"Η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο ποσοστό αυτοαπασχολούμενων (34%) και συνεπώς το μικρότερο ποσοστό μισθωτών (66%) εργαζομένων, απ’ όλες τις αναπτυγμένες χώρες του κόσμου το 2016. Αυτό είναι ένδειξη υπανάπτυξης της οικονομίας, εκτεταμένης φοροδιαφυγής και καθήλωσης του πληθυσμού σε ένα σχετικά χαμηλό βιοτικό επίπεδο, σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία", τονίζει ο ΣΕΒ στο νέο εβδομαδιαίο δελτίο του για την ελληνική οικονομία.
Οι συντάκτες της έκδοσης φέρνουν ως παράδειγμα αντίστοιχα ποσοστά που ισχύουν στις ΗΠΑ, όπου μόνο 7 στους 100 είναι αυτοαπασχολούμενοι, σε αντίθεση με την Ινδία όπου ο αντίστοιχος αριθμός είναι 87 και εξηγεί ότι τα μεγέθη αυτά σημαίνουν ότι οι σύγχρονες μέθοδοι οργάνωσης της παραγωγής και καταμερισμού εργασίας δεν είναι τόσο διαδεδομένες στην Ινδία, όπως είναι στις ΗΠΑ.
Ακόμη ο ΣΕΒ επισημαίνει ότι πέραν του ότι η χώρα μας έχει το μικρότερο ποσοστό μισθωτών, άνω του 30% των μισθωτών απασχολείται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, σε δραστηριότητες κατά κανόνα χαμηλής παραγωγικότητας. "Αυτό προκαλεί πρόσθετα εμπόδια στην ανάπτυξη ιδιωτικών επιχειρήσεων, καθώς καθιερώνονται πρότυπα εργασιακών σχέσεων και αμοιβών που δεν συνάδουν με τις ανταγωνιστικές συνθήκες που επικρατούν σε μία εύρυθμη ιδιωτική οικονομία" τονίζει.
Με στοιχεία 2ου τριμήνου 2016, οι Έλληνες δουλεύουν περισσότερες ώρες εβδομαδιαίως (42,3) από τους Ευρωπαίους (37,1), κυρίως λόγω του υψηλότερου ποσοστού αυτοαπασχολούμενων στο σύνολο των απασχολούμενων. Στην Ελλάδα ανέρχεται στο 34% και στην ΕΕ-28 στο 16%. Ένας πρόσθετος λόγος είναι το χαμηλότερο ποσοστό της μερικής απασχόλησης στην Ελλάδα (9,8%) απ’ ό,τι στην Ευρώπη (20,3%). Η διαφορά αυτή μεταξύ Ελλάδας και Ευρώπης (34% vs 16%), όσον αφορά στο ποσοστό αυτοαπασχολούμενων στη συνολική απασχόληση, λαμβάνει ανησυχητικές διαστάσεις εάν αναλυθεί σε κλαδικό επίπεδο. Οι αποκλίσεις είναι ακόμη μεγαλύτερες στη μεταποίηση (22,8% vs 6,8%), το εμπόριο (40,5% vs 17,7%) , τον τουρισμό (34,4% vs 17,5), τις μεταφορές και την αποθήκευση (27,3% vs 11%), την εκπαίδευση (8,2 vs 5,5%) και την υγεία/κοινωνικές υπηρεσίες (20,2% vs 8,9%).
Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, τα μεγέθη αυτά αντανακλούν τη λειτουργία χιλιάδων μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων στην Ελλάδα, ακόμη και σε κλάδους που στην Ευρώπη η δραστηριότητα ασκείται κατά μέσο όρο από πολύ μεγαλύτερες σε μέγεθος επιχειρήσεις, όπως επιβάλλει η αναζήτηση μεγαλύτερης αποτελεσματικότητας με την εφαρμογή μεθόδων που δημιουργούν οικονομίες κλίμακας. "Οι αριθμοί αυτοί είναι εντυπωσιακοί ως προς τις αρνητικές επιπτώσεις και συνέπειες που ασκούνται στην ευημερία των Ελλήνων πολιτών από το έλλειμμα προσαρμοστικότητας της ελληνικής οικονομίας στις σύγχρονες μεθόδους οργάνωσης της παραγωγής. Απορεί κανείς για τι είδους ανάπτυξη μιλάνε τα σχέδια εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής που καταρτίζονται όταν η οργάνωση της παραγωγής, ακόμη και σε μεγάλους και εξωστρεφείς κλάδους της ελληνικής οικονομίας, ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό το πρότυπο της μικρής οικογενειακής και ατομικής επιχείρησης. Αυτό είναι αποτέλεσμα της πολιτικής προστατευτισμού που ασκείται όσον αφορά στις μικρές/ατομικές εκμεταλλεύσεις, για πελατειακούς κυρίως λόγους. Και δεν είναι, βεβαίως, παράξενο γιατί, στο πλαίσιο αυτό, η φοροδιαφυγή, όπως έδειξε η πρόσφατη έρευνα της διαΝΕΟσις, είναι τόσο διαδεδομένο φαινόμενο στην ελληνική οικονομία, και γιατί το πολιτικό σύστημα κωφεύει στον περιορισμό της" σημειώνει ο ΣΕΒ.
Ακόμη αναφέρει ότι η αύξηση των μη φορολογικών εσόδων το διάστημα Ιαν – Φεβ 2017 αντιστάθμισε τη στασιμότητα ή μείωση που παρουσίασαν άλλες κατηγορίες εσόδων, όπως ορισμένοι φόροι στην κατανάλωση και οι φόροι περιουσίας, γεγονός το οποίο συνέβαλε στην υπέρβαση του στόχου των εσόδων κατά €522 εκατ.
Ωστόσο, καταλήγει ο ΣΕΒ, η υπερφορολόγηση επιχειρήσεων και νοικοκυριών, σε συνδυασμό με τη συνεχή αναβολή της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης, φαίνεται πως έχει αντίκτυπο στις ιδιωτικές καταθέσεις, οι οποίες σημείωσαν νέα εκροή τον Φεβρουάριο κατά €750 εκατ. Πάντως, από τον Ιούλιο του 2015 που επιβλήθηκαν οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, η ροή των συνολικών καταθέσεων σωρευτικά είναι θετική κατά €3 δισ. περίπου, ως αποτέλεσμα της αυξητικής τάσης που παρουσιάζουν οι καταθέσεις των επιχειρήσεων και παρά τη σωρευτική μείωση των καταθέσεων των νοικοκυριών κατά -€1,1 δισ.