Σαφείς ενδείξεις βελτίωσης των συνθηκών στην ελληνική οικονομία, διακρίνει το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών, στο τελευταίο τεύχος του τετραμηνιαίου περιοδικού του "Οικονομικές Εξελίξεις" που δημοσιοποιήθηκε σήμερα και προβλέπει ενδυνάμωση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας στο πρώτο εξάμηνο του 2017.
Ωστόσο, όπως αναφέρεται, «εάν η ελληνική οικονομία θέλει να εισέλθει σε οδό βιώσιμης ανάπτυξης και όχι, όπως στο παρελθόν, ανάπτυξης-φούσκας, θα πρέπει να προαγάγει σειρά παραμέτρων, όπως την ποιότητα των θεσμών (το χρονοβόρο σύστημα δικαιοσύνης είναι ουσιαστικό μέρος αυτής), την εμπιστοσύνη μεταξύ κράτους και πολιτών (αυτό δεν γίνεται όσο το κράτος εφαρμόζει δύο μέτρα και δύο σταθμά στις οικονομικές σχέσεις του με τους πολίτες, π.χ. γνωρίζουμε ότι τα χρέη του κράτους προς τον πολίτη παραγράφονται εντός τριετίας ενώ του πολίτη προς το κράτος όχι πριν την παρέλευση 20ετίας), την απλοποίηση του φορολογικού νόμου, τη σταθερότητα και συνέπεια της πολιτικής, τη βελτίωση των υποδομών, την καλύτερη πρόσβαση στη χρηματοδότηση για τις επιχειρήσεις, τη βελτίωση της αποδοτικότητας του εκπαιδευτικού συστήματος και της συνδέσεως της τριτοβάθμιας παιδείας με την αγορά, τη μείωση της γραφειοκρατίας ώστε να αυξηθεί η αποδοτικότητα και η παραγωγικότητα του κρατικού μηχανισμού, και πολλά άλλα μέτρα τα οποία αναδεικνύονται από τους δείκτες και υποδείκτες που καταρτίζει το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, η Παγκόσμια Τράπεζα και ο ΟΟΣΑ.
Ακόμη, όπως σημειώνει το ΚΕΠΕ, στη θετική προοπτική βελτίωσης των συνθηκών στην ελληνική οικονομία θα συμβάλλει μία ευνοϊκή εξέλιξη στα μεγέθη των επενδύσεων, ενώ προοδευτική βελτίωση προσδοκάται σε βραχυχρόνιο ορίζοντα και από την πλευρά της ιδιωτικής κατανάλωσης, παρά τις αρνητικές πιέσεις που θα εξακολουθήσουν να ασκούνται στα εισοδήματα ορισμένων κατηγοριών νοικοκυριών λόγω της εφαρμογής μέτρων που προβλέπονται από το Πρόγραμμα Στήριξης.
Παράλληλα, ομαλή αναμένεται να είναι τα προσεχή τρίμηνα η πορεία των συνιστωσών του εξωτερικού τομέα, με τις εισαγωγές αγαθών να τείνουν σε ανάκαμψη και τις εξαγωγές να ευνοούνται από τη βελτίωση του εγχώριου περιβάλλοντος».
Ωστόσο, η εκτιμώμενη πορεία του πραγματικού ΑΕΠ, στο τέλος του 2016 αλλά και κατά το πρώτο εξάμηνο του 2017, όπως υπογραμμίζεται σε άρθρο στο ίδιο τεύχος του ΚΕΠΕ, δύναται να εξελιχθεί με περισσότερο ή λιγότερο ευνοϊκό τρόπο, σε εξάρτηση από μια πληθώρα κρίσιμων και αποφασιστικών παραγόντων.
Οι παράγοντες αυτοί σχετίζονται, από τη μία πλευρά, με την ολοκλήρωση της τρέχουσας αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας, τη διευθέτηση του ζητήματος του ελληνικού χρέους και την ένταξη της ελληνικής οικονομίας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Από την άλλη πλευρά, συνδέονται με τις επιπτώσεις του ισχύοντος οικονομικού προγράμματος της χώρας, συμπεριλαμβανομένων των επιβαρύνσεων και περιορισμών που αυτό υπαγορεύει για το διαθέσιμο εισόδημα των εγχώριων νοικοκυριών και την επιχειρηματική δραστηριότητα.
Σε ανάλυση, στο ίδιο τεύχος του ΚΕΠΕ για το διεθνές μακροοικονομικό περιβάλλον, σε ότι αφορά στη χώρα μας σημειώνεται ότι: «ξεκινώντας από το 2016, αναμένεται τελικά η ύφεση είτε να περιοριστεί αισθητά (-0,05%) είτε να καταγραφεί και μια ελαφρά ανάπτυξη σε μέσο επίπεδο, της τάξης του 0,1% περίπου.
Από την άλλη πλευρά, για το 2017 αναμένεται ανάπτυξη, η οποία όμως παρουσιάζει σημαντική απόκλιση από Οργανισμό σε Οργανισμό (από 1,3% έως 2,8%). Η ανάπτυξη αυτή θα βασιστεί στην ενεργό ζήτηση αλλά επίσης και στη επενδυτική δραστηριότητα η οποία, με τη σειρά της, θα συμβάλλει σταδιακά στην αύξηση των καθαρών εξαγωγών στο ΑΕΠ. Μια τέτοια εξέλιξη, εάν συνεχιστεί και το 2018, θα βοηθήσει σημαντικά και στην περαιτέρω χαλάρωση των capital controls.
Σε ό,τι αφορά το παραγωγικό κενό της χώρας, για το 2017 δεν υπάρχουν συγκλίνουσες απόψεις. Μάλιστα θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ότι αυτές ποικίλλουν αισθητά (από -3,5% έως και -11,9% περίπου).
Επίσης, η αγορά εργασίας (ανεργία) δείχνει κάποια σημάδια βελτίωσης. Συγκεκριμένα, η ανεργία το 2017 αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω στο 23,1% από 23,5% ένα χρόνο πριν.
Επίσης ο αποπληθωρισμός δείχνει να τερματίζεται (με προβλέψεις από 0,0% έως 1,1% για το 2017), κυρίως λόγω της αύξησης των έμμεσων φόρων (π.χ. ΦΠΑ).
Αρνητική αβεβαιότητα στην όλη μακροοικονομική εξέλιξη δημιουργεί το ζήτημα της δεύτερης αξιολόγησης, καθώς επίσης και τα θέματα που συνδέονται με τους πρόσφυγες και το μεταναστευτικό. Σε ό,τι αφορά τα δημοσιονομικά θέματα, η μείωση των δαπανών για τόκους, από μέρος της Γενικής Κυβέρνησης, θα έχει μάλλον ως συνέπεια να παρουσιάσει η χώρα δημοσιονομικό έλλειμμα της τάξης του 2,7% του ΑΕΠ περίπου για το 2016. Για το 2017 (και το 2018) αναμένεται πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα της τάξης του 1,75% (και 3,5%, αντίστοιχα) του ΑΕΠ. Τέλος, μια ουσιαστική αύξηση του ΑΕΠ, από το 2017 και μετά, σε συνδυασμό με τη μείωση των δαπανών για τόκους, αναμένεται να έχει θετικές επιπτώσεις και στον λόγο χρέους/ΑΕΠ αλλά και στην οικονομία γενικότερα».
Τέλος, από τα στοιχεία που εξετάζει το ΚΕΠΕ και αφορούν τις δαπάνες γενικότερα, αλλά και ειδικότερα τις λειτουργικές δαπάνες του δημοσίου, είναι σαφές ότι η περαιτέρω μείωσή τους, αν δεν είναι ιδιαίτερα στοχευμένη, θα οδηγήσει σε δυσλειτουργία των φορέων.
«Η επισκόπηση δαπανών που ξεκίνησε από επιλεγμένα υπουργεία το 2016, Οικονομικών, Οικονομίας και Ανάπτυξης και Πολιτισμού και Αθλητισμού, και αναμένεται να επεκταθεί σε όλη τη Γενική Κυβέρνηση μέσα στο 2017, μπορεί να αποτελέσει εργαλείο αν δεν γίνει με μοναδικό γνώμονα τη μείωση των δαπανών κατά ένα ποσοστό, αλλά τη βέλτιστη ανακατανομή της δαπάνης με βάση τα κριτήρια της οικονομικής αποτελεσματικότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, και, με απώτερο σκοπό, τη συνδρομή στη βελτίωση της αναπτυξιακής προοπτικής μεσοπρόθεσμα» όπως σημειώνεται.
Μεταρρυθμίσεις και επιχειρηματικότητα
«Παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει σημειώσει η Ελλάδα στη διευκόλυνση του επιχειρείν, θα πρέπει να συνεχίσει την υλοποίηση δομικών μεταρρυθμίσεων» όπως σημειώνει το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών.
Όπως αναφέρει το ΚΕΠΕ, πολλές από τις μεταρρυθμίσεις που έχει εφαρμόσει η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχουν διευκολύνει σε σημαντικό βαθμό το ελληνικό επιχειρείν, κυρίως όσον αφορά την έναρξη επιχείρησης και τη διεξαγωγή διασυνοριακού εμπορίου.
Ωστόσο, η χώρα καταλαμβάνει την τελευταία θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ με υψηλό εισόδημα βάσει του συνολικού δείκτη ευκολίας του επιχειρείν που υπολογίζει η Παγκόσμια Τράπεζα σε σχετική έκθεσή της. Για τη χαμηλή αυτή επίδοση φαίνεται να ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό οι πολύπλοκες και χρονοβόρες διαδικασίες στη μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας και στην εφαρμογή των συμβάσεων διαμέσου της δικαστικής οδού.
«Συνολικά λοιπόν, συμπεραίνουμε ότι, παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει σημειώσει η Ελλάδα στη διευκόλυνση του επιχειρείν, θα πρέπει να συνεχίσει την υλοποίηση δομικών μεταρρυθμίσεων, καθώς φαίνεται να υπάρχουν σημαντικά περιθώρια βελτίωσης κυρίως όσον αφορά τους τομείς καταχώρισης ακίνητης περιουσίας και την εφαρμογή των συμβάσεων μέσω των δικαστηρίων. Η απλοποίηση των διαδικασιών, η μείωση της γραφειοκρατίας, του χρόνου και του κόστους διεκπεραίωσης των απαιτούμενων ενεργειών, κατά περίπτωση, κρίνονται απαραίτητες προκειμένου να δημιουργηθεί στη χώρα ένα "φιλικό" ρυθμιστικό περιβάλλον που θα ενθαρρύνει τις επενδύσεις και την ανάληψη καινοτόμων επιχειρηματικών πρωτοβουλιών».
Επίδοση στους επιμέρους τομείς άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας
Η εξέταση των επιμέρους δεικτών, σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, δείχνει σε ποιους συγκεκριμένους τομείς άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας το ρυθμιστικό περιβάλλον δυσχεραίνει το ελληνικό επιχειρείν και σε ποιους το διευκολύνει.
Συγκριτικά με το μέσο επίπεδο των χωρών του ΟΟΣΑ υψηλού εισοδήματος, το κανονιστικό-νομικό πλαίσιο στην Ελλάδα φαίνεται να εγείρει σημαντικά εμπόδια για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, κυρίως όσον αφορά στην καταχώριση της ακίνητης περιουσίας και στην εφαρμογή των συμβάσεων μέσω της δικαστικής οδού.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ελλάδα απαιτούνται 10 συνολικά διαδικασίες για τη μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας (π.χ. κατάρτιση τοπογραφικού σχεδίου και έκδοση συναφών πιστοποιητικών από μηχανικούς, προετοιμασία της συμφωνίας μεταβίβασης από δικηγόρο, έκδοση απαιτούμενων πιστοποιητικών από την Εφορία και το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, δήλωση της πράξης μεταβίβασης στο Υποθηκοφυλακείο και εγγραφή στο Κτηματολόγιο) ενώ στις χώρες του ΟΟΣΑ υψηλού εισοδήματος απαιτούνται, κατά μέσο όρο, μόλις 5 διαδικασίες.
Επίσης, ο μέσος χρόνος εκδίκασης μιας εμπορικής διαφοράς σε δικαστήριο της Αθήνας είναι 1.580 ημέρες, όταν ο αντίστοιχος χρόνος σε μια μέση χώρα του ΟΟΣΑ υψηλού εισοδήματος είναι μόνο 575 ημέρες.
Στον αντίποδα, το κανονιστικό πλαίσιο στην Ελλάδα παρουσιάζεται αρκετά ευνοϊκό όσον αφορά το διασυνοριακό εμπόριο και κυρίως τις εισαγωγές προϊόντων, με το κόστος εκτελωνισμού και ελέγχων σε μια τυπική περίπτωση εισαγόμενων εμπορευμάτων να είναι μηδενικό, έναντι 115 δολαρίων στη μέση χώρα του ΟΟΣΑ υψηλού εισοδήματος.
Στους τομείς καταχώρισης ακίνητης περιουσίας και εφαρμογής συμβάσεων η Ελλάδα παρουσιάζει τη χειρότερη επίδοση σε σχέση με τις άλλες χώρες, κατέχοντας την 141η και 133η θέση, αντίστοιχα. Στην Ελλάδα για την καταχώριση/μεταβίβαση ακινήτων απαιτούνται κατά μέσο όρο 20 ημέρες, ενώ στην Πορτογαλία μόνο μία και στην Ολλανδία 2,5 ημέρες. Επίσης, απαιτείται σχεδόν τετραπλάσιος χρόνος για την εκδίκαση μιας τυπικής εμπορικής διαφοράς σε δικαστήριο της Αθήνας (1.580 ημέρες) σε σχέση με τη Γαλλία (395 ημέρες) και την Αυστρία (397 ημέρες).
Εντούτοις, αξίζει να σημειωθεί η υψηλή θέση της Ελλάδας στην κατάταξη με βάση τον δείκτη του διεθνούς εμπορίου (29η θέση), η οποία υποδηλώνει ευνοϊκότερο ρυθμιστικό πλαίσιο διεξαγωγής διασυνοριακού εμπορίου συγκριτικά με άλλες χώρες του ΟΟΣΑ, ανάμεσά τους και τη Γερμανία (38η θέση), στην οποία οι διαδικασίες προετοιμασίας σχετικών εγγράφων και εκτελωνισμού είναι περισσότερο χρονοβόρες και κοστίζουν περισσότερο.
Σχετικά καλή παρουσιάζεται η επίδοση της Ελλάδας και στον δείκτη έναρξης επιχείρησης όπου κατέχει την 56η θέση στην παγκόσμια κατάταξη έναντι της 114ης θέσης της Γερμανίας και της 111ης θέσης της Αυστρίας. Στην Ελλάδα μπορεί πλέον να ιδρυθεί μια επιχείρηση χωρίς να απαιτείται ελάχιστο αρχικό κεφάλαιο, ενώ το αντίστοιχο κόστος για μια επιχείρηση στη Γερμανία ανέρχεται στο 33% περίπου του κατά κεφαλήν εισοδήματος της χώρας. Επιπρόσθετα, ο συνολικός απαιτούμενος χρόνος για την ολοκλήρωση των διαδικασιών έναρξης της επιχείρησης είναι 13 ημέρες στην Ελλάδα, ενώ στην Αυστρία ανέρχεται στις 21 ημέρες.
Εξετάζοντας τη διαχρονική εξέλιξη των εν λόγω δεικτών για την Ελλάδα τα τελευταία τρία έτη (2014-2016) παρατηρούνται πολύ μικρές μεταβολές τόσο στον γενικό δείκτη όσο και στους επιμέρους δείκτες. Σε σχέση με το 2015, η βαθμολογία της χώρας έμεινε αμετάβλητη στους 7 από τους 10 δείκτες. Μικρή μείωση καταγράφηκε στον δείκτη της καταβολής φόρων (στο 78,22% από 78,65%), η οποία φαίνεται να σχετίζεται με την αύξηση του εταιρικού φορολογικού συντελεστή. Από την άλλη πλευρά, μικρή αύξηση παρουσίασε ο δείκτης της καταχώρισης ακίνητης περιουσίας καταγράφοντας την πρόοδο που σημείωσε η Ελλάδα στην ευκολία μεταβίβασης ακινήτων, λόγω μείωσης του φόρου μεταβίβασης περιουσίας και της κατάργησης της απαίτησης σχετικά με την υποβολή πιστοποιητικού φορολογικής ενημερότητας.
Τέλος σημειώνεται ότι πρόσφατες σημαντικές μεταρρυθμίσεις έλαβαν χώρα στον τομέα εφαρμογής των συμβάσεων με την εισαγωγή αυστηρότερων κανόνων για αναβολές, επιβάλλοντας προθεσμίες στις δικαστικές αποφάσεις και περιορίζοντας τις προσφυγές που μπορούν να κατατεθούν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκτέλεσης των συμβάσεων.
Η πρόοδος όμως αυτή δεν αποτυπώθηκε στον σχετικό δείκτη, καθώς φαίνεται ότι και άλλες χώρες προέβησαν σε μεταρρυθμίσεις που διευκόλυναν την εφαρμογή των συμβάσεων διαμέσου των δικαστηρίων.
Πηγή: ΑΠΕ ΜΠΕ