Στη ρύθμιση μπορούν να υπαχθούν οι βιώσιμες μικρές επιχειρήσεις και οι επαγγελματίες που χρωστούν στο Δημόσιο, στις τράπεζες και στα ασφαλιστικά ταμεία.
Ειδικότερα, θεσπίζονται η ελάφρυνση και ο διακανονισμός χρεών μικρών επιχειρήσεων και επαγγελματιών προς το Δημόσιο και ΦΚΑ που προβαίνουν σε ρύθμιση οφειλών τους προς χρηματοδοτικά ιδρύματα, καθώς και η έκτακτη διαδικασία ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων (με δεσμευτική δύναμη για το σύνολο των πιστωτών) και η έκτακτη διαδικασία ειδικής διαχείρισης.
Στο προσχέδιο προβλέπονται επίσης η παροχή κινήτρων για την συμμετοχή του οφειλέτη σε πρόγραμμα ρύθμισης των οφειλών προς το δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, η παροχή φορολογικών κινήτρων προς τα χρηματοδοτικά ιδρύματα που προβαίνουν σε ρυθμίσεις χρεών καθώς και η σύσταση επιτροπής παρακολούθησης και συντονισμού της υλοποίησης των θεσπιζομένων μέτρων με στόχο την ταχεία και αποτελεσματική εφαρμογή τους.
Η τελική μορφή του προσχεδίου για το νομοσχέδιο «Μέτρα για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης και την ενίσχυση της απασχόλησης: κίνητρα για την ρύθμιση χρεών μικρών επιχειρήσεων και επαγγελματιών και έκτακτες διαδικασίες ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων», θα είναι ως εξής:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Άρθρο 1
Θεσπιζόμενα μέτρα
Με τον παρόντα νόμο θεσπίζονται έκτακτα προσωρινά μέτρα για την ελάφρυνση του ιδιωτικού χρέους, ειδικότερα οφειλών βιώσιμων μικρών επιχειρήσεων και επαγγελματιών προς χρηματοδοτικά ιδρύματα, το δημόσιο και φορείς κοινωνικής ασφάλισης (ΦΚΑ), καθώς και έκτακτες διαδικασίες για την εξυγίανση ή εκκαθάριση εν λειτουργία υπερχρεωμένων αλλά βιώσιμων επιχειρήσεων. Ειδικότερα, θεσπίζονται: α) η ελάφρυνση και ο διακανονισμός χρεών μικρών επιχειρήσεων και επαγγελματιών προς το Δημόσιο και ΦΚΑ που προβαίνουν σε ρύθμιση οφειλών τους προς χρηματοδοτικά ιδρύματα, β) έκτακτη διαδικασία ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων (με δεσμευτική δύναμη για το σύνολο των πιστωτών) και γ) έκτακτη διαδικασία ειδικής διαχείρισης. Προβλέπονται επίσης η παροχή κινήτρων για την συμμετοχή του οφειλέτη σε πρόγραμμα ρύθμισης των οφειλών προς το δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, η παροχή φορολογικών κινήτρων προς τα χρηματοδοτικά ιδρύματα που προβαίνουν σε ρυθμίσεις χρεών καθώς και η σύσταση επιτροπής παρακολούθησης και συντονισμού της υλοποίησης των θεσπιζομένων μέτρων με στόχο την ταχεία και αποτελεσματική εφαρμογή τους. Η εφαρμογή των θεσπιζομένων μέτρων από τα πιστωτικά ιδρύματα γίνεται, τέλος, εν όψει των διατάξεων του Κώδικα Δεοντολογίας που θέσπισε η Τράπεζα της Ελλάδος για τη ρύθμιση χρεών ιδιωτών και επιχειρήσεων σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις του ν. 4224/2013.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Άρθρο 2
Ρύθμιση χρεών μικρών επιχειρήσεων και επαγγελματιών
Για τις ανάγκες του παρόντος άρθρου,
α. ως «μικρές επιχειρήσεις» νοούνται επιχειρήσεις που κατά την χρήση που έληξε την 31η Δεκεμβρίου 2013 είχαν κύκλο εργασιών έως Ευρώ 2.500.000,
β. ως «επαγγελματίες» νοούνται τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που αναπτύσσουν επαγγελματική δραστηριότητα η άσκηση της οποίας προϋποθέτει την εγγραφή του προσώπου σε ειδικό μητρώο και που κατά την χρήση που έληξε την 31η Δεκεμβρίου 2013 είχαν κύκλο εργασιών μέχρι Ευρώ 2.500.000,
γ. ως «επιλέξιμοι οφειλέτες» νοούνται μικρές επιχειρήσεις και επαγγελματίες, που πληρούν σωρευτικώς τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
δεν έχουν υποβάλει αίτηση για υπαγωγή στις διατάξεις του Ν.3869/2010 ή έχουν εγκύρως παραιτηθεί από αυτήν,
δεν έχουν λυθεί ούτε παύσει τις εργασίες τους και, εφόσον έχουν πτωχευτική ικανότητα,
δεν έχει υποβληθεί αίτηση υπαγωγής τους σε οποιαδήποτε από τις διαδικασίες του Πτωχευτικού Κώδικα ή έχει υπάρξει έγκυρη παραίτηση από σχετική αίτηση, και
δεν έχουν καταδικαστεί τελεσιδίκως για φοροδιαφυγή ή απάτη σε βάρος του Δημοσίου,
δ. ως «συνοφειλέτης» νοείται κάθε πρόσωπο που ευθύνεται εις ολόκληρον με τον οφειλέτη, εκ του νόμου ή ως αποτέλεσμα δικαιοπραξίας, συμπεριλαμβανομένου και κάθε εγγυητή ως προς τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από την εγγύηση, για την ομαλή εξόφληση των οφειλών του οφειλέτη προς το χρηματοδοτικό ίδρυμα,
ε. ως «καθαρή περιουσιακή θέση» νοείται η συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνονται στην βεβαίωση της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, μείον το σύνολο των οφειλών του οφειλέτη προς κάθε πρόσωπο εκτός από το χρηματοδοτικό ίδρυμα στο οποίο απευθύνεται η βεβαίωση και των οφειλών κάθε συνοφειλέτη προς οποιοδήποτε πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένου και του χρηματοδοτικού ιδρύματος στο οποίο απευθύνεται η βεβαίωση, για τις οποίες έχει συσταθεί προσημείωση υποθήκης ή υποθήκη ή ενέχυρο ή εξασφαλιστική εκχώρηση ή έχει παραχωρηθεί χάριν εξασφάλισης δικαίωμα συμψηφισμού επί περιουσιακού στοιχείου που περιλαμβάνεται στην βεβαίωση της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου,
στ. ως «χρηματοδοτικό ίδρυμα» νοείται κάθε τράπεζα, κάθε εταιρία χρηματοδοτικής μίσθωσης και κάθε εταιρία πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, εξαιρουμένων των υπό εκκαθάριση πιστωτικών ιδρυμάτων.
Επιλέξιμες διαγραφές είναι διαγραφές απαιτήσεων ως προς κεφάλαιο και τόκο:
α. κατά επιλέξιμων οφειλετών, εφόσον τα πρόσωπα αυτά την 30η Ιουνίου 2014:
Είχαν προς το χρηματοδοτικό ίδρυμα οφειλή σε καθυστέρηση τουλάχιστον 90 ημερών, ή επίδικη ή ρυθμισμένη, ή
δεν είχαν φορολογική ενημερότητα λόγω ληξιπρόθεσμων οφειλών ή είχαν ενημερότητα λόγω ρύθμισης, ή
δεν είχαν ασφαλιστική ενημερότητα λόγω ληξιπρόθεσμων οφειλών ή είχαν ενημερότητα λόγω ρύθμισης,
β. αφορούν μία ή περισσότερες πιστώσεις του χρηματοδοτικού ιδρύματος προς τον οφειλέτη, για τις οποίες το χρηματοδοτικό ίδρυμα έχει σχηματίσει σχετική πρόσθετη ειδική πρόβλεψη μέχρι τις 31.12.2014.
γ. αφορούν μία ή περισσότερες πιστώσεις του χρηματοδοτικού ιδρύματος προς τον οφειλέτη και συνολικά ανά επιλέξιμο οφειλέτη δεν υπερβαίνουν το ποσό των Ευρώ 500.000,
δ. ισούνται τουλάχιστον προς :
(1) το 50% των συνολικών απαιτήσεων του χρηματοδοτικού ιδρύματος κατά του οφειλέτη όπως αποτυπώνονται στα βιβλία του χρηματοδοτικού ιδρύματος την [ημερομηνία έγκρισης από το χρηματοδοτικό ίδρυμα της διαγραφής] ή, εφόσον είναι μικρότερο,
(2) του ποσού που απαιτείται έτσι ώστε μετά την διαγραφή το υπόλοιπο της απαίτησης του χρηματοδοτικού ιδρύματος κατά του οφειλέτη να μην υπερβαίνει το 75% της καθαρής περιουσιακής θέσης του οφειλέτη και των συνοφειλετών του σύμφωνα με τη βεβαίωση της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου,
ε. περιλαμβάνουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων των πιστωτών κατά των συνοφειλετών του οφειλέτη, καθώς και τα περιουσιακά δικαιώματά τους σε περιουσιακά αντικείμενα του οφειλέτη ή τρίτων, στο ίδιο ποσό με την απαίτηση τους κατά του οφειλέτη όπως αυτή διαμορφώνεται με τη επιλέξιμη διαγραφή, και
στ. έχουν συντελεσθεί το αργότερο μέχρι την 30 Ιουνίου 2016.
Για την παροχή επιλέξιμης διαγραφής από χρηματοδοτικό ίδρυμα απαιτείται η υποβολή αίτησης και βεβαίωσης με το περιεχόμενο που προσδιορίζεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου.
Η συνδρομή των προϋποθέσεων που τον καθιστούν επιλέξιμο οφειλέτη καθώς και η καθαρή περιουσιακή θέση του αποτυπώνονται από τον οφειλέτη σε βεβαίωση που υπογράφεται από τον οφειλέτη και κάθε συνοφειλέτη του. Ως αξία των δηλουμένων ακινήτων λαμβάνεται σε κάθε περίπτωση η αντικειμενική αξία ή άλλη αξία που τίθεται]σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες φορολογικές διατάξεις. Στην ίδια βεβαίωση ο οφειλέτης παρέχει πλήρη στοιχεία τυχόν ομοειδούς επιχείρησης με έναρξη λειτουργίας μεταγενέστερη της 1ης Ιανουαρίου 2010 την οποία ασκεί συγγενής πρώτου βαθμού ή σύζυγος του οφειλέτη (επί νομικών προσώπων ελέγχεται η σχέση με τον ομόρρυθμο εταίρο ή τον ελέγχοντα εταίρο, μεριδιούχο ή μέτοχο, κατά περίπτωση) καθώς και πλήρη στοιχεία ακινήτων που τυχόν μεταβιβάστηκαν από τον οφειλέτη από την 1η Ιανουαρίου 2010 και εφεξής. Η βεβαίωση αυτή καθώς και η βεβαίωση της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου επέχουν τη θέση βεβαιωτικού όρκου, κατά την έννοια του άρθρου 861 του Κ.Πολ.Δ. Σε περίπτωση ψευδορκίας, επιβάλλεται η προβλεπόμενη ποινή και πρόσθετη χρηματική ποινή ίση προς το εξαπλάσιο των συνολικών διαγραφών που έλαβε ο οφειλέτης σε συνέπεια της επιλέξιμης ρύθμισης.
Το χρηματοδοτικό ίδρυμα παρέχει την αιτούμενη διαγραφή και ρύθμιση κατά τη διακριτική του ευχέρεια σύμφωνα με κριτήρια το οποία επιλέγει για την αξιολόγηση της ικανότητας του αιτούμενου την διαγραφή να αντεπεξέλθει στις ρυθμισθείσες υποχρεώσεις. Σε άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας το χρηματοδοτικό ίδρυμα μπορεί να παράσχει διαγραφή ή / και ρύθμιση υπό διαφορετικούς όρους από τους περιλαμβανόμενους στην αίτηση ή και να αρνηθεί συνολικά τη διαγραφή ή / και ρύθμιση.
Εφόσον πρόσωπο υπαγόμενο σε ρύθμιση σύμφωνα με τα άρθρα [ ] ή [ ] του παρόντα νόμου προσκομίσει βεβαίωση χρηματοδοτικού ιδρύματος ότι έχει λάβει από χρηματοδοτικό ίδρυμα επιλέξιμη διαγραφή κατά την έννοια της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, δικαιούται να υπαχθεί σε πρόγραμμα εξυπηρέτησης της ληξιπρόθεσμης οφειλής του σε 100 μηνιαίες δόσεις και να λάβει πρόσθετη διαγραφή των προσαυξήσεων και προστίμων που το βαρύνουν ίση προς 20% Το διαγραφόμενο ποσό θα αφαιρεθεί από τις οφειλόμενες δόσεις σε αντίστροφη χρονική σειρά μέχρις ολικού συμψηφισμού του και υπό την προϋπόθεση της ολοσχερούς εξυπηρέτησης του ποσού της οφειλομένης κυρίας οφειλής και των επ’ αυτής λογιζομένων τόκων καθώς και των υποχρεώσεων του ως προς τις ρυθμισθείσες από το χρηματοδοτικό ίδρυμα οφειλές. Σε περίπτωση που το ανωτέρω πρόσωπο κατά το χρόνο που προσκομίζει την βεβαίωση έχει ήδη υπαχθεί σε ρύθμιση σύμφωνα με τον παρόντα νόμο με πρόγραμμα εξόφλησης διαφορετικής διάρκειας από το εδώ προβλεπόμενο, και επιλέγει να ασκήσει το δικαίωμα επιλογής που του παρέχει η παρούσα διάταξη, τότε με ευθύνη της αρμόδιας υπηρεσίας ή φορέα, κατά περίπτωση, υπολογίζεται εκ νέου η παρεχόμενη διαγραφή έτσι ώστε ως ποσοστό επί του συνολικού ποσού προσαυξήσεων και προστίμων (και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η με το παρόν παρεχόμενη πρόσθετη διαγραφή) να αντιστοιχεί στην δια το παρόντος νόμου παρεχόμενη για την εξόφληση της ρυθμισθείσας οφειλής σε 100 δόσεις.
Η μη προσήκουσα εκπλήρωση από τον οφειλέτη των όρων ρύθμισης σύμφωνα με το παρόν άρθρο (από χρηματοδοτικό ίδρυμα ή δημόσια αρχή ή φορέα, κατά περίπτωση) για χρονικό διάστημα αθροιστικά μεγαλύτερο των τριών (3) μηνών ως προς οποιαδήποτε από τις ρυθμισθείσες οφειλές, προκαλεί αυτοδικαίως την αναβίωση των ρυθμισθεισών οφειλών του σύμφωνα με τους όρους του παρόντος άρθρου (μείον τυχόν καταβολές που έχουν γίνει στο πλαίσιο των ρυθμίσεων), οι οποίες καθίστανται στο σύνολό τους ληξιπρόθεσμες και απαιτητές, την ανατροπή των συνεπειών παροχής ρύθμισης της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου, καθώς και την επέλευση των συνεπειών της παραγράφου 11 του άρθρου … (Ρύθμιση φορολογικών οφειλών) και της παραγράφου 12 του άρθρου … (Διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας – Ρύθμιση οφειλών προς τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης) του παρόντος νόμου (υπ’ αρ. 1946/132/23.10.2014 προσθήκη – τροπολογία).
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας ορίζεται η ειδικότερη μορφή και το περιεχόμενο της αίτησης της παραγράφου 3 και της βεβαίωσης της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, της βεβαίωσης της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου, καθώς και το περιεχόμενο και η διαδικασία ενημέρωσης και ανταλλαγής πληροφοριών ως προς οφειλέτες που αιτούνται ρύθμιση απαιτήσεων χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, αρχών και φορέων των οποίων οι απαιτήσεις ρυθμίζονται σύμφωνα με το παρόν, η παροχή άδειας από οφειλέτες για κοινοποίηση δεδομένων τους, καθώς και κάθε άλλο ειδικό θέμα ή αναγκαία λεπτομέρεια που αφορά την υλοποίηση των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
Το ποσό το οποίο ωφελείται οφειλέτης από τη διαγραφή υποχρεώσεών του σύμφωνα με το παρόν άρθρο δεν αποτελεί φορολογητέο εισόδημα ούτε κτήση περιουσίας αιτία δωρεάς και επομένως, εξαιρείται από τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013) καθώς και από τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών (ν. 2961/2001).
Τα φορολογικά ευεργετήματα του άρθρου 19 του παρόντος νόμου παρέχονται αποκλειστικά σε χρηματοδοτικά ιδρύματα που λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα και παρέχουν επιλέξιμες διαγραφές.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Έκτακτη διαδικασία ρύθμισης υποχρεώσεων εμπόρων (με δεσμευτική δύναμη για το σύνολο των πιστωτών)
Άρθρο 3
Υπαγωγή στην έκτακτη διαδικασία ρύθμισης υποχρεώσεων εμπόρων (με δεσμευτική δύναμη για το σύνολο των πιστωτών)
Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με πτωχευτική ικανότητα σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 του Πτωχευτικού Κώδικα (Ν. 3588/2007), το οποίο έχει το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων των οφειλετών του άρθρου 2 του παρόντος νόμου, δύναται να αιτείται τη ρύθμιση των υποχρεώσεών του κατά το παρόν άρθρο, εφόσον στη ρύθμιση αυτή συναινούν πιστωτές που εκπροσωπούν τουλάχιστον 50,1% του συνόλου των απαιτήσεων, στο οποίο περιλαμβάνεται τουλάχιστον 50,1% των τυχόν εμπραγμάτως ή με ειδικό προνόμιο ή με άλλης μορφής εξασφαλιστική συμφωνία ως προς περιουσιακό στοιχείο (ενδεικτικά ενέχυρο απαίτησης, εξασφαλιστική εκχώρηση απαίτησης, πλασματικό ενέχυρο) ή προσημείωση υποθήκης εξασφαλισμένων απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον δύο χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, κατά την έννοια του εδαφίου στ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου, μεταξύ αυτών προς τα οποία οι υποχρεώσεις του οφειλέτη αντιπροσωπεύουν περισσότερο του 20% των συνολικών του υποχρεώσεων (όπως αυτές προσδιορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου).
Τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου μπορούν να αιτούνται την υπαγωγή στις διαδικασίες του παρόντος νόμου μέχρι τις 30.6.2016.
Η συναίνεση των πιστωτών κατά την παρ. 1 αποτυπώνεται σε συμφωνία ρύθμισης, η οποία υποβάλλεται μαζί με την αίτηση του οφειλέτη. H συμφωνία ρύθμισης δύναται να προβλέπει μέτρα για την αναδιάρθρωση του δανεισμού, όπως μείωση απαιτήσεων, παράταση του χρόνου αποπληρωμής αυτών, μετοχοποίηση των απαιτήσεων ή κάθε άλλο πρόσφορο μέσο. Δεν επιτρέπεται με οποιοδήποτε τρόπο η πρόβλεψη στην συμφωνία μείωσης ή αναδιάρθρωσης των απαιτήσεων πιστωτών που ρυθμίζονται σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 περ. δ ή το άρθρο 5 παράγραφος 2, και εφόσον κατά παράβαση των ανωτέρω υφίσταται παρόμοια πρόβλεψη δεν παράγει οποιαδήποτε αποτελέσματα.
Για τις ανάγκες του παρόντος ως πιστωτές νοούνται τα πρόσωπα των οποίων οι απαιτήσεις κατά του οφειλέτη περιλαμβάνονται στην αποτύπωση των υποχρεώσεων του οφειλέτη κατά την έννοια του Ελληνικού Γενικού Λογιστικού Σχεδίου (π.δ. 1123/1980) ή σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, προκειμένου για επιχειρήσεις που καταρτίζουν οικονομικές καταστάσεις, υποχρεωτικά ή προαιρετικά, ενώ περιλαμβάνονται επίσης οι απαιτήσεις από χρηματοδοτικές μισθώσεις που οφείλονται συμβατικά από τον χρόνο αναφοράς της παραγράφου 5 μέχρι την συμβατική ημερομηνία λήξης των συμβάσεων εφόσον σύμφωνα με τις εφαρμοζόμενες λογιστικές αρχές δεν αποτυπώνονται στις πιο πάνω οικονομικές καταστάσεις. Κοινοπρακτούντες και ομολογιούχοι πιστωτές συμμετέχουν στον σχηματισμό του ποσοστού συναίνεσης κατά το λόγο συμμετοχής τους στο σύνολο των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη. Για το σχηματισμό των ποσοστών δεν συνυπολογίζονται οι πιστωτές των οποίων η απαίτηση ρυθμίζεται αυτομάτως με την αποδοχή της αίτησης βάσει του άρθρου 5 παρ. 3 και οι πιστωτές που είναι πρόσωπα συνδεδεμένα προς τον οφειλέτη κατά την έννοια της παραγράφου 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920.
Ο υπολογισμός του ποσοστού των συναινούντων πιστωτών γίνεται με βάση κατάσταση πιστωτών που συντάσσεται από κάτοχο άδειας Λογιστή Φοροτεχνικού Α’ ή Β’ Τάξεως του Ν. 2515/1997 ή ορκωτό ελεγκτή, επισυνάπτεται στη συμφωνία ρύθμισης, με ποινή απαραδέκτου, αναφέρεται σε ημερομηνία που δεν προηγείται της ημερομηνίας υποβολής της αίτησης της παρ. 1 στο δικαστήριο περισσότερο από τρεις μήνες και περιλαμβάνει βεβαίωση του συντάκτη ότι συντρέχει η προϋπόθεση της πλειοψηφίας της παρ. 1.
Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της αίτησης είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έχει το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του, και δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Οι αποφάσεις του δεν υπόκεινται σε τακτικά ή έκτακτα ένδικα μέσα, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα νόμο.
Για τη συζήτηση της αίτησης ορίζεται δικάσιμος εντός διμήνου από την υποβολή της. Στη περίπτωση νομικών προσώπων, η αίτηση υποβάλλεται από το όργανο διοίκησης ή τον εξουσιοδοτημένο από αυτό εκπρόσωπο της εταιρίας. Ο αρμόδιος δικαστής δύναται κατά το άρθρο 748 παράγραφος 3 Κ.Πολ.Δ. να διατάξει την κλήτευση ενός ή περισσότερων πιστωτών του οφειλέτη, ορίζοντας ταυτόχρονα και την προθεσμία της κλήτευσης.
Η υποβολή της αίτησης προκαλεί την αναστολή τυχόν εκκρεμουσών αιτήσεων υπαγωγής σε καθεστώς εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 100 του Πτωχευτικού Κώδικα, ή εκκρεμουσών αιτήσεων ειδικής εκκαθάρισης ή κήρυξης πτώχευσης, εφαρμοζόμενων αναλόγως των διατάξεων των παρ. 6 και 8 του άρθρου 99 του Πτωχευτικού Κώδικα.
Κατόπιν αιτήσεως οιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, μέχρι την έκδοση της απόφασης του άρθρου 4 μπορούν να διατάζονται από τον πρόεδρο του αρμόδιου δικαστηρίου τα μέτρα του άρθρου 10 του Πτωχευτικού Κώδικα κατ’ αναλογική του εφαρμογή. Η μεγίστη διάρκεια ισχύος των προληπτικών μέτρων είναι έξι (6) μήνες. Σε περίπτωση χορήγησης αναστολής διώξεων, η αναστολή αυτή α) επεκτείνεται και σε εγγυητές ή λοιπούς συνοφειλέτες του οφειλέτη και β)επάγεται αυτοδικαίως την απαγόρευση της διάθεσης των ακινήτων και του εξοπλισμού της επιχείρησης του οφειλέτη.
Άρθρο 4
Απόφαση του δικαστηρίου
Το δικαστήριο αποδέχεται την αίτηση και ρυθμίζει τις υποχρεώσεις του οφειλέτη σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην συνυποβληθείσα με την αίτηση συμφωνία ρύθμισης, εάν οι συμβαλλόμενοι πιστωτές στη συμφωνία ρύθμισης εκπροσωπούν το απαιτούμενο ποσοστό απαιτήσεων, κατά το άρθρο 3 παρ. 1.
Το δικαστήριο δύναται σε περίπτωση που δεν του έχουν προσκομιστεί όλα τα στοιχεία που τεκμηριώνουν το βάσιμο της αίτησης, αντί της απόρριψης της αίτησης να τάξει προθεσμία για την προσκομιδή εγγράφων ή την παροχή διευκρινίσεων.
Η απόφαση επί της αιτήσεως εκδίδεται εντός μηνός από τη συζήτηση.
Η απόφαση που δέχεται ή απορρίπτει την αίτηση δημοσιεύεται αμελλητί σε περίληψη στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) και στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Τομέας Νομικών) με επιμέλεια του οφειλέτη ή οποιουδήποτε άλλου έχει έννομο συμφέρον.
Τριτανακοπή κατά της επικυρωτικής απόφασης δύναται να ασκηθεί ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου από πρόσωπο που δεν παρέστη στη συζήτηση και δεν είχε κλητευθεί νομίμως εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη πρώτη δημοσίευσή της σε ένα από τα μέσα της προηγουμένης παραγράφου.
Στην περίπτωση της προηγούμενης παραγράφου το δικαστήριο δεν επικυρώνει τη συμφωνία μόνο εάν ο επανυπολογισμός του ύψους των απαιτήσεων των συναινούντων πιστωτών ανατρέπει την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 3 παρ. 1 ή εφόσον δεν έχουν συμπεριληφθεί απαιτήσεις του τριτανακόπτοντος οι οποίες εάν ληφθούν υπόψη έχουν ως αποτέλεσμα να μην τηρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 παρ.1. Στον επανυπολογισμό αυτόν προβαίνει το ίδιο το δικαστήριο.
Κατά της απόφασης που απορρίπτει την αίτηση του οφειλέτη επιτρέπεται έφεση. Η έφεση ασκείται εντός τριάντα (30) ημερών από την έκδοση της απόφασης, για τη δε συζήτηση της έφεσης ορίζεται δικάσιμος εντός διμήνου από την υποβολή της.
Για διάστημα δώδεκα 12 μηνών από την απόρριψη αίτησης του άρθρου 3 του παρόντος δεν επιτρέπεται υποβολή αίτησης για υπαγωγή στη διαδικασία εξυγίανσης ή άμεσης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης κατά τα άρ. 100 και 106β του Πτωχευτικού Κώδικα, αντιστοίχως.
Άρθρο 5
Αποτελέσματα της αποδοχής της αίτησης
Η αποδοχή της αίτησης του άρθρου 3 από το δικαστήριο επιφέρει τα ακόλουθα αποτελέσματα:
α. εφόσον το προβλέπει η συμφωνία ρύθμισης, δύνανται να αναστέλλονται οι ατομικές και συλλογικές διώξεις των πιστωτών κατά του οφειλέτη, των εγγυητών και συνοφειλετών εις ολόκληρον για ορισμένο διάστημα, έως τριών μηνών, από την αποδοχή της αίτησης,
β. για την ίδια διάρκεια αναστέλλονται οι αποκλειστικές προθεσμίες άσκησης και παραγραφής, υπό τις οποίες τελούν οι απαιτήσεις των συμβαλλόμενων πιστωτών και τα δικαιώματα των υπέρ του οφειλέτη εγγυητών και συνοφειλετών του εις ολόκληρον, καθώς και οι προθεσμίες και η άσκηση διαδικαστικών πράξεων,
γ. αναστέλλεται, για περίοδο δώδεκα (12) μηνών από την έκδοση της απόφασης που αποδέχεται την αίτηση, η λήψη κάθε μέτρου συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης, συμπεριλαμβανομένης της κήρυξης πτώχευσης, σε βάρος του οφειλέτη, και
δ. εξοφλείται το οφειλόμενο στους εργαζόμενους χρέος του εδαφίου (γ) του άρθρου 154 του Πτωχευτικού Κώδικα σε 12 ισόποσες άτοκες μηνιαίες δόσεις.
Οφειλέτης του οποίου οι υποχρεώσεις έχουν ρυθμισθεί βάσει συμφωνίας επικυρωμένης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, δικαιούται να υπαχθεί σε πρόγραμμα εξυπηρέτησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών του προς τη Φορολογική Διοίκηση ή Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης σε 100 μηνιαίες δόσεις και να λάβει πρόσθετη διαγραφή των προσαυξήσεων και προστίμων που το βαρύνουν ίση προς 20% Το διαγραφόμενο ποσό θα αφαιρεθεί από τις οφειλόμενες δόσεις σε αντίστροφη χρονική σειρά μέχρις ολικού συμψηφισμού του και υπό την προϋπόθεση της ολοσχερούς εξυπηρέτησης του ποσού της οφειλομένης κυρίας οφειλής και των επ’ αυτής λογιζομένων τόκων καθώς και των υποχρεώσεων του ως προς τις ρυθμισθείσες από το χρηματοδοτικό ίδρυμα οφειλές. Σε περίπτωση που το ανωτέρω πρόσωπο κατά το χρόνο που προσκομίζει την βεβαίωση έχει ήδη υπαχθεί σε ρύθμιση σύμφωνα με τον παρόντα νόμο με πρόγραμμα εξόφλησης διαφορετικής διάρκειας από το εδώ προβλεπόμενο, και επιλέγει να ασκήσει το δικαίωμα επιλογής που του παρέχει η παρούσα διάταξη, τότε με ευθύνη της αρμόδιας υπηρεσίας υπολογίζεται εκ νέου η παρεχόμενη διαγραφή έτσι ώστε ως ποσοστό επί του συνολικού ποσού προσαυξήσεων και προστίμων (και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η με το παρόν παρεχόμενη πρόσθετη διαγραφή) να αντιστοιχεί στην δια του παρόντος νόμου παρεχόμενη για την εξόφληση της ρυθμισθείσας οφειλής σε 100 δόσεις. Το περιεχόμενο της αίτησης του φορολογουμένου καθώς και ο τρόπος επικοινωνίας με τα χρηματοδοτικά ιδρύματα ως προς την εξυπηρέτηση ρυθμισθεισών οφειλών του αιτούντα, προσδιορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας.
Σε περίπτωση που λόγω ύψους οφειλής ο οφειλέτης δεν δύναται να ρυθμίσει τις οφειλές του προς τη Φορολογική Διοίκηση ή Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων [ ] και [ ] του παρόντος νόμου, τότε εφόσον γίνει δεκτή η αίτηση του άρθρου 3 από το δικαστήριο, ο οφειλέτης δικαιούται να αιτηθεί προς την Φορολογική Διοίκηση ή Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης, κατά περίπτωση, την διαγραφή ποσοστού 40% επί των προσαυξήσεων, τόκων και και προστίμων εκπρόθεσμης καταβολής που τον βαρύνουν και στην τμηματική εξόφληση του υπολοίπου της οφειλής του σε 100 μηνιαίες δόσεις. Η αίτηση γίνεται δεκτή εκτός εάν ληφθεί αιτιολογημένη αντίθετη απόφαση από πλευράς της αρμόδιας υπηρεσίας εντός δύο (2) μηνών από την δημοσίευση της απόφασης του άρθρου 4. Ως νόμιμη αιτιολογία αντίθεσης συνιστά η μη επίτευξη βιωσιμότητας για την επιχείρηση λαμβανομένης υπόψη της συνολικής ρύθμισης, η διαγραφή απαιτήσεων κατά του οφειλέτη για τις οποίες υφίστανται άμεσα ρευστοποιήσιμα εξασφαλιστικά στοιχεία ή επαρκείς εγγυήσεις ή η προφανώς διακριτική μεταχείριση μετόχων, πιστωτών ή εγγυητών. Ως προς τις ρυθμίσεις αυτές εφαρμόζονται αναλογικά στην περίπτωση που αφορούν οφειλές προς την Φορολογική Διοίκηση οι διατάξεις των παραγράφων 4 έως και 18 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου και στην περίπτωση που αφορούν οφειλές προς Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης οι διατάξεις των παραγράφων 8 έως και 17 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου.
Η απόφαση που αποδέχεται την αίτηση του οφειλέτη αποτελεί τίτλο εκτελεστό για τις αναλαμβανόμενες με αυτήν υποχρεώσεις.
Τα δικαιώματα των πιστωτών κατά των εγγυητών και συνοφειλετών εις ολόκληρον του οφειλέτη, καθώς και τα περιουσιακά δικαιώματά τους σε περιουσιακά αντικείμενα τρίτων, περιορίζονται στο ίδιο ποσό με την απαίτηση τους κατά του οφειλέτη όπως αυτή διαμορφώνεται με τη συμφωνία ρύθμισης. Σε περίπτωση ικανοποίησης πιστωτή από εγγυητή ή συνοφειλέτη εις ολόκληρο, ο οφειλέτης ευθύνεται έναντι των τελευταίων, εάν συντρέχει δικαίωμα αναγωγής, με τον ίδιο τρόπο που ευθύνεται κατά τη συμφωνία ρύθμισης έναντι του πιστωτή που ικανοποιήθηκε από αυτούς.
Τα δικαιώματα των ενεγγύων πιστωτών διατηρούνται υπέρ της απαίτησής τους όπως αυτή διαμορφώνεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
Από τη δημοσίευση της απόφασης που δέχεται την αίτηση και για δώδεκα (12) μήνες δεν επιτρέπεται υποβολή αίτησης για υπαγωγή στη διαδικασία εξυγίανσης ή άμεσης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης κατά τα άρ. 100 και 106β του Πτωχευτικού Κώδικα αντιστοίχως.
Η παράβαση από τον οφειλέτη όρου της συμφωνίας ρύθμισης, συμπεριλαμβανομένης και της μη καταβολής για διάστημα αθροιστικά τριών (3) μηνών δόσεων οφειλόμενων προς το δημόσιο ή ασφαλιστικό φορέα, εφόσον το ποσό υπερημερίας είναι τουλάχιστον Ευρώ 5.000, παρέχει σε κάθε άλλο πιστωτή του οποίου οι απαιτήσεις ρυθμίζονται συναινετικά ή μη από τη συμφωνία ρύθμισης το δικαίωμα καταγγελίας της ενώ αναβιώνουν οι απαιτήσεις των πιστωτών κατά του οφειλέτη ως προς τις διαγραφείσες οφειλές (μείον τυχόν καταβολές που έχουν γίνει στο πλαίσιο της συμφωνίας ρύθμισης) και καθίστανται αυτοδικαίως ληξιπρόθεσμες και απαιτητές όλες οι ρυθμισθείσες οφειλές όπως έχουν διαμορφωθεί μετά την αναβίωσή τους. Η καταγγελία από τον χρόνο καταγγελίας της συμφωνίας ρύθμισης συνεπάγεται την αυτοδίκαιη ανατροπή των συνεπειών της επικύρωσης της συμφωνίας ρύθμισης της παραγράφου 1.
Εξαιρούνται της πτωχευτικής ανάκλησης, κατά την έννοια των άρθρων 41 επ. του Πτωχευτικού Κώδικα, πράξεις που έλαβαν χώρα σε εκπλήρωση της συμφωνίας ρύθμισης του άρθρου 5 παρ. 3 του παρόντος νόμου.
Άρθρο 6
Χρηματοδότηση της επιχείρησης
Χρηματοδοτήσεις ή εισφορές αγαθών ή υπηρεσιών προς τον οφειλέτη, οι οποίες γίνονται από τη στιγμή υποβολής της αίτησης του άρθρου 3 και για διάστημα ενός έτους από τη δημοσίευση της απόφασης του άρθρου 4, καταλαμβάνονται από το προνόμιο του άρθρου 154 περ. α΄ του Πτωχευτικού Κώδικα. Σε περίπτωση απόρριψης από το δικαστήριο της αίτησης του άρθρου 3, το ως άνω προνόμιο καταλαμβάνει χρηματοδοτήσεις που παρασχέθηκαν από την υποβολή της αίτησης μέχρι την έκδοση της δικαστικής απόφασης. Το προνόμιο του παρόντος άρθρου δεν καταλαμβάνει χρηματοδοτήσεις ή εισφορές αγαθών ή υπηρεσιών από ιδιοκτήτες, εταίρους ή μετόχους ή εισφορές στο πλαίσιο αύξησης κεφαλαίου. Το προνόμιο καταλαμβάνει χρηματοδοτήσεις ή εισφορές μέχρις ορίου που προσδιορίζεται στην υποβληθείσα συμφωνία ρύθμισης και μόνο εφόσον προσδιορίζεται τέτοιο όριο.
Άρθρο 7
Δικαίωμα αποζημίωσης πιστωτών
Πιστωτές, οι οποίοι δεν έχουν συνυπογράψει τη συμφωνία του άρθρου 3 παρ. 3 του παρόντος κεφαλαίου και των οποίων οι απαιτήσεις έχουν περιοριστεί κατά την ονομαστική τους αξία, δικαιούνται να λάβουν αποζημίωση από τον οφειλέτη για την προκληθείσα σε αυτούς ζημία, εφόσον αποδεικνύουν ότι εξ αιτίας της εφαρμογής της συμφωνίας η αξία της απαίτησής τους μειώθηκε πέραν του ποσού που ευλόγως θα ανακτούσαν (α) μέσω της θέσης της επιχείρησης σε πτωχευτική ρευστοποίηση κατά τον αυτό χρόνο ή (β) εάν η απαίτησή τους είχε δυσμενέστερη μεταχείριση από απαίτηση πιστωτή που βρίσκεται στην ίδια θέση, χωρίς να συντρέχει σπουδαίος επιχειρηματικός ή κοινωνικός λόγος διακριτικής μεταχείρισης. Σε κάθε περίπτωση, η υποβολή αποζημιωτικής αγωγής αλλά και η αποδοχή της κατά τα ανωτέρω δεν επηρεάζει την εφαρμογή της συμφωνίας ρύθμισης. Σε περίπτωση ευδοκίμησης της αγωγής ευθύνονται εις ολόκληρον και αλληλεγγύως για την αποζημίωση του ενάγοντα πιστωτή οι εγγυητές και συνοφειλέτες εις ολόκληρον της απαίτησής του, ενώ ευθύνονται συμμέτρως προς τις ρυθμισμένες απαιτήσεις τους σύμφωνα με αίτηση του άρθρου 3 παρ.1 του παρόντος κεφαλαίου, οι συνυπογράφοντες τη συμφωνία πιστωτές. Η αποζημιωτική αγωγή ασκείται εντός δύο (2) μηνών από την πρώτη δημοσίευση της απόφασης που δέχεται την αίτηση κατά την παρα. 4 του άρθρου 4 του παρόντος.
Άρθρο 8
Φορολογικές διευκολύνσεις – περιορισμός αμοιβών
Οι πράξεις κατ’ εφαρμογή της συμφωνίας ρύθμισης απαλλάσσονται από κάθε φόρο, τέλος ή δικαίωμα Δημοσίου ή τρίτων, συμπεριλαμβανομένων των τελών χαρτοσήμου (πλην του Φ.Π.Α.). Ως προς τις αμοιβές για τις αυτές πράξεις ή συμβάσεις εφαρμόζεται αναλογικά το άρθρο 134 του Πτωχευτικού Κώδικα.
Ως προς τα αποτελέσματα της συμφωνίας ρύθμισης του παρόντος κεφαλαίου που έχουν γίνει δεκτές από το αρμόδιο δικαστήριο σύμφωνα με τα άρθρα 3 έως και 5 εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 12 του παρόντος νόμου.
Στην παράγραφο 1 του άρθρου 7 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ΚΦΕ, ν. 4172/2013) προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής: «Το ποσό το οποίο ωφελείται οφειλέτης από τη διαγραφή υποχρεώσεών του σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου με τίτλο «Μέτρα κλπ.» δεν αποτελεί φορολογητέο εισόδημα κι επομένως εξαιρείται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου.»
Στην παράγραφο 5 του άρθρου 34 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών (ν.2961/2001) προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής: «Το ποσό το οποίο ωφελείται οφειλέτης από τη διαγραφή υποχρεώσεών του σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου με τίτλο «Μέτρα κλπ.» δεν αποτελεί κτήση περιουσίας αιτία δωρεάς κι επομένως, εξαιρείται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου.»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Έκτακτη διαδικασία ειδικής διαχείρισης
Άρθρο 9
Αίτηση υπαγωγής στην έκτακτη διαδικασία ειδικής διαχείρισης
Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με πτωχευτική ικανότητα σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 του Πτωχευτικού Κώδικα (Ν. 3588/2007), το οποίο έχει το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του στην Ελλάδα και βρίσκεται σε κατάσταση παύσης πληρωμών, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 του Πτωχευτικού Κώδικα, δύναται να υπάγεται στη διαδικασία ειδικής διαχείρισης του παρόντος άρθρου. Στην περίπτωση κεφαλαιουχικών εταιριών, αυτές μπορούν να υπάγονται στη διαδικασία ειδικής διαχείρισης του παρόντος άρθρου και εφόσον συντρέχει ως προς αυτές για δύο συνεχόμενες χρήσεις λόγος λύσης κατά το άρθρο 48 παρ. 1 κ.ν. 2190/1920 (αναλογικά εφαρμοζομένου στις λοιπές μορφές κεφαλαιουχικών εταιριών).
Η αίτηση υποβάλλεται από πιστωτή ή πιστωτές του οφειλέτη, στους οποίους περιλαμβάνεται τουλάχιστον ένα χρηματοδοτικό ίδρυμα, κατά την έννοια της παραγράφου 1 περ. στ’ του άρθρου 2 του παρόντος νόμου, οι οποίοι εκπροσωπούν τουλάχιστον το 40% του συνόλου των υποχρεώσεων με βάση τις τελευταίες δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις του οφειλέτη ή / και τα στοιχεία του πιστωτή ή πιστωτών, το αργότερο μέχρι την 30η Ιουνίου 2016.
Για τις ανάγκες του παρόντος ως πιστωτές νοούνται όσοι έχουν απαιτήσεις κατά του οφειλέτη κατά την έννοια του Ελληνικού Γενικού Λογιστικού Σχεδίου (π. δ. 1123/1980) ή σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, προκειμένου για επιχειρήσεις που καταρτίζουν οικονομικές καταστάσεις, υποχρεωτικά ή προαιρετικά, ενώ περιλαμβάνονται επίσης οι απαιτήσεις από χρηματοδοτικές μισθώσεις που οφείλονται συμβατικά από τον ως άνω χρόνο αναφοράς μέχρι την συμβατική ημερομηνία λήξης των συμβάσεων εφόσον σύμφωνα με τις εφαρμοζόμενες λογιστικές αρχές δεν αποτυπώνονται στις πιο πάνω οικονομικές καταστάσεις.
Ο υπολογισμός του ποσοστού των συναινούντων πιστωτών για τις ανάγκες της παραγράφου 2 γίνεται με βάση κατάσταση πιστωτών που συντάσσεται από κάτοχο άδειας Λογιστή Φοροτεχνικού [Α' ή Β' Τάξεως του Ν. 2515/1997 ή ορκωτό ελεγκτή], επισυνάπτεται στην αίτηση της παραγράφου 1, με ποινή απαραδέκτου, αναφέρεται σε ημερομηνία που δεν προηγείται της ημερομηνίας υποβολής της αίτησης της παρ. 1 στο δικαστήριο περισσότερο από τρεις μήνες και περιλαμβάνει βεβαίωση του συντάκτη ότι συντρέχει η προϋπόθεση της πλειοψηφίας της παρ. 2. Κοινοπρακτούντες και ομολογιούχοι πιστωτές συμμετέχουν στον σχηματισμό του ποσοστού της παραγράφου 2 κατά το λόγο συμμετοχής τους στο σύνολο των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη.
Για το παραδεκτό της αίτησης απαιτείται η ταυτόχρονη κατάθεση δήλωσης του προτεινομένου ως ειδικού διαχειριστή (φυσικού ή νομικού προσώπου) περί αποδοχής του σχετικού έργου.
Άρθρο 10
Ορισμός Ειδικού Διαχειριστή
Ως ειδικός διαχειριστής ορίζεται νόμιμος ελεγκτής ή ελεγκτικό γραφείο, όπως ορίζονται στο ν. 3693/2008 (Α΄ 174) ή δικηγόρος με οικονομοτεχνικές γνώσεις ή δικηγορική εταιρία στην οποία συμμετέχει δικηγόρος με οικονομοτεχνικές γνώσεις. Αν ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο, ως ειδικός διαχειριστής δύναται να ορίζεται και ελεγκτής πτυχιούχος ανωτάτης σχολής, που είναι μέλος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (Ο.Ε.Ε.) και κάτοχος άδειας Λογιστή Φοροτεχνικού Α΄ τάξεως του ν. 2515/1997 (Α΄ 154). Ειδικός διαχειριστής μπορεί να ορισθεί και σύμπραξη προσώπων εφόσον συμμετέχει σε αυτή νόμιμος ελεγκτής ή ελεγκτικό γραφείο ή δικηγόρος με οικονομοτεχνικές γνώσεις ή δικηγορική εταιρία στην οποία συμμετέχει δικηγόρος με οικονομoτεχνικές γνώσεις.
Ως προς τον ειδικό διαχειριστή ισχύει το άρθρο 106ι παρ. 1 του Πτωχευτικού Κώδικα.
Η διαδικασία και το λειτούργημα του ειδικού διαχειριστή παύουν εντός δώδεκα (12) μηνών από την έκδοση της απόφασης του άρθρου 11, ανεξαρτήτως της αντικατάστασης του ειδικού διαχειριστή κατά το επόμενο εδάφιο, εκτός όπου άλλως προβλέπεται στο παρόν. Αν συντρέχει σπουδαίος λόγος ή ο ειδικός διαχειριστής παραιτηθεί, μπορεί ο τελευταίος να αντικαθίσταται κατόπιν αίτησης όποιου έχει έννομο συμφέρον προς το δικαστήριο άρθρου 11 του παρόντος, που δικάζεται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Η αμοιβή του ειδικού διαχειριστή συμφωνείται μεταξύ του ειδικού διαχειριστή και των αιτούντων πιστωτών και καταβάλλεται από αυτούς, οπότε θα έχει εφαρμογή το προνόμιο του άρθρου 154 περ. α του Πτωχευτικού Κώδικα. Σε περίπτωση που θα συμφωνηθεί και αμοιβή επιτυχίας επί του προϊόντος της ειδικής διαχείρισης τότε αυτή εισπράττεται ως έξοδο διαχείρισης πριν τη διανομή στους πιστωτές.
Ο ειδικός διαχειριστής ευθύνεται μόνο για δόλο και βαριά αμέλεια. Ο ειδικός διαχειριστής και, αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, οι εκπρόσωποί του, δεν προσωποκρατούνται ούτε υπέχουν οποιαδήποτε αστική, ποινική ή άλλη ευθύνη για χρέη της υπό ειδική διαχείριση εταιρίας, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους και τον χρόνο στον οποίο ανάγονται. Το λειτούργημα του ειδικού διαχειριστή δεν συνιστά ελεγκτική εργασία.
Άρθρο 11
Εκδίκαση της αίτησης
Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της αίτησης είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έχει το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του, και δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Οι αποφάσεις του δεν υπόκεινται σε τακτικά ή έκτακτα ένδικα μέσα, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.
Για τη συζήτηση της αίτησης ορίζεται δικάσιμος εντός διμήνου από την υποβολή της. Στη περίπτωση νομικών προσώπων εφαρμόζεται το άρθρο 96 παρ. 2 εδάφιο β΄ του Πτωχευτικού Κώδικα. Ο αρμόδιος δικαστής δύναται κατά το άρθρο 748 παράγραφος 3 Κ.Πολ.Δ. να διατάξει την κλήτευση ενός ή περισσότερων πιστωτών του οφειλέτη, ορίζοντας ταυτόχρονα και την προθεσμία της κλήτευσης.
Κατόπιν αιτήσεως οιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, μέχρι την έκδοση της απόφασης του άρθρου 12 μπορούν να διατάζονται από τον πρόεδρο του αρμόδιου δικαστηρίου τα μέτρα του άρθρου 10 του Πτωχευτικού Κώδικα κατ’ αναλογική του εφαρμογή. Σε περίπτωση χορήγησης αναστολής διώξεων, η αναστολή αυτή α) επεκτείνεται και σε εγγυητές ή λοιπούς συνοφειλέτες του οφειλέτη και β)επάγεται αυτοδικαίως την απαγόρευση της διάθεσης των ακινήτων και του εξοπλισμού της επιχείρησης του οφειλέτη.
Η αίτηση του άρθρου 9 μαζί με την πράξη ορισμού δικασίμου κοινοποιείται στην επιχείρηση και περίληψη αυτής δημοσιεύεται στο Γ.Ε.ΜΗ. και στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Τομέας Νομικών) δέκα (10) εργάσιμες ημέρες πριν τη δικάσιμο, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται η ημέρα της επίδοσης και της δικασίμου.
Πηγή: bankwars.gr