«Το Brexit συνιστά ξεκάθαρα μία αποτυχία της Ευρώπης και ένα σήμα κινδύνου για την πορεία της μη ισορροπημένης και δημοκρατικά θεμελιωμένης οικονομικής ολοκλήρωσης της, η οποία πρέπει άμεσα να διορθωθεί αν δεν θέλουμε να έχει συνέχεια. Κι ένας τρόπος να γίνει αυτό είναι να υπάρξει μία εποικοδομητική επαναπροσέγγιση με τη Βρετανία».
Τα παραπάνω σημείωσε ο υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης, Δημήτρης Παπαδημητρίου, στην ημερίδα "Brexit, ευκαιρίες και προκλήσεις για την Ελλάδα, το Ηνωμένο Βασίλειο και την ΕΕ κατά την περίοδο των διαπραγματεύσεων και την επόμενη ημέρα", που διοργανώνει το Ελληνοβρετανικό Εμπορικό Επιμελητήριο.
«Όμως», συνέχισε ο υπουργός, «το μεγαλύτερο κέρδος θα προκύψει εάν σαν αποτέλεσμα του Brexit η Ευρωζώνη προχωρήσει σε ενίσχυση των κεντρομόλων τάσεων οικονομικής και δημοσιονομικής ενοποίησης της, αποτρέποντας φαινόμενα κοινωνικής διάλυσης και οικονομικού εθνικισμού και λαϊκισμού. Κι αυτό ενόσω οι χώρες-μέλη της σαν την Ελλάδα θα επιδιώκουν την με κάθε τρόπο σύσφιξη των σχέσεων τους με συγγενείς ευρωπαϊκές χώρες όπως πλέον είναι η Βρετανία».
Σχετικά με τις επιπτώσεις στην Ελληνική οικονομία κ. Παπαδημητρίου σημείωσε ότι, αναλόγως της εξέλιξης των διαπραγματεύσεων και της συμφωνίας που θα προκύψει μεταξύ Βρετανίας-ΕΕ για να αρχίσει να ξεπληρώνει η πρώτη, σταδιακά, τις υποχρεώσεις της προς την δεύτερη (ύψους 57 δισ. ευρώ) εκτιμάται ότι αυτό το κόστος μπορεί να κυμανθεί από 0,3% έως 1% του ΑΕΠ συνολικά για μία διετία. «Πρόκειται για μία μάλλον ήπια επίπτωση αν επικρατήσει το καλό σενάριο», όπως είπε ο υπουργός.
Αλλά δεν είναι μόνο το άμεσο κόστος που θα προκύψει από την κάμψη των ελληνικών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών και των βρετανικών επενδύσεων ενδεχομένως λόγω της υποτίμησης της βρετανικής στερλίνας. Υπάρχει και το έμμεσο κόστος που μπορεί να προκαλέσει η πιθανή αναστάτωση των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών με συνέπεια την αύξηση του κινδύνου και των επιτοκίων δανεισμού εξαιτίας της κάμψης τιμών των ελληνικών κρατικών ομολόγων, υπογράμμισε ο υπουργός.
«Σε μία τέτοια περίπτωση, όπως είπε, η επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρώπη θα επιβαρύνει περαιτέρω την εγχώρια ρευστότητα και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των ελληνικών τραπεζών» και πρόσθεσε ότι στο έμμεσο κόστος περιλαμβάνεται και η αναπότρεπτη αλλαγή στον προϋπολογισμό της ΕΕ στον οποίο η βρετανική συνεισφορά ανέρχεται σε 16,56 δις ευρώ, δηλαδή 11,13% του συνόλου (έναντι 1,84 δισ. ευρώ της Ελλάδας ή 1,4% του συνόλου του προϋπολογισμού).
Μέχρι στιγμής, όπως είπε, δεν έχει αποσαφηνιστεί εάν και κατά πόσο θα αναπληρωθεί η βρετανική συνεισφορά στον κοινοτικό προϋπολογισμό από τα υπόλοιπα κράτη μέλη ή απλώς θα οριστικοποιηθεί η σταθεροποίησή του σε μειωμένο αριθμητικό μέγεθος.
Ο υπουργός υπενθύμισε πως οι εμπορικοί και οικονομικοί δεσμοί της Ελλάδας με τη Βρετανία έχουν μακρά ιστορία και βαρύνουσα σημασία. Στη Βρετανία κατοικούν μονίμως 40-45.000 Έλληνες, υπάρχει σημαντική ελληνική φοιτητική παρουσία στα πανεπιστήμια της χώρας, ενώ σημαντική είναι και η δράση γύρω από τον ελληνικό πολιτισμό.
Όσον αφορά τις διμερείς εμπορικές σχέσεις, το ύψος των εισαγωγών από τη Βρετανία ανέρχεται στο ποσό των 1,3 δισ. ευρώ έναντι ελληνικών εξαγωγών αξίας 1,08 δισ. ευρώ (2015).
Το μείγμα των ελληνικών εξαγωγών στη Βρετανία απαρτίζεται κυρίως από φαρμακευτικά προϊόντα (14,3%), ηλεκτρικά και ηλεκτρονικός εξοπλισμός (10,8%), ορυκτά καύσιμα, πετρελαιοειδή (8,3%), λαχανικά, τρόφιμα και ξηροί καρποί (8,2%) κλπ.
Το Ηνωμένο Βασίλειο κατέχει την 7η θέση στους εξαγωγικούς προορισμούς της Ελλάδας με μερίδιο 4,2% (2016). Ο τουρισμός κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο στο διμερές ισοζύγιο πληρωμών με απολαβές ύψους 2,1 δισ. ευρώ και αφίξεις 2,4 εκ. τουριστών από τη Βρετανία το 2015, αντιστοιχώντας στο 14,3% των συνολικών εισπράξεων ή αλλιώς στο 9,2% των αφίξεων τουριστών στη χώρα μας.
Σε αυτό το πλαίσιο, η νέα εμπορική συμφωνία με τη Βρετανία θα πρέπει να διασφαλίζει την αποτελεσματική πρόσβαση των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών σε μια παραδοσιακή εξαγωγική αγορά, η απώλεια της οποίας θα είχε σημαντικές επιπτώσεις σε τομείς, όπως τα βιομηχανικά προϊόντα (περίπου 350 εκ. ευρώ), τα χημικά (περίπου 200εκ ευρώ), τα τρόφιμα (περίπου 350 εκ. ευρώ), ο τουρισμός κ.α.
Όσον αφορά τις άμεσες επενδύσεις, οι ετήσιες ακαθάριστες εισροές από τη Βρετανία κυμαίνονται περίπου, στα 250 εκατ. ευρώ, τη τελευταία εξαετία.
Ακολούθως, το εισόδημα που αποδίδεται στη Βρετανία από την πραγματοποίηση βρετανικών επενδύσεων στην χώρα μας (τόκοι, μερίσματα, κέρδη κλπ) ανέρχεται σε 1,3 δις ευρώ έναντι εισπράξεων ύψους 0,5 δις ευρώ από ελληνικές επενδύσεις στη Βρετανία. Το βρετανικό επενδυτικό ενδιαφέρον επικεντρώνεται στον τουρισμό, την αγορά ακινήτων, τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, την τεχνολογία και την ενέργεια.
«Από τα παραπάνω συνάγεται πως το Brexit θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στις ελληνικές εξαγωγές και την παραγωγή ορισμένων βιομηχανικών κλάδων (πχ τρόφιμα, φάρμακα), ενώ θα έχει μικρότερη επίπτωση στα τουριστικά έσοδα και τις βρετανικές επενδύσεις στη χώρα» είπε ο κ. Παπαδημητρίου και συνέχισε ότι, επίσης, αρνητικά θα επηρεάσει τις εξαγωγές κάποιων αγροτικών προϊόντων, δεδομένου ότι η φιλελεύθερη στάση της Βρετανίας αντίκειται στον προστατευτισμό των χωρών της Ν. Ευρώπης για τα αγροτικά προϊόντα και είναι πιθανόν να λάβει αντίμετρα.
Τέλος, το Brexit αναμένεται να αυξήσει κατά τι το κόστος του χρήματος, να περιορίσει ενδεχομένως τις κοινοτικές ενισχύσεις και να μειώσει τα κέρδη των ναυτιλιακών εταιριών μέσω της υποτίμησης της στερλίνας, της πιθανής επιβράδυνσης του διεθνούς εμπορίου και της αύξησης των ναύλων.
«Ωστόσο, ουδέν κακόν αμιγές καλού» υπογράμμισε ο υπουργός και ανέφερε ότι, αν υπάρξει φυγή από το Λονδίνο κάποιων ναυτιλιακών επιχειρήσεων προς άλλα ναυτιλιακά κέντρα, δεν αποκλείεται να ευνοηθεί και το λιμάνι του Πειραιά (πχ παραρτήματα ναυτιλιακών γραφείων αντιπροσώπευσης).
«Μέσα σε ρεαλιστικά πλαίσια, ένα μεγαλύτερο μέρος του κύκλου εργασιών των ναυτιλιακών εταιριών καθώς και των υπηρεσιών που παρέχουν, μπορεί να μεταφερθεί στην Ελλάδα, διατηρώντας την σύνδεση που υπάρχει μεταξύ Ελλάδας και Ηνωμένου Βασιλείου στον ναυτιλιακό κλάδο» είπε ο υπουργός.
Παρομοίως, ευκαιρίες επενδυτικές για την Ελλάδα μπορεί να δημιουργηθούν με το Brexit στον τομέα της άμυνας-ασφάλειας στα πλαίσια ανασυγκρότησης της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, ενώ, η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, δημιουργεί προκλήσεις στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας.
Η προσπάθεια συνάρθρωσης μιας αμυντικής ευρωπαϊκής βιομηχανίας καθώς και η πρόσληψη των αμυντικών δαπανών ως αναπτυξιακών από την ΕΕ, αποτελεί μια πρώτη προσπάθεια κάλυψης των κενών που αφήνει η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου.
Οι εμπειρίες και οι πόροι (assets) που διαθέτει η Ελλάδα στους τομείς αυτούς, ένεκα των προκλήσεων που έχει να αντιμετωπίσει και των δαπανών που έχει καταβάλει, επιτρέπουν στην ελληνική οικονομία και τις ελληνικές επιχειρήσεις να συμμετάσχουν στην προσπάθεια ανάπτυξη της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας.
Ο κ. Παπαδημητρίου εκτιμά ότι η δημιουργία του European Defense Fund το οποίο θα χρηματοδοτείται από το επόμενο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (MMF) μετά το 2021 με ποσό ετησίως 500 εκατομμυρίων ευρώ και μοχλευμένα κεφάλαια 5 δισ. ευρώ ετησίως, για την ενίσχυση ευρωπαϊκών κονσόρτσιουμ αμυντικής βιομηχανίας αποτελεί μια δέσμη ευκαιριών από την οποία μπορεί να αντλήσει σημαντικά οφέλη η Ελλάδα.
«Η πρόθεση της ΕΕ για ενίσχυση ευρωπαϊκών κονσόρτσιουμ αμυντικής βιομηχανίας με περιφερειακή διάρθρωση δημιουργεί ένα παράθυρο ευκαιρίας για τις ελληνικές εταιρίες» σημείωσε ο υπουργός. Ακόμη, ο ίδιος εκτίμησε ότι ενδέχεται να προσελκυσθούν κάποιες δραστηριότητες ξένων φαρμακευτικών πολυεθνικών από τη Βρετανία στην Ελλάδα λόγω των δυνατοτήτων που προσφέρει η χώρα μας στον κλάδο αυτό.
Επιπρόσθετα, η χώρα μας μπορεί να διεκδικήσει μεγαλύτερο μέρος από τα προγράμματα συγχρηματοδοτήσεων σε έρευνα και τεχνολογία που παρέχει η ΕΕ για φαρμακευτικές εταιρίες, σημαντικό μέρος των οποίων κατευθυνόταν μέχρι πρότινος στο Ηνωμένο Βασίλειο.