Toυ ΑΝΕΣΤΗ ΝΤΟΚΑ
Εικόνα συντριβής παρουσιάζει το Χρηματιστήριο με τη συμπλήρωση οκτώ ετών ύφεσης (2009-2016). Ο Γενικός Δείκτης από το τέλος του 2009 μέχρι και το τέλος του 2016 έχει χάσει το 70,7% της αξίας του, ενώ λογιστικά έχουν χαθεί 38 δισ. ευρώ από την κεφαλαιοποίηση της αγοράς.
Οι «μαύροι κύκνοι» που εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην ελληνική οικονομία και κατ’ επέκταση στο Χρηματιστήριο έχουν προκαλέσει μια άνευ προηγουμένου καταστροφή στις μετοχικές αξίες. Εάν μάλιστα συγκρίνουμε τη σημερινή εικόνα (Γενικός Δείκτης 669,97 μονάδες - κεφαλαιοποίηση 46,308 δισ. ευρώ στις 5/4/2017) με το ιστορικό υψηλό (6355,04 μονάδες και κεφαλαιοποίηση 217,168 δισ. ευρώ στις 17/9/1999), οι απώλειες του Γενικού Δείκτη φθάνουν το -90% και η χαμένη λογιστική κεφαλαιοποίηση ξεπερνά τα 170 δισ. ευρώ.
Το χαμηλότερο επίπεδο στο οποίο βρέθηκε το Χ.Α. κατά την οκταετή ύφεση της χώρας ήταν στη συνεδρίαση της 5ης Ιουνίου 2012. Εκείνη την ημέρα ο Γενικός Δείκτης έκλεισε στις 476,36 μονάδες, επίπεδα που είχε δει η αγορά για τελευταία φορά τον Νοέμβριο του 1989 με την πλειονότητα των μετοχών να έχει επιστρέψει στις τιμές της δεκαετίας του ’90, έχοντας, όπως συμβαίνει και σήμερα, απολέσει το σύνολο των υπεραξιών στα 16 χρόνια παρουσίας της Ελλάδας στην Ευρωζώνη.
Η κατάρρευση των μετοχικών αξιών στα χρόνια των τριών μνημονίων αποδίδεται, μεταξύ άλλων, και στην αδυναμία της πλειονότητας των εισηγμένων επιχειρήσεων να αντεπεξέλθουν στην ύφεση. Προφανώς οι περισσότερες παρασύρθηκαν τη δεκαετία 2000-2009 από τον αλόγιστο δανεισμό και την έλλειψη σοβαρών επενδυτικών σχεδίων. Ξόδεψαν ασύστολα πολύτιμα κεφάλαια, που έλαβαν με μηδενικό κόστος από τις τράπεζες, αλλά και το ευρύ επενδυτικό κοινό, μέσω των αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου. Ομως, όπως αποδείχθηκε, δεν είχαν σχεδιασμό.
Εάν εξαιρέσουμε ένα πολύ μικρό αριθμό 30 εισηγμένων που έχουν αφήσει πίσω την ύφεση από το γ΄ τρίμηνο του 2014, εμφανίζοντας συνεχή τρίμηνα καθαρής κερδοφορίας, για τις άλλες εισηγμένες παρατηρείται το φαινόμενο να έχουμε πτωχευμένες επιχειρήσεις και πλούσιους ιδιοκτήτες, οι οποίοι στην πλειονότητά τους έχουν μεταφέρει τα κεφάλαιά τους στο εξωτερικό.
Η πιο ρηχή και περιφερειακή αγορά της Ευρώπης διαθέτει σήμερα 211 εισηγμένες, εκ των οποίων οι 30 είναι σε αναστολή διαπραγμάτευσης και θεωρείται απίθανο έστω και μία να επανέλθει, αφού δεν δείχνουν σημάδια ανάκαμψης. Εκτός των 30 μετοχών που είναι στο περιθώριο, υπάρχουν ακόμη 4 που είναι σε διαδικασία διαγραφής, ενώ θα πρέπει να προσθέσουμε ακόμη 30 μετοχές που είναι σε καθεστώς επιτήρησης, δηλαδή διαπραγματεύονται ελάχιστα λεπτά κάθε μέρα.
Επίσης υπάρχουν ακόμη 11 μετοχές που είναι στην κατηγορία της χαμηλής διασποράς, που σημαίνει ότι οι συγκεκριμένες δεν έχουν την επαρκή εμπορευσιμότητα. Συνεπώς δεν είναι ελκυστικές για το ευρύ επενδυτικό κοινό. Καταλήγουμε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι απομένουν μόλις 136 μετοχές σε κανονικό καθεστώς. Ομως στο «ραντάρ» των ξένων οίκων δεν είναι περισσότερες από 20 οι επιχειρήσεις που κάθε χρόνο παράγουν κέρδη και προσφέρουν μερίσματα στους μετόχους τους.
Ισως το πιο ανησυχητικό για την αγορά είναι ότι έχουν απομακρυνθεί τα κεφάλαια με μακροπρόθεσμο επενδυτικό ορίζοντα. Η ατέρμονη διαδικασία της αξιολόγησης έχει κουράσει και απογοητεύσει τους επενδυτές. Οι πρώτες 70 συνεδριάσεις του 2017 χαρακτηρίζονται από σκηνικό αναμονής και συναλλακτικής καχεξίας με τον ημερήσιο όγκο συναλλαγών να έχει επιστρέψει στη δεκαετία του 1990. Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε ότι έχουν εξαφανισθεί οι ιδιώτες Ελληνες επενδυτές, αφού και μετά την εφαρμογή των κεφαλαιακών ελέγχων (28 Ιουνίου 2015) δεν διαθέτουν ρευστότητα για να τη τοποθετήσουν στο Χρηματιστήριο.
Το πιο χαρακτηριστικό φαινόμενο είναι αυτό που περιγράφεται στα road shows από στελέχη των εισηγμένων όλα αυτά τα 8 χρόνια ύφεσης. «Πηγαίνουμε κάθε χρόνο σε Λονδίνο και Νέα Υόρκη και έχουμε καταντήσει γραφικοί να απαντάμε συνεχώς στη μονότονη ερώτηση των ξένων κεφαλαίων γιατί η Ελλάδα δεν μπορεί να βγει από τα μνημόνια. Μας κοιτούν με συμπάθεια αλλά ταυτόχρονα μας έχουν βαρεθεί».