Το ΙΕΛΚΑ στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης μελέτης καταγραφής των μεγεθών και των εξελίξεων της αγοράς του λιανεμπορίου τροφίμων πραγματοποίησε τον Φεβρουάριο 2017 έρευνα καταναλωτών εστιασμένη στην αγορά των ειδών αρτοποιίας και την αγορά του κρέατος με δείγμα 750 καταναλωτών από όλη τη χώρα, η οποία καταγράφει τις συνήθειες του Έλληνα καταναλωτή και αναδεικνύει τις προοπτικές του λιανεμπορίου τροφίμων.
Η αγορά του ψωμιού
Η αγορά των ειδών αρτοποιίας είναι μια ιδιαίτερα σημαντική αγορά η οποία εκτιμάται σε περίπου 1,5 δισ. ευρώ πωλήσεις ετησίως. Από τις διάφορες κατηγορίες που υπάγονται στην συγκεκριμένη αγορά η μεγαλύτερη με διαφορά είναι η αγορά του φρέσκου ψωμιού ημέρα με πωλήσεις που ανέρχονται σε 950 εκατ. Ευρώ ετησίως.
Στην έρευνα καταναλωτών του ΙΕΛΚΑ καταγράφεται ότι το 66% των καταναλωτών αγοράζει φρέσκο ψωμί από τον συνοικιακό φούρνο-αρτοπωλείο, ακολουθεί το σουπερμάρκετ με ποσοστό 17% και το κατάστημα αλυσίδας αρτοποιείων με 4%. Το 11% δηλώνει ότι δεν έχει συνηθισμένο σημείο πώλησης. Σημειώνεται ότι υπάρχει και ένα 6% του πληθυσμού που δηλώνει ότι δεν αγοράζει φρέσκο ψωμί.
Η εικόνα αλλάζει σημαντικά όταν ο καταναλωτής αξιολογεί τις τιμές του φρέσκου ψωμιού σε κάθε κανάλι πώλησης. Σε αυτή την περίπτωση, η πλειοψηφία του αγοραστικού κοινού θεωρεί ότι το φρέσκο ψωμί της ημέρας είναι φθηνότερο στις αλυσίδες σουπερμάρκετ σε ποσοστό 42%, το 30% του κοινού θεωρεί ότι είναι φθηνότερο στους συνοικιακούς φούρνους και το 4% στα καταστήματα αλυσίδας αρτοποιών. Για το 24% του κοινού δεν υπάρχει διαφορά στην τιμή ανάμεσα στα διάφορα κανάλια πώλησης.
Φαίνεται ότι η ανάπτυξη του bake-off εντός των καταστημάτων σουπερμάρκετ, ύστερα βέβαια και από την σαφή βελτίωση της νομοθεσίας, οδηγεί τόσο σε φθηνότερες ποιοτικές επιλογές για τον καταναλωτή, αλλά και σε διείσδυση των αλυσίδων σουπερμάρκετ σε μία σημαντική αγορά. Πρόκειται άλλωστε για μία επένδυση η οποία απευθύνεται πέρα από την προφανή και σημαντική αγορά του ψωμιού, στην αγορά των έτοιμων αρτοσκευασμάτων.
Η αγορά των ειδών κρεοπωλείου
Η αγορά των ειδών κρεοπωλείου είναι ακόμα μεγαλύτερη και υπολογίζεται σε περίπου 3,3 δισ. ευρώ με σημαντικές διακυμάνσεις και διαφορές στις περισσότερες υποκατηγορίες. Στην έρευνα καταναλωτών του ΙΕΛΚΑ καταγράφεται ότι το 47% του κοινού προτιμάει το κανάλι του κρεοπωλείου, το 39% το κανάλι του Σουπερμάρκετ και το 14% δηλώνει ότι δεν έχει συνηθισμένο σημείο πώλησης. Υπάρχει και ένα ποσοστό του καταναλωτικού κοινού 3% που δηλώνει ότι δεν αγοράζει κρέας. Παρά το συνολικά μεγαλύτερο ποσοστό του κρεοπωλείου, στις επιμέρους κατηγορίες υπάρχει διακύμανση με το σουπερμάρκετ να έχει μεγαλύτερα ποσοστά στην αγορά του κοτόπουλου, ενώ το κρεοπωλείο μεγαλύτερα ποσοστά στην αγορά του μοσχαριού και του αρνιού.
Η εικόνα είναι και πάλι διαφορετική όταν ο καταναλωτής αξιολογεί τις τιμές σε κάθε κανάλι πώλησης. Σε αυτή την περίπτωση μόλις το 12% του κοινού θεωρεί το κρέας είναι φθηνότερο στο κρεοπωλείο, ενώ το 55% θεωρεί ότι είναι φθηνότερο στο σουπερμάρκετ. Για το 27% των ερωτώμενων δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στα δύο σημεία πώλησης.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι συνήθειες των καταναλωτών σε σχέση με τις αγορές τους, αλλά και οι απόψεις τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 74% των καταναλωτών δηλώνει ότι αγοράζει κρέας μόνο από συγκεκριμένο κρεοπώλη, ενώ το 29% δηλώνει ότι αγοράζει συσκευασμένο κρέας. Φαίνεται λοιπόν ότι η σχέση ανάμεσα στον κρεοπώλη και τον καταναλωτή καταγράφεται ιδιαίτερα δυνατή, ενώ παράλληλα αναγνωρίζονται από το κοινό οι προσπάθειες του οργανωμένου λιανεμπορίου για εναλλακτικές επιλογές, καταδεικνύοντας μία υπάρχουσα βάση για μελλοντική ανάπτυξη.
Σημειώνεται ότι τόσο στην περίπτωση της αγοράς του κρέατος, αλλά και στην περίπτωση της αγοράς του ψωμιού, τα ποσοστά πωλήσεων μέσω των αλυσίδων σουπερμάρκετ είναι χαμηλότερα των αντίστοιχων στις περισσότερες χώρες της Δυτικής Ευρώπης.