Δια εγέρσεως ψηφίστηκε στη Βουλή και απορρίφθηκε το αίτημα αντισυνταγματικότητας που υπέβαλε η αντιπολίτευση επί του πολυνομοσχεδίου.
Η συζήτηση έγινε στη σκιά της έκθεση της Επιστημονικής Επιτροπής της Βουλής που μιλούσε για την ανάγκη να «προκύπτει με σαφήνεια ο σκοπός δημόσιου συμφέροντος που εξυπηρετεί, ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος κατ’ αρχάς του θεμιτού ή μη χαρακτήρα του επιδιωκόμενου σκοπού και ακολούθως της τήρησης μιας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ του σκοπού αυτού και των δικαιωμάτων των συνταξιούχων».
Η έκθεση σημειώνει ότι «και βάσει της νομολογίας του ΕΔΔΑ, δεν κατοχυρώνεται ρητώς δικαίωμα σε μισθό ή σύνταξη συγκεκριμένου ύψους, υπό τις προϋποθέσεις, βεβαίως, που θέτει το Δικαστήριο, και οι οποίες αναφέρθηκαν ανωτέρω, με αποτέλεσμα να μην αποκλείεται, κατ’ αρχάς, διαφοροποίηση του ύψους συνταξιοδοτικής παροχής αναλόγως προς τις εκάστοτε επικρατούσες συνθήκες».
Ωστόσο, όπως συμπληρώνει:
Υπό το φως, επομένως, τόσο της πρόσφατης νομολογίας του Συμβουλίου της Επικράτειας όσο και της ανωτέρω νομολογίας του Ε.Δ.Δ.Α. (βλ., εκτενώς, ανωτέρω, Γενικές Παρατηρήσεις, I. Γ και Δ) πρέπει να σταθμισθεί, εν προκειμένω, αν οι προτεινόμενες μειώσεις διαταράσσουν τη δίκαιη ισορροπία που πρέπει να υφίσταται μεταξύ αφενός της προσβολής της σύνταξης ως περιουσιακού αγαθού, το οποίο προστατεύεται από το άρθρο 1 Π.Π.Π. της Ε.Σ.Δ.Α, και αφετέρου του δημόσιου συμφέροντος, καθώς και αν οι προτεινόμενες περικοπές οδηγούν σε πτώση του βιοτικού επιπέδου κατηγοριών συνταξιούχων τέτοια, που θα συνιστούσε προσβολή της αξιοπρέπειάς τους, λαμβανομένων υπόψιν τόσο της έκτασής τους (περικοπή 18% της καταβαλλόμενης σύνταξης σε κατηγορίες συνταξιούχων), όσο και του σωρευτικού αποτελέσματός τους.
Στο εν λόγω αποτέλεσμα θα πρέπει να συνυπολογισθεί η προηγούμενη, πλήρης, κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας και οι λοιπές μειώσεις των συντάξεων, καθώς και οι αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις που έχουν επέλθει με διαδοχικές νομοθετικές παρεμβάσεις (βλ., σχετικώς, ΣτΕ 2192/2014, ΘΠΔΔ, 2014, σελ. 600), και, επομένως, θα πρέπει να σταθμιστεί εάν υπερβαίνουν τα όρια που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη. Βλ., συναφώς και Πρακτικά Ολ. Ελ. Συν. 2ης Ειδ. Συν. της 8.5.2017, όπου τίθεται, ιδίως, το ζήτημα προσβολής της προστατευόμενης, από το άρθρο 1 του Π.Π.Π. της Ε.Σ.Δ.Α., περιουσίας, στο μέτρο που θίγονται ήδη θεμελιωμένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα όσων έχουν αποχωρήσει από την υπηρεσία, πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 και, ως εκ τούτου έχουν γεγενημένη αξίωση για την καταβολή της σύνταξής τους, δεδομένου, μάλιστα, ότι δεν «προκύπτει με σαφήνεια ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος που εξυπηρετεί, ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος κατ’ αρχάς του θεμιτού ή μη χαρακτήρα του επιδιωκόμενου σκοπού και ακολούθως της τήρησης μιας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ του σκοπού αυτού και των δικαιωμάτων των συνταξιούχων».
Τα ειδικά μισθολόγια
Δεδομένων των μειώσεων που υπέστησαν αυτές οι κατηγορίες εργαζομένων το 2010 και το 2012, η επιτροπή εκφράζει προβληματισμό για το κατά πόσο με την προωθούμενη αλλαγή (που προβλέπει αύξηση του κόστους για τον προϋπολογισμό) επιτυγχάνεται πλήρης και επαρκής προσαρμογή προς τις δικαστικές αποφάσεις.
Η επιτροπή υπενθυμίζει ότι στο πλαίσιο αυτό, με τις αποφάσεις που έχουν ληφθεί, κρίθηκε, «ότι ο νομοθέτης, θεσπίζοντας διά του ν. 4093/2012 μειώσεις στις αποδοχές των ανωτέρω, αντιμετώπισε όλα αυτά τα μισθολόγια συλλήβδην ως ένα ενιαίο οικονομικό μέγεθος, το οποίο έπρεπε, ως σύνολο λαμβανόμενο, να μειωθεί κατά ποσοστό 10% στο πλαίσιο της προσπάθειας μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημοσίου χρέους (...), χωρίς να λάβει υπόψη του τους λόγους για τους οποίους είχε θεσπισθεί ιδιαίτερο μισθολόγιο για καθεμία από τις κατηγορίες λειτουργών ή υπαλλήλων, στους οποίους αφορούσαν τα ανωτέρω “ειδικά μισθολόγια”» και, επομένως, οι εν λόγω περικοπές, «υπερβαίνουν, λόγω του σωρευτικού τους αποτελέσματος και της εκτάσεώς τους, το όριο που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, (...) ανεξαρτήτως του ότι το δημόσιο συμφέρον, για την εξυπηρέτηση του οποίου επεβλήθησαν οι νέες μειώσεις, δεν ήταν τόσο έντονο όσο εκείνο που δικαιολογούσε την υιοθέτηση των αρχικών μέτρων των ν. 3833/2010 και 3845/2010 που ελήφθησαν, κατά τις διαπιστώσεις του νομοθέτη, προ του κινδύνου άμεσης χρεοκοπίας και εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη».
Ετσι σημειώνει: Υπό το φως των ανωτέρω, δημιουργείται προβληματισμός, ως προς το εάν με την προτεινόμενη αναμόρφωση των «ειδικών μισθολογίων» σε συνδυασμό με την εκτίμηση, κατά την Έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (άρθρο 75 παρ. 1 του Συντάγματος), για ετήσια αύξηση - δαπάνη, που «εκτιμάται στο ποσό των 36,2 εκατ. ευρώ, 83,5 εκατ. ευρώ, 77,5 εκατ. ευρώ, 78,5 εκατ. ευρώ και 76,1 εκατ. ευρώ, για τα έτη 2017, 2018, 2019, 2020 και 2021 αντίστοιχα», αλλά και του ότι, διά του άρθρου 155 του νομοσχεδίου, εξασφαλίζονται, κατ’ ελάχιστον, οι αποδοχές των λειτουργών ή υπαλλήλων που δικαιούνταν την 31.12.2016, επιτυγχάνεται πλήρης και επαρκής προσαρμογή προς τις ανωτέρω δικαστικές αποφάσεις, την οποία επιτάσσει η συνταγματική αρχή του κράτους δικαίου.
Πηγή: Euro2day