Του ΑΝΕΣΤΗ ΝΤΟΚΑ
Η οικονομική κατάρρευση της χώρας δεν έκανε διακρίσεις στην αγορά έργων τέχνης. Μεγάλες γκαλερί στην Αθήνα αλλά και οίκοι δημοπρασιών, κάνουν λόγο για θεαματική συρρίκνωση στις πωλήσεις πινάκων ζωγραφικής, της τάξης του 60% και του 70%, σε σχέση με το 2009, ειδικά μετά την επιβολή των capital controls (28 Ιουνίου 2015).
Το 2016 παρατηρήθηκε ίσως η μεγαλύτερη αύξηση προσφοράς έργων τέχνης.
Κι αυτό, γιατί ήταν η χειρότερη χρονιά λόγω της υπερφορολόγησης. Ετσι, αρκετοί ήταν εκείνοι που υποχρεώθηκαν να αναζητήσουν –χωρίς όμως να βρίσκουν πάντα– αγοραστή για καλά «κομμάτια», που είχαν αγοράσει τα προηγούμενα χρόνια, προκειμένου να αποπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους.
Την τάση επιβεβαιώνει ο ιδιοκτήτης γκαλερί και έμπορος τέχνης Αρσέν Καλφαγιάν, ο οποίος υποστηρίζει τα εξής: «πράγματι, πολύς κόσμος για να εξυπηρετήσει πιεστικές οικονομικές του ανάγκες αναγκάστηκε να πουλήσει έργα. Συνεπώς, οι τιμές έχουν πιεστεί κάπως, αλλά η αγορά υπάρχει και ουσιαστικά έχει να κάνει με την ποιότητα των έργων και την ανάγκη των ανθρώπων να ρευστοποιήσουν. Τώρα, όμως, διαπιστώνει κανείς και τις φρικαλεότητες που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια, όταν το χρήμα έρρεε. Ο κόσμος είχε πειστεί από κάποιους ότι οι τιμές πάνε μόνο προς τα πάνω. Η αγορά όμως κινείται πάνω-κάτω».
Από την αίθουσα τέχνης«Αστρολάβος», η ιδιοκτήτρια κ. Χαρίσσα Δημητρακοπούλου, επισμαίνει τα εξής: «Η κρίση στην αγορά της τέχνης έγινε πιο έντονη στη χώρα μας από τις αρχές του 2015, όταν οι πολιτικές συγκυρίες, με τις συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις και την αβεβαιότητα στο πολιτικό - οικονομικό κατεστημένο, “πάγωσαν” την αγορά.»Μια μεγάλη μερίδα του κοινού που αγαπά την τέχνη, και που πρακτικά έχει τη δυνατότητα να διαθέσει κάποια χρήματα για αγορά έργων τέχνης, εμφανίζει ιδιαίτερη συγκράτηση καθώς οι συνεχείς αλλαγές στα οικονομικά μέτρα, φορολόγηση κ.λπ. της δημιουργούν έντονο σκεπτικισμό. Η μειωμένη ρευστότητα δε, μετά την επιβολή και των κεφαλαιακών ελέγχων (capital controls), έπληξε ακόμη περισσότερο τις πωλήσεις των έργων τέχνης». Σύμφωνα με την κ. Δημητρακοπούλου, «η μέση αγοραστική αξία των έργων που διακινούνταν στην αρχή της κρίσης ήταν μεταξύ 3.000 και 10.000 ευρώ, ενώ τα τελευταία 2 χρόνια ο μέσος όρος αυτός έχει πέσει».
Παρ’ όλα αυτά, η ίδια παραμένει αισιόδοξη, καθώς θεωρεί ότι οι πραγματικά σημαντικοί καλλιτέχνες από κάθε γενιά είναι διαχρονικοί και οι αξίες των έργων τους θα διατηρηθούν στο βάθος του χρόνου. Η ιδιοκτήτρια γκαλερί κ. Ρεβέκκα Καμχή είναι ωστόσο αισιόδοξη. Δηλώνει ότι «σαφώς και έχουν επηρεαστεί τα έργα τέχνης από την κρίση, αλλά θα πρέπει να ξέρουμε ότι η τέχνη δεν πτοείται και δεν υποχωρεί. Αυτό που συνιστώ στους πελάτες μου είναι να κάνουν υπομονή και να μην πωλούν πίνακες ζωγραφικής, εκτός εάν έχουν βρεθεί σε έσχατο σημείο οικονομικής ανάγκης». Διευκρινίζει μάλιστα ότι «οι καλοί πελάτες συνεχίζουν να αγοράζουν πίνακες ζωγραφικής» και αναφέρεται ενδεικτικά στον κλάδο των ξενοδοχείων, τα οποία «πήγαν πολύ καλά το 2016».
Ο κ. Πέτρος Βέργος, ιδρυτής του ομώνυμου οίκου δημοπρασιών, υπογραμμίζει από την πλευρά του για το ίδιο θέμα ότι «σαφώς παρατηρείται μεγάλη αύξηση προσφοράς έργων τέχνης, καθώς η τέχνη αφορά την αστική τάξη, η οποία με την κρίση έχει συρρικνωθεί κι έχει αρχίσει να πουλάει. Δειλά το 2010, με όλο και πιο επιταχυνόμενους ρυθμούς στην πορεία, φτάνοντας μέχρι σήμερα».