"Οποιαδήποτε προσπάθεια της κυβέρνησης να υποκαταστήσει την ιδιωτική οικονομία, με τη διανομή του πρωτογενούς πλεονάσματος, για δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στο δημόσιο, θα έχει αρνητικά αποτελέσματα και παράταση της ασφυκτικής επιτροπείας των δημόσιων οικονομικών της χώρας", αναφέρει στο εβδομαδιαίο δελτίο του για την ελληνική οικονομία ο ΣΕΒ.
Αναλυτικά, ο ΣΕΒ σημειώνει:
"Η βέλτιστη διανομή του εισοδήματος σε μισθούς και κέρδη επηρεάζει καθοριστικά τη λειτουργία της οικονομίας,
στην Ελλάδα, η ισορροπία αυτή διαταράχθηκε βάναυσα στην περίοδο της ευημερίας με δανεικά (2000-2009), με το μερίδιο των κερδών να συρρικνώνεται με ξέφρενους ρυθμούς. Το αποτέλεσμα ήταν να παραμεληθεί η αναβάθμιση των τεχνολογικών δομών της παραγωγής. Η αύξηση του σχετικού κόστους εργασίας θα έπρεπε να οδηγήσει σε υποκατάσταση εργασίας με κεφάλαιο, μέσω νέων επενδύσεων. Και αυτό πιθανόν να συνέβη σε μεμονωμένες περιπτώσεις. Συνολικά, όμως, οι ιδιωτικές επενδύσεις χωρίς κατοικίες ήταν 2 έως 3 π.μ. του ΑΕΠ χαμηλότερες στην Ελλάδα απ’ ό,τι στην ΕΕ-28 ακόμη και κατά την περίοδο των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης. Αντίθετα, δόθηκαν αυξήσεις μισθών αναντίστοιχες της αύξησης της παραγωγικότητας, μέσα στη γενικότερη ευφορία μιας οικονομίας που ευημερούσε πέραν των παραγωγικών της δυνατοτήτων. Διότι εάν τα δανεικά γινόντουσαν επενδύσεις σε εξωστρεφείς δραστηριότητες αντί για καταναλωτικά ελλείμματα και επενδύσεις χαμηλής παραγωγικότητας σε κατοικίες, τότε η χώρα δε θα είχε τεράστια ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Τα δανεικά διεύρυναν υπέρογκα τους μισθούς και την κατανάλωση, περιορίζοντας τα κέρδη και τις επενδύσεις. Η απόδοση του κεφαλαίου, που πρέπει να διασφαλίζεται σε διεθνώς ανταγωνιστικά επίπεδα, περιορίσθηκε και τα κεφάλαια εξαφανίσθηκαν, και μαζί με αυτά, οι επενδύσεις.
Μετά από 7 χρόνια κρίσης και ύφεσης η απόδοση του κεφαλαίου έχει αρχίσει να αποκαθίσταται σταδιακά σε πιο κανονικά επίπεδα. Η τάση αυτή εφόσον συνεχισθεί μπορεί να οδηγήσει σε ανάκαμψη των επενδύσεων, νέες θέσεις εργασίας και νέα εισοδήματα. Οποιαδήποτε προσπάθεια της κυβέρνησης να υποκαταστήσει την ιδιωτική οικονομία, με τη διανομή του πρωτογενούς πλεονάσματος, για δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στο δημόσιο, θα έχει αρνητικά αποτελέσματα και παράταση της ασφυκτικής επιτροπείας των δημόσιων οικονομικών της χώρας. Η υπερφορολόγηση επιχειρήσεων και εργασίας για τη χρηματοδότηση μιας πολιτικής παροχών, έχει στραγγαλίσει τον ιδιωτικό τομέα. Η κυβέρνηση, αν θέλει να δώσει πραγματική ώθηση στην οικονομία και να μην σύρεται πίσω από μνημόνια, θα μπορούσε να ανακοινώσει ότι ταυτόχρονα με την σφιχτή δημοσιονομική πολιτική που παράγει πλεονάσματα άνω του 3,5% επιδιώκει να υλοποιήσει άμεσα τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και την παραμετροποίηση του ασφαλιστικού το 2017. Μετά την εξαγγελία αυτή, έχει τη δυνατότητα να βγει με αξιώσεις στις αγορές για να ανανεώσει τα €1,5 δισ. των τριετών ομολόγων που λήγουν στις 17 Ιουλίου 2017, με σχετικά ανταγωνιστικό επιτόκιο. Ανακτώντας σταδιακά μεγαλύτερους βαθμούς οικονομικής ελευθερίας, πολιτικοί, επιχειρηματίες και εργαζόμενοι, θα μπορούσαν στη συνέχεια να εκπονήσουν ένα αναπτυξιακό σχέδιο για τη χώρα, όπου με σταδιακή μείωση της υπερφορολόγησης της εργασίας πρωτίστως και με πολιτικές φιλικές προς την επιχειρηματικότητα, να δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων και αναζωογόνηση της Ελληνικής οικονομίας.
Η καλή πορεία των εσόδων του Προϋπολογισμού κατά το πρώτο τρίμηνο του 2017 υποστηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό από τα έσοδα από ρυθμίσεις, τα έκτακτα έσοδα και τα μη φορολογικά έσοδα. Η αδυναμία των εσόδων του φόρου εισοδήματος από τις αρχές του έτους αναμένεται να αντισταθμιστεί με την εφαρμογή των μέτρων που επιβλήθηκαν την άνοιξη του 2016. Οι δαπάνες κινούνται κοντά στον στόχο. Την ίδια ώρα, αύξηση κατά €989 εκατ. ευρώ σημείωσαν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το δημόσιο τον Φεβρουάριο του 2017, με το σύνολο νέων και παλαιών οφειλών να ανέρχεται πλέον στα €94 δισ. περίπου. Κατά το διάστημα Ιαν – Φεβ 2017, οι εξαγωγές χωρίς καύσιμα και πλοία αυξήθηκαν κατά +3,5%, όπως και οι εισπράξεις από μεταφορές (+18,7%) και λοιπές υπηρεσίες (+42,7%), ενώ αντίθετα οι εισπράξεις από τον τουρισμό υποχώρησαν κατά -2,7%. Η αύξηση του κύκλου εργασιών στη βιομηχανία τον Φεβρουάριο του 2017 κατά +20,9% οφείλεται κυρίως στην άνοδο των τιμών καυσίμων, καθώς στη μεταποίηση πλην πετρελαιοειδών οι πωλήσεις μειώθηκαν οριακά (-0,2% τον Φεβρουάριο και +0,4% το διάστημα Ιαν – Φεβ 2017), με την τάση που διαμορφώνεται από το δεύτερο εξάμηνο του 2016 να είναι ελαφρά ανοδική".