Σε μία συγκυρία όπου απαιτούνται πρόσθετα μέτρα 2 π.μ. του ΑΕΠ ώστε να διασφαλισθεί πρωτογενές πλεόνασμα 3,5 π.μ. του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα, και με δεδομένη την υπερφορολόγηση της οικονομίας, στις επιλογές των δαπανών που θα περικοπούν θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη ποιες από αυτές συμβάλλουν στην ανάπτυξη, και συνεπώς δημιουργούν εισοδήματα στο μέλλον που μπορούν να συνεισφέρουν στα φορολογικά έσοδα, αναφέρει ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο του για την ελληνική οικονομία.
Όπως σημειώνει, η πραγματικότητα είναι ότι ακόμη και σήμερα, μετά από 7 χρόνια λιτότητας και ύφεσης, το κράτος στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι υπερτροφικό και αναποτελεσματικό. Οι δαπάνες της γενικής κυβέρνησης στην Ελλάδα ανέρχονται το 2015 σε 55,4% του ΑΕΠ (έναντι 54,1% στην ΕΕ-28), ενώ με βάση το κατά κεφαλή εισόδημα, που υποδηλώνει την ικανότητα της κοινωνίας να χρηματοδοτεί, μέσω της φορολογίας, τις δημόσιες δαπάνες, δεν θα έπρεπε να υπερβαίνουν το 44% του ΑΕΠ. Μόνο η Δανία και η Φινλανδία έχουν μεγαλύτερες δημόσιες δαπάνες, αν και πολύ πιο αποτελεσματικές, από την Ελλάδα.
Την ίδια στιγμή, οι δαπάνες που είναι φιλικές προς την ανάπτυξη (εκπαίδευση, υγεία, μεταφορές και επικοινωνίες, έρευνα και ανάπτυξη) και μπορούν να αναλαμβάνονται και από τον ιδιωτικό τομέα, διαμορφώνονται στην Ελλάδα σε 12% του ΑΕΠ (έναντι 15% στην ΕΕ-28), με την εκπαίδευση να υπολείπεται 1 π.μ., και την υγεία 2,6 π.μ. και τις δαπάνες για μεταφορές και επικοινωνίες, και, έρευνα και ανάπτυξη, να υπερβαίνουν 1,1 π.μ. και 0,1 π.μ. του ΑΕΠ αντιστοίχως, τον μέσο όρο στην ΕΕ-28. Οι αγκυλώσεις του παρελθόντος που κρατούσαν τον ιδιωτικό τομέα μακριά από αυτές τις λειτουργίες του κράτους είναι πλέον καιρός να εκλείψουν και να δώσουν χώρο στην παροχή ποιοτικών δημόσιων αγαθών με την αποτελεσματικότητα που κατά τεκμήριο χαρακτηρίζει την ιδιωτική πρωτοβουλία.
Οι δημοσιονομικοί περιορισμοί και η αδυναμία μεταρρύθμισης και αποτελεσματικότερης λειτουργίας του κράτους, οδηγούν σε δημόσια αγαθά εν τέλει ακριβά και ταυτόχρονα κακής ποιότητας, προς τους πολίτες μια στρέβλωση με σαφείς παρενέργειες όμως και για την οικονομία και τις επενδύσεις. Η μείωση λοιπόν των δημοσίων δαπανών, με προτεραιότητα στους τομείς όπου υπάρχει σπατάλη, δηλαδή χρήση πόρων για δαπάνες χαμηλής αποδοτικότητας και σκοπιμότητας σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, μπορεί να αντισταθμισθεί από την δραστηριοποίηση του ιδιωτικού τομέα, με καλύτερους όρους εξυπηρέτησης των πολιτών, και, κυρίως με ανταποδοτικότητα.
Οι εξελίξεις στην αγορά εργασίας καταγράφουν, παρά τη μείωση του ποσοστού ανεργίας κατά 1 π.μ. σε σχέση με πέρυσι, μικρή επιβράδυνση, την ώρα που οι εγγεγραμμένοι άνεργοι συνεχίζουν τους πρώτους μήνες του 2017 να αυξάνονται. Η μεγάλη άνοδος των ληξιπρόθεσμων οφειλών αποδίδεται στην εφάπαξ εγγραφή μιας περίπτωσης οφειλών και δεν αντανακλά την τάση της αγοράς η οποία καταγράφει μείωση των νέων ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Φιλικές για την ανάπτυξη δημόσιες δαπάνες και αποτελεσματικότητα κόστους στο δημόσιο
Κάθε οργανωμένη Πολιτεία και Δημοκρατία οφείλει να παρέχει ποιοτικά δημόσια αγαθά στους πολίτες της. Η καλή Παιδεία και Υγεία, οι ποιοτικές Μεταφορές και Υποδομές και η Καινοτομία, αποτελούν μεγέθη ευθέως ανάλογα και συσχετιζόμενα με την πορεία μιας οικονομίας και τους ρυθμούς ανάπτυξής της και φυσικά με την ευημερία της κοινωνίας.Το πού και πώς θα ξοδευθούν, λοιπόν, τα χρήματα των φορολογουμένων είναι εξόχως σημαντικό πολιτικό ζήτημα. Η ευημερία της κοινωνίας προάγεται μέσω δαπανών, επενδύσεων σε φυσικές υποδομές (π.χ. μεταφορές και επικοινωνίες) και σε κοινωνικές υποδομές (π.χ. εκπαίδευση και κατάρτιση, υγεία), καθώς και σε έρευνα και ανάπτυξη. Οι επενδύσεις αυτές σε φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο δημιουργούν τις κατάλληλες συνθήκες για ιδιωτικές επενδύσεις, την ανάπτυξη επαγγελματικών δεξιοτήτων και τη διασφάλιση της υγείας του πληθυσμού, την προαγωγή της τεχνολογικής ανάπτυξης και καινοτομίας, κ.ο.κ., με τελικό σκοπό την ανύψωση του επιπέδου διαβίωσης του πληθυσμού. Έτσι, μία κοινωνία πρέπει να δίνει προτεραιότητα σε δαπάνες που προάγουν τη βιωσιμότητά της, με έμφαση στην υψηλή αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα των πόρων που χρησιμοποιούνται (τα χρήματα δηλαδή των φορολογουμένων).
Δυστυχώς στην Ελλάδα των Μνημονίων και της πολυετούς ύφεσης και αυτοί οι τομείς υπέστησαν σημαντικές περικοπές χωρίς ταυτόχρονα να υλοποιηθεί ένα ολοκληρωμένο και αποτελεσματικό πρόγραμμα εξυγίανσης και εξορθολογισμού της λειτουργίας του κράτους. Οποιαδήποτε δε συζήτηση περί αύξησης των δαπανών στους τομείς αυτούς είναι μη ρεαλιστική όχι μόνο λόγω των σημερινών δημοσιονομικών περιορισμών και εξάντλησης της φοροδοτικής ικανότητας των συνεπών φορολογουμένων, αλλά και εξαιτίας της ανεπάρκειας του ελληνικού δημοσίου να διαχειριστεί με αποτελεσματικότητα, αξιοκρατία και πολιτοκεντρική φιλοσοφία, τους πόρους που του ανατίθενται.
Βεβαίως, ένα κράτος όταν διαπιστώνει ότι υστερεί σε αποτελεσματικότητα και σε ικανότητα χρηματοδότησης θα πρέπει να προχωρεί σε αναθέσεις ή παραχωρήσεις ή να προωθεί τις συμπράξεις με τον ιδιωτικό τομέα που χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Σε πολλές χώρες, οι δαπάνες του κράτους είναι μικρές επειδή ο ιδιωτικός τομέας αναπληρώνει τις όποιες αδυναμίες του κράτους στην παραγωγή επενδυτικών και κοινωνικών αγαθών. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το κράτος οφείλει να προδιαγράφει αυστηρά τις απαιτήσεις του ως προς την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και να ασκεί αυστηρή και αποτελεσματική εποπτεία.
Ένας από τους λόγους που οι πολίτες σήμερα στην ουσία αρνούνται, μέσω της φοροδιαφυγής, να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση των δαπανών π.χ. υγείας και εκπαίδευσης είναι η κακή ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Η μείωση της υπερφορολόγησης, ως αποτέλεσμα της μείωσης των δημοσίων δαπανών, θα μπορούσε να δημιουργήσει εισοδήματα, με τα οποία οι πολίτες θα ζητήσουν υπηρεσίες καλύτερης ποιότητας από ιδιώτες παρόχους. Το να διατηρούμε υψηλές τις δημόσιες δαπάνες (και υψηλή την φορολογία) και να περιμένουμε την αναβάθμιση των υπηρεσιών είναι αδιέξοδη πολιτική. Δεν υπάρχει κίνητρο στον δημόσιο τομέα να αναβαθμίσει την ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρει παρά μόνον εάν υπάρχει ανταγωνισμός για τις ίδιες υπηρεσίες από τον ιδιωτικό τομέα. Επιβάλλεται, λοιπόν, να επιτραπεί π.χ. στα δημόσια σχολεία και νοσοκομεία να ανταγωνίζονται επί ίσοις όροις τους ιδιώτες παρόχους. Μόνο έτσι θα βελτιωθεί η ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρουν και, ταυτόχρονα, θα διασφαλισθούν συνθήκες ανταγωνιστικής τιμολόγησης στην αγορά ώστε να μην δημιουργούνται ολιγοπωλιακές καταστάσεις.
Μία πρώτη προσέγγιση της συμβολής των δημοσίων δαπανών στην ανάπτυξη και την οικονομική ευημερία αναφέρεται στις δημόσιες επενδύσεις, όπως παρουσιάζονται στο Διάγραμμα Δ01, όπου και συγκρίνονται οι διάφορες χώρες και περιοχές του κόσμου. Μία πρώτη παρατήρηση είναι ότι η Ελλάδα υστερεί σε δημόσιες επενδύσεις σε σχέση με την Ευρώπη και η Ευρώπη υστερεί σε σχέση με την Ιαπωνία και τις ΗΠΑ, όπου οι πολίτες ήδη απολαμβάνουν υψηλότερο επίπεδο διαβίωσης. Μία εξίσου σημαντική παρατήρηση είναι ότι τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ανατολική Ευρώπη (πρώην κομμουνιστικές χώρες) ξοδεύουν πολύ περισσότερα σε δημόσιες επενδύσεις απ’ ό,τι οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες, ως είναι φυσιολογικό, λόγω διαφοράς βιοτικού επιπέδου. Η Ελλάδα, με τη σειρά της, ξοδεύει όσο και οι αναπτυγμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ θα έπρεπε να ξοδεύουμε περισσότερα, δεδομένης της ανάγκης για επενδύσεις που είναι 60% χαμηλότερες σήμερα απ’ ό,τι πριν την κρίση. Αλλά πού να βρεθούν τα χρήματα για επενδύσεις όταν ήδη ξοδεύουμε συνολικά περισσότερα και, κυρίως, για καταναλωτικούς σκοπούς, από τον υπόλοιπο κόσμο!
Στην Ελλάδα, οι δημόσιες δαπάνες που είναι φιλικές προς την ανάπτυξη, δηλαδή σε εκπαίδευση και κατάρτιση, υγεία, μεταφορές και επικοινωνίες, και σε έρευνα και ανάπτυξη, παρουσιάζονται στο Διάγραμμα Δ02, όπου και συγκρίνονται με το μέσο όρο στην Ευρώπη και σε άλλες περιοχές του κόσμου. Παρατηρείται, λοιπόν, ότι η Ελλάδα όχι μόνον έχει υψηλότερες δημόσιες δαπάνες ως % του ΑΕΠ από τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά ξοδεύει και το μικρότερο ποσοστό σε δαπάνες φιλικές προς την ανάπτυξη (24% η Ελλάδα σε σχέση με 30% στην Ευρώπη και την Ιαπωνία και 44% στις ΗΠΑ). Οι ΗΠΑ, μάλιστα έχουν και τις μικρότερες δημόσιες δαπάνες στον κόσμο (38% του ΑΕΠ), κυρίως λόγω του ότι ξοδεύουν σχεδόν τα μισά απ’ ό,τι ο υπόλοιπος κόσμος σε κοινωνική.