κομβικής σημασίας για την ενδεχόμενη ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (PSPP) του Ευρωσυστήματος μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης καθώς και τη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών που θα μπορούσαν να διευκολύνουν την πρόσβαση της Ελληνικής Δημοκρατίας στις αγορές κεφαλαίων πριν την ολοκλήρωση του υφιστάμενου προγράμματος προσαρμογής.
Μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν προς όφελος όχι μόνον της Ελλάδας αλλά και των διεθνών πιστωτών της χώρας καθώς θα μπορούσε να διευκολύνει την περαιτέρω ελάφρυνση του ελληνικού δημόσιου χρέους μετά το πέρας του τρέχοντος προγράμματος και να αποτρέψει την ανάγκη περεταίρω σημαντικής χρηματοδότησης της Ελλάδας από τον επίσημο τομέα από τα μέσα του 2018 και εντεύθεν.
Εν κατακλείδι, οι εκτιμήσεις της μελέτης υποστηρίζουν την αναγκαιότητα περαιτέρω σημαντικής ελάφρυνσης του ελληνικού δημόσιου χρέους από τους πιστωτές του επίσημου τομέα. Αυτό κρίνεται αναγκαίο για την αντιμετώπιση των σημαντικών προκλήσεων χρηματοδότησης που θα αντιμετωπίσει το ελληνικό δημόσιο μετά το 2018.
Οι βασικές στοχεύσεις μια τέτοιας ελάφρυνσης θα έπρεπε, μεταξύ άλλων, να συμπεριλαμβάνουν: α) δημιουργία του απαραίτητου δημοσιονομικού χώρου για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, β) σημαντική εξοικονόμηση πόρων (σε όρους καθαρής παρούσας αξίας) από τη μείωση των δανειακών αναγκών του ελληνικού δημοσίου μεσοπρόθεσμα, και γ) αντιστάθμιση του κινδύνου που πηγάζει από το ενδεχόμενο απρόβλεπτων μεταβολών στα διατραπεζικά επιτόκια Euribor (και τα επιτόκια δανεισμού του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας ESM/EFSF) που θα μπορούσαν να επιβαρύνουν σημαντικά το κόστος εξυπηρέτησης του ελληνικού δημόσιου χρέους.
Ένα νέο πακέτο ελάφρυνσης του χρέους για την Ελλάδα θα μπορούσε δυνητικά να δομηθεί με τρόπο που θα ήταν συμβατός με το πλαίσιο που συμφωνήθηκε στο EUROGROUP της 25ης Μαΐου έτσι ώστε να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα της δημοσιονομικής θέσης της χώρας ακόμη και στην περίπτωση μιας μελλοντικής χαλάρωσης του υφιστάμενου μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου (πρωτογενές πλεόνασμα 3.5% του ΑΕΠ από το 2018 και εντεύθεν). Τέλος, η εμπροσθοβαρής εφαρμογή του κατάλληλου πακέτου ελάφρυνσης χρέους (έστω σταδιακά και υπό προϋποθέσεις) θα μπορούσε να συμβάλει στην ταχύτερη εμπέδωση της εμπιστοσύνης των επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Αναφορικά με το ενδεχόμενο αγορών από το Ευρωσύστημα διαπραγματεύσιμου χρέους το οποίο έχει εκδοθεί από / ή φέρει την εγγύηση της Ελληνικής Δημοκρατίας στο πλαίσιο του υφιστάμενου προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (PSPP) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η παρούσα μελέτη υποστηρίζει ότι αυτές θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν, υπό προϋποθέσεις το 1ο εξάμηνο του 2017. Λαμβάνοντας υπ όψιν τις πλέον πρόσφατες αποφάσεις νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, η συνολική ονομαστική αξία ελληνικών τίτλων που θα μπορούσε να συμπεριληφθεί στο εν λόγω πρόγραμμα από το Μάρτιο του 2017 (και κατά τη διάρκεια εφαρμογής του) υπολογίζεται, κατ’ ανώτατο όριο, στα €3δις που θα ισοδυναμούσε με ποσό μεγαλύτερο από την ετήσια αξία του τρέχοντος όγκου ημερησίων συναλλαγών ελληνικών κυβερνητικών τίτλων στην δευτερογενή αγορά.