Η καλύτερη του αναμενόμενου επίδοση της οικονομίας για το σύνολο του έτους δεν πρέπει να προκαλεί εφησυχασμό σημειώνει η Eurobank στο τελευταίο δελτίο του τεύχους "7 Ημέρες Οικονομία". Ωστόσο, ακόμη και με ανάπτυξη, οι καλές μέρες του 2007, θα αργήσουν να ξανάρθουν, αναφέρει η τράπεζα.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των τριμηνιαίων εθνικών λογαριασμών της ΕΛΣΤΑΤ, η ετήσια μεταβολή του πραγματικού ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο 0,3% το 4ο τρίμηνο 2016 από 2,2% το προηγούμενο τρίμηνο. Το αντίστοιχο μέγεθος σε όρους τριμηνιαίας μεταβολής ήταν -0,4% από 0,9% το 3ο τρίμηνο 2016. Βάσει των προαναφερθέντων στοιχείων, ο ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας για το σύνολο του έτους 2016 εκτιμάται στο 0,3% (ή 0,4% σε τρέχουσες τιμές). Πως μεταφράζεται αυτός ο αριθμός; Ως εξής: η αξία – σε σταθερές τιμές αγοράς – των τελικών αγαθών και υπηρεσιών που παρήχθησαν στην ελληνική οικονομία το 2016 ήταν υψηλότερη κατά €547,0 εκατ. σε σχέση με το 2015 (ή 674,0 εκατ. σε τρέχουσες τιμές).
Η Eurobank σημειώνει ότι σε σύγκριση με τη δημοσίευση των προσωρινών στοιχείων του 3ου τριμήνου 2016 (29/11/2016) καταγράφηκε ανοδική αναθεώρηση του ετήσιου (από 1,8% στο 2,2%) και του τριμηνιαίου (από 0,8% στο 0,9%) ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης. Τα προσωρινά στοιχεία του 4ου τριμήνου 2016 είναι προγραμματισμένο να ανακοινωθούν στις 6 Μάρτιου 2017. Τότε θα γνωρίζουμε και τις μεταβολές που υπέστησαν οι βασικές συνιστώσες του ΑΕΠ από την πλευρά της δαπάνης (ποιος αγόρασε το προϊόν που παράχθηκε;); του εισοδήματος (τι εισοδήματα δημιούργησε;) και του προϊόντος (ποια αγαθά και υπηρεσίες παρήχθησαν;).
Ήταν αναμενόμενα τα προαναφερθέντα αποτελέσματα; Και ναι και όχι, απαντά η Eurobank. Η επιβράδυνση του ετήσιου ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης οφείλεται σε ένα βαθμό στη μείωση του αποτελέσματος βάσης του 3ου τριμήνου 2015 (επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων). Αυτό το στοιχείο προβλέπεται να αποτυπωθεί κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση (το 3ο τρίμηνο 2016 ενισχύθηκε +5,1%). Από την άλλη πλευρά, η τριμηνιαία συρρίκνωση του πραγματικού ΑΕΠ (-1,6% σε ετησιοποιημένη βάση) δεν ήταν απολύτως συμβατή με την πορεία δεικτών υψηλής συχνότητας όπως η βιομηχανική παραγωγή, το οικονομικό κλίμα, ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης και ο δείκτης όγκου λιανικού εμπορίου (Οκτ-Νοε 2016). Δύναται να υποστηριχτεί ότι η καταγραφείσα υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων πιθανώς να οδήγησε σε μείωση της ενεργού ζήτησης με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του πραγματικού ΑΕΠ. Το εν λόγω θέμα χρήζει περαιτέρω διερεύνησης καθώς η σχέση ανάμεσα στη δημόσια αποταμίευση (π.χ. πλεονάσματα στον κυβερνητικό προϋπολογισμό) και στον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης αποτελεί βασική συνιστώσα για τη δυναμική του δημοσίου χρέους τόσο στη βραχυχρόνια όσο και στη μακροχρόνια περίοδο.
Το θετικό στοιχείο που προκύπτει από τη δημοσίευση των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ είναι ότι ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης για το σύνολο του έτους 2016 ήταν υψηλότερος του αναμενόμενου (-0,3% στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού 2017). Το ίδιο συνέβη και το 2015. Ωστόσο αυτή η εξέλιξη μόνο εφησυχασμό δεν θα πρέπει να προκαλεί. Όπως εξηγεί η Eurobank, το 2016 σηματοδότησε τον 9ο χρόνο της ελληνικής κρίσης, ήτοι της περιόδου που καταγράφηκαν: 1ον συρρίκνωση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας το 2008 (-0,3%) για πρώτη φόρα από το 1993, 2ον 5 χρόνια βαθιάς ύφεσης (μέσος όρος ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης 2008-2013: -5,9%) και 3ον 3 χρόνια στασιμότητας (2013-2016).
Επιπρόσθετα, η συρρίκνωση του πραγματικού ΑΕΠ σε τριμηνιαία βάση το 4ο τρίμηνο 2016, σε μια περίοδο μάλιστα που οι προσδοκίες για την πορεία της ελληνικής οικονομίας ήταν εμφανώς ευνοϊκότερες από τις τρέχουσες (π.χ. προοπτική ολοκλήρωσης της 2ης αξιολόγησης του 3ου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής (3ΠΟΠ) τον Δεκέμβριο 2016), προκαλεί προβληματισμό για την απόδοση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας το 1ο τρίμηνο 2017. Εκτιμάται ότι ο Ιανουάριος 2017 ήταν ένας "κακός" μήνας κυρίως λόγω των άσχημων καιρικών συνθηκών. Για παράδειγμα, ο δείκτης υπευθύνων προμηθειών για τον τομέα της μεταποίησης στην Ελλάδα PMΙ μειώθηκε από τις 49,3 μονάδες τον Δεκέμβριο 2016 στις 46,6 μονάδες τον Ιανουάριο 2017. Επιπλέον, ο Φεβρουάριος 2017 ίσως αποδειχτεί μήνας δυσμενέστερων προσδοκιών με πτώση του δείκτη οικονομικού κλίματος κυρίως λόγω της καθυστέρησης για την ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης του 3ΠΟΠ.
Συνεπώς, περαιτέρω καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης του 3ΠΟΠ θα αποτελέσει τροχοπέδη για την ανάκαμψη της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας το 2017.
Ωστόσο, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό από όλους τους φορείς του οικονομικού συστήματος, ήτοι νοικοκυριά, επιχειρήσεις και κυβέρνηση, ότι ακόμα και στην περίπτωση που η ελληνική οικονομία επιστρέψει σε σχετικά υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης, η πορεία προσέγγισης του επιπέδου ευημερίας 2007 (ιστορικά υψηλό σε όρους πραγματικού ΑΕΠ) θα είναι πολυετής. Τα στοιχεία που παρατίθενται στο Σχήμα 3 είναι αποκαλυπτικά. Για να προσεγγίσουμε σε 10 (15, 20) χρόνια από σήμερα το επίπεδο του πραγματικού ΑΕΠ 2007 θα πρέπει ο μέσος ετήσιος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης να είναι της τάξης του 3,1% (2,0%, 1,5%).
Η μεγάλη πρόκληση της ανάπτυξης αποτυπώνεται ξεκάθαρα και στο Σχήμα 2. Στο εν λόγω διάγραμμα παρουσιάζουμε την πορεία του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ – σε λογαριθμική κλίμακα – από το 1960 μέχρι το 2016. Αποδεικνύεται ότι η ελληνική οικονομία έχει προσεγγίσει το μονοπάτι οικονομικής μεγέθυνσης που ακολουθούσε την περίοδο 1979-1995 (έντονος στασιμοπληθωρισμός). Κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου ο μέσος ετήσιος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης ήταν +0,2% (1979-2016 +0,4%). Είναι φανερό ότι τα αίτια της ελληνικής κρίσης αξιοπιστίας, ανταγωνιστικότητας και χρέους δεν θα πρέπει να αναζητούνται μόνο στη δεκαετία του 2000. Η αλλαγή που συντελέσθηκε στο μακροπρόθεσμο μονοπάτι μεγέθυνσης της ελληνική οικονομίας στα τέλη της δεκαετίας του 1970 είναι αξιοπρόσεκτη.
Τέλος, σε ό,τι αφορά τη δημοσίευση στοιχείων υψηλής συχνότητας, ο πληθωρισμός με βάση τον εθνικό δείκτη τιμών καταναλωτή (ΔΤΚ) διαμορφώθηκε στο +1,2% τον Ιανουάριο 2017 από 0,0% τον Δεκέμβριο 2016. Παρόμοια πορεία ακολούθησε και το αντίστοιχο μέγεθος με βάση τον εναρμονισμένο ΔΤΚ (ΕνΔΤΚ) καθώς διαμορφώθηκε στο +1,5% από +0,3% τον Δεκέμβριο 2016.
Η ενίσχυση του πληθωρισμού οφείλεται σε δύο παράγοντες. Στην άνοδο των τιμών του πετρελαίου και στην αύξηση της έμμεσης φορολογίας.