Την αποταμίευση ανακαλύπτουν ξανά οι Έλληνες καταναλωτές, ένδειξη αφενός βελτίωσης, έστω και μικρής, της οικονομικής τους κατάστασης και αφετέρου αλλαγής της νοοτροπίας του υπερκαταναλωτισμού, μιας αλλαγής που είναι απότοκο της οικονομικής κρίσης.Το παραπάνω στοιχείο αποτυπώνεται στο δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης για το τρίτο τρίμηνο του 2014 που καταρτίζει η Nielsen σε 60 χώρες. Ειδικότερα, στην ερώτηση «πού διαθέτουν τα χρήματα που τους περισσεύουν μετά την κάλυψη των βασικών τους αναγκών;», το 30% απάντησε ότι αποταμιεύει, ποσοστό που είναι και το μεγαλύτερο μεταξύ των λοιπών επιλογών. Στην αντίστοιχη έρευνα για το πρώτο τρίμηνο του 2014 το ποσοστό όσων δήλωναν ότι αποταμιεύουν τα χρήματα που τους περισσεύουν ήταν 25%, ενώ δύο χρόνια πριν ήταν μόλις 20%. Την ίδια ώρα, βεβαίως, υπάρχει και ένα άλλο 30% που δηλώνει ότι δεν του περισσεύουν καθόλου χρήματα μετά την κάλυψη των βασικών αναγκών, ποσοστό καθόλου ευκαταφρόνητο, αλλά πάντως χαμηλότερο σε σχέση με το 2013 (34%) και το 2012 (36%).
Το 28% δηλώνει ότι διαθέτει το εισόδημα που περισσεύει για την αποπληρωμή δανείων, πιστωτικών καρτών και γενικότερα χρεών, έναντι 31% το γ΄ τρίμηνο του 2013, το 22% ξοδεύει τα επιπλέον χρήματα για να κάνει διακοπές έναντι 20% το γ΄ τρίμηνο του 2013, το 21% δηλώνει ότι ξοδεύει τα χρήματα για να διασκεδάζει εκτός σπιτιού (από 18% το 2013), το 17% αγοράζει προϊόντα νέων τεχνολογιών έναντι μόλις 13% το 2013, το 12% προχωρά σε εργασίες επισκευής ή διακόσμησης της κατοικίας του, το 2% χρηματοδοτεί με το επιπλέον εισόδημα συνταξιοδοτικό πρόγραμμα και το 1% επενδύει σε μετοχές.
Η επιστροφή στη συνήθεια της αποταμίευσης, αλλά και η απόφαση μεγαλύτερου ποσοστού καταναλωτών να ξοδεύουν περισσότερα για διακοπές και διασκέδαση, αποτυπώνονται συνολικότερα στο δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης, ο οποίος στην Ελλάδα διαμορφώθηκε το γ΄ τρίμηνο του 2014 στις 56 μονάδες, καταγράφοντας αύξηση μίας μονάδας από το β΄ τρίμηνο του 2014. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο σχετικός δείκτης αυξάνεται για τρίτο συνεχόμενο τρίμηνο, με τους άντρες και τους νέους να αποτελούν τις περισσότερο αισιόδοξες ομάδες του πληθυσμού.
Ωστόσο, περισσότεροι Έλληνες σε σχέση με το β΄ τρίμηνο του 2014 θεωρούν όχι μόνο ότι η χώρα είναι τώρα σε ύφεση, αλλά ότι θα παραμείνει σε ύφεση τουλάχιστον και για τον επόμενο χρόνο. Ταυτόχρονα, η εργασιακή ασφάλεια εξακολουθεί και παραμένει η μεγαλύτερη ανησυχία του πληθυσμού σε ποσοστό 47%, το οποίο μάλιστα αυξήθηκε κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το δεύτερο τρίμηνο του 2014, ενώ ακολουθούν ως ανησυχίες η ευρύτερη οικονομία, τα χρέη και η υγεία.
Η παραμονή της ελληνικής οικονομίας σε μακροχρόνια ύφεση είχε ως αποτέλεσμα οι Έλληνες καταναλωτές να είναι αυτοί που έχουν αλλάξει τις αγοραστικές τους συνήθειες περισσότερο από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Σε ποσοστό 71% έχουν στραφεί σε φθηνότερα καταναλωτικά προϊόντα, προκειμένου να περιορίσουν τα έξοδα του νοικοκυριού, έχουν περιορίσει τη διασκέδαση εκτός σπιτιού (70%), ξοδεύουν λιγότερα για την αγορά καινούργιων ρούχων (67%), αλλά και για την αγορά έτοιμου φαγητού (60%). Μάλιστα, το 40% αυτών δηλώνει ότι κατά πάσα πιθανότητα θα συνεχίσει να το πράττει ακόμη και μετά το τέλος της κρίσης. Τέσσερις στους δέκα λένε ότι πλέον χρησιμοποιούν σπανιότερα το αυτοκίνητό τους, ενώ ανάλογο είναι το ποσοστό αυτών που πλέον δεν κάνουν διακοπές το καλοκαίρι.