Πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα η συνάντηση της ΓΣΕΕ με τις εργοδοτικές οργανώσεις, στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης για την κατάρτιση της νέας εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας (ΕΓΣΣΕ) για το 2017. Στο πλαίσιο αυτό, οι κοινωνικοί εταίροι κατέληξαν ομόθυμα και ομόφωνα στην αναγκαιότητα υπογραφής νέας ΕΓΣΣΕ, με τους ίδιους όρους, όπως και οι προηγούμενες, με το σκεπτικό, αφενός μεν να διασφαλιστεί το σύνολο των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτή, αφετέρου δε να εξακολουθεί να υφίσταται το ελάχιστο πλαίσιο δικαίου για τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα.
Η ΓΣΕΕ θεωρεί ότι οι ευθύνες και της παρούσας κυβέρνησης είναι δεδομένες, αφού η επαναφορά του συλλογικού εργατικού δικαίου εξακολουθεί να παραμένει μία ακόμα προεκλογική εξαγγελία. Συγκεκριμένα, μετά την ολοκλήρωση της συνάντησης, ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γιάννης Παναγόπουλος, σε δηλώσεις του στους δημοσιογράφους, σημείωσε: «Είναι γνωστό ότι ούτε οι συλλογικές συμβάσεις επανήλθαν ούτε ο κατώτατος μισθός στα 751 ευρώ, όπως προεκλογικά εξήγγειλε η κυβέρνηση. Έτσι, οι διαπραγματεύσεις για τη σύναψη της νέας εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, γίνονται στο περιοριστικό περιβάλλον των μνημονιακών νόμων, που απαγορεύουν το ύψος του κατώτατου μισθού να συνομολογείται από τη ΓΣΕΕ και τις οργανώσεις των εργοδοτών. Αυτό που συμφωνήθηκε σήμερα, είναι ότι σε κάθε περίπτωση, εντός των νόμιμων προθεσμιών θα παραταθεί η ισχύς της υπάρχουσας σύμβασης».
«Βεβαίως», συμπλήρωσε, «θα υπάρχει πάλι η πρόνοια, ώστε αν βελτιωθεί το νομοθετικό περιβάλλον, αμέσως να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις και για τον κατώτατο μισθό. Ομολογώ ότι είμαι εντελώς απαισιόδοξος για την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων σχετικά με αυτά τα ζητήματα. Θα εξεταστούν κι άλλα ζητήματα, όμως, που αφορούν συμπληρωματικές ασφαλίσεις, διάσωση θέσεων εργασίας, υγιεινή και ασφάλεια στην εργασία, δηλαδή θεσμικά θέματα, που είναι τα μόνα που δεν απαγορεύει ο νόμος».