Toυ ΑΝΕΣΤΗ ΝΤΟΚΑ
Στα επίπεδα Brexit του περασμένου Ιουνίου εκτοξεύθηκαν χθές οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων.
Οι ρευστοποιήσεις των ελληνικών τίτλων χρέους, λόγω της αβεβαιότητας που προκαλεί η καθυστέρηση στο κλείσιμο της ελληνικής αξιολόγησης ώθησε την απόδοση του 2ετούς ομολόγου στο 10% ,την απόδοση του ετήσιου ομολόγου στο 12,07% και την απόδοση του 10ετούς ομολόγου στο 7,65%.
Πρόκειται για επίπεδα που είχαν συναντήσει οι ξένοι διαχειριστές ομολόγων αμέσως μετά το δημοψήφισμα στην Αγγλία (23 Ioυνίου 2016) για το Brexit.
Το spread του 10ετούς ελληνικού ομολόγου ανναριχήθηκε χθές στις 727 μονάδες βάσης όταν στο ξεκίνημα του 2017 είχε διαμορφωθεί στις 628 μονάδες βάσης. Ταυτόχρονα με νέο μπαράζ εκθέσεων για την ελληνική αξιολόγηση επανήλθαν οι μεγαλύτεροι διεθνείς χρηματοοικονομικοί οίκοι.
Η Bank of America στην έκθεσή της υπογραμμίζει ότι «η β’ αξιολόγηση θα είναι πολύ πιο δύσκολη από ό,τι αναμένουν οι αγορές και οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλάδας και δανειστών θα συρθούν έως ότου η Ελλάδα ξεμείνει από χρήματα». Η αμερικάνικη τράπεζα εξακολουθεί να αναμένει μια συμφωνία πριν από τον Ιούλιο και πριν τις βαριές πληρωμές που έχει η Ελλάδα.
Όπως τονίζει «ο κίνδυνος πρόωρων εκλογών θα μπορούσε να αυξήσει την πολιτική αβεβαιότητα, αλλά κατά πάσα πιθανότητα θα οδηγήσει σε μια νέα κυβέρνηση που θα εφαρμόσει το πρόγραμμα».
O αμερικανικός οίκος Citi αναφέρει σε έκθεσή της πως η αξιολόγηση θα κλείσει όταν η Ελλάδα βρεθεί σε χρηματοδοτική πίεση, αφού όπως διευκρινίζει η έλλειψη επικείμενης αποπληρωμής του χρέους μειώνει σημαντικά την πίεση από όλες τις πλευρές να συμβιβαστούν στο εγγύς μέλλον.
Όπως σημειώνει η Citi, «η πίεση για την Ελλάδα θα έλθει τον Ιούλιο με την υποχρέωση αποπληρωμής 7 δισ. ευρώ». Σχολιάζοντας τα στοιχεία του ελληνικού ΑΕΠ η Citi υπογράμμισε ότι είναι ασταθή και επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από τη δυναμική των οικονομικών στοιχείων της κυβέρνησης,
Η ανάπτυξη στο τρίτο τρίμηνο του 2016 προσθέτει ο ξένος οίκος, «πιθανότατα ενισχύθηκε από την αποπληρωμή των μεγάλων δόσεων των ληξιπρόθεσμων οφειλών της κυβέρνησης, μετά από την εκταμίευση των μεγάλων δόσεων των δανείων τον Ιούνιο / Ιούλιο 2016, και τα στοιχεία του δ’ τριμήνου της περσινής χρονιάς «διόρθωσαν» αυτή την υπερβολή.
O επενδυτικός οίκος Godman Sachs υποστήριξε πως αν και αυτή δεν θα είναι η πρώτη φορά που το ελληνικό πρόγραμμα πλήττεται από καθυστερήσεις, ωστόσο μία παρατεταμένη κλιμάκωση της πολιτικής έντασης θα μπορούσε και πάλι να διαταράξει την ακόμη εύθραυστη ανάκαμψη του τραπεζικού τομέα.
Οπως πρόσθεσε ο αμερικανικός οίκος «η καθυστέρηση στην δεύτερη αξιολόγηση του προγράμματος, σε συνδυασμό με την περίπλοκη πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, το γεμάτο εκλογικό ημερολόγιο στην Ευρώπη και την έλλειψη συναίνεσης σχετικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους μεταξύ των πιστωτών, συνέβαλαν στην αστάθεια και τη διεύρυνση των ελληνικών spreads».
Τέλος η Morgan Stanley στην έκθεσή της εκτιμά ότι «η λύση του αδιεξόδου στο οποίο έχουν βρεθεί οι διαπραγματεύσεις είναι πιθανή αλλά θα χρειαστεί οπωσδήποτε περισσότερος χρόνος και περισσότερη πίεση».
Επίσης η Morgan Stanley τονίζει ότι η ελληνική οικονομία συρρικνώνεται και πάλι, καθώς η πολιτική αβεβαιότητα βάζει σύννεφα πάνω από τις προοπτικές της χώρας.
Όπως τονίζει, «η ανάπτυξη της Ελλάδας είναι για μια ακόμη φορά αρνητική».
Ωστόσο εκτιμά πως η Ελλάδα είναι πλήρως καλυμμένη χρηματοδοτικά για ολόκληρο το πρώτο εξάμηνο, αλλά από τον Ιούλιο μπορεί να παλέψει για να τα βγάλει πέρα χωρίς νέα κεφάλαια διάσωσης.