Του ΑΝΕΣΤΗ ΝΤΟΚΑ
Τα καλά νέα για τις εισηγμένες είναι ότι παρά την φορολογική και ασφαλιστική λαίλαπα του 2016, τα ταμεία τους παρέμειναν σε καλή κατάσταση στο τέλος της παρελθούσης χρήσης (31/12/2016) αφού διέθεταν συνολικά 9,86 δις ευρώ, έναντι 10,588 δισ. ευρώ στις 31/12/2015 και 11,010 δισ. ευρώ που ήταν τα κεφάλαια που διέθεταν στις 31/12/2014. Ταυτόχρονα από το σύνολο των 200 εισηγμένων, ξεχώρισαν 38 εταιρίες που κινούνται σχεδόν αποκλειστικά με την δική τους ρευστότητα.
Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα το ταμείο «όχι μόνο δεν είναι μείον» αλλά παρουσιάζει ενδιαφέρον αφού απουσιάζει η ύπαρξη δανειακών κεφαλαίων. Χαρακτηριστική παραδείγματα αποτελούν οι 10 πρώτες σε ταμειακά διάθεσιμα που ήταν οι εξής: ΕΥΔΑΠ, Jumbo, Aegean Airlines, Μέτκα, Αlpha Αστικά Ακίνητα, Καρέλιας, ΕΥΑΘ, ΟΛΘ, Πλαίσιο Computer, Μάρμαρα Κυριακίδης. Ένα επίσης κοινό χαρακτηριστικό των εταιριών που έχουν ανθηρά ταμεία είναι οι μερισματικές διανομές. Σε κάθε περίπτωση ένα ισχυρό ταμείο δίνει επιλογές ειδικά αν συνοδεύεται από λειτουργικά κέρδη και θετικές ταμειακές ροές.
O συνδυασμός υψηλότερα λειτουργικά κέρδη – χαμηλότερος δανεισμός βελτίωσε την σχέση των δανειακών κεφαλαίων σε σχέση με την ίδια κεφάλαια. Συγκεκριμένα οι εισηγμένες είναι 2,5 φορές δανεισμένες τα λειτουργικά τους κέρδη έναντι 3 φορών το 2015. Σε σχέση με τα ίδια κεφάλαια η σχέση αυτή βελτιώθηκε οριακά σε 0,65 φορές από 0,68 φορές. Για να το εξηγήσουμε με πιό απλά λόγια, αν οι εισηγμένες διέθεταν όλα τους τα λειτουργικά κέρδη για την αποπληρωμή των δανείων τους θα χρειάζονταν 2,5 χρόνια έναντι 3 το 2015 ενώ για κάθε ένα ευρώ στον ισολογισμό τους οι εισηγμένες χρωστάνε 0,65 ευρώ έναντι 0,68 πέρυσι.
Ωστόσο για τρίτη συνεχόμενη χρονιά οι εισηγμένες συνέχιζαν να «καίνε» μετρητά για τους εξής λόγους: α) η υπερφορολόγηση, αφού η Ελλάδα έχει από τους υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές (29%) στα κέρδη των επιχειρήσεων σε παγκόσμια κλίμακα β) το υψηλό κόστος εργασίας που ανεβάζει τη μισθοδοσία, γ) ο περιορισμός των θετικών ταμειακών ροών λόγω της ύφεσης, που μειώνει τα μεικτά κέρδη, δ) η ανάγκη υποστήριξης επενδυτικών σχεδίων αλλά και κεφαλαίου κίνησης μέσω ιδίων κεφαλαίων και ε) η επιλογή των εταιριών να περιορίσουν τον τραπεζικό τους δανεισμό για να επαναξιολογήσουν την επενδυτική τους στρατηγική. Αυτή η αρνητική εξέλιξη στα ταμειακά διαθέσιμα –που αποτελεί πλέον βασικό δείκτη στην Ελλάδα για τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων απέναντι στην οκταετή ύφεση– προκλήθηκε από την επιδείνωση του οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα μετά τις 28 Ιουνίου 2015, οπότε επεβλήθησαν οι κεφαλαιακοί έλεγχοι (capital controls). Τότε πολλές εισηγμένες υποχρεώθηκαν να
μειώσουν τα ταμειακά τους διαθέσιμα για να πληρώσουν με μετρητά τούς προμηθευτές τους και τα δίκτυα μεταφορών των εμπορευμάτων τους. Ταυτόχρονα, φρόντισαν να διατηρήσουν ανοικτές τις πιστωτικές γραμμές με τις τράπεζες συνεχίζοντας αδιαλείπτως να καταβάλλουν τις τραπεζικές
τους υποχρεώσεις.
Επίσης, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η πλειονότητα των εισηγμένων αιφνιδιάστηκε από την επιβολή των capital controls, καθώς δεν διέθεταν θυγατρικές στο εξωτερικό για να συνεχίσουν την απρόσκοπτη ροή κεφαλαίων προς τις μητρικές που είναι εισηγμένες στο εξωτερικό. Οπως έχουν δηλώσει πρόσφατα στην Ενωση Θεσμικών Επενδυτών, οι διοικήσεις πολλών εισηγμένων, με αφορμή τα περυσινά ετήσια
αποτελέσματα, ποτέ δεν έχει φύγει από τη σκέψη τους όσα εφιαλτικά έζησαν το δίμηνο Ιουλίου-Αυγούστου 2015 λόγω capital controls και γι’ αυτό παραμένουν σε εγρήγορση. Επίσης όπως διευκρινίζεται από τα στελέχη των εισηγμένων, εξαιτίας της καθυστέρησης στο κλείσιμο της ελληνικής αξιολόγησης, «τα μόνα χρήματα που καταβάλλονται για επενδύσεις αυτήν την περίοδο είναι για τη συντήρηση των γραμμών παραγωγής ή για την ανανέωση του μηχανολογικού εξοπλισμού, εφόσον έχει υπάρξει απόφαση διοικητικού συμβουλίου ή έγκριση από τη γενική συνέλευση των μετόχων». Το μείζον θέμα για κάθε επιχείρηση και το 2017 είναι να έχει επάρκεια ρευστότητας, καθώς το εγχώριο τραπεζικό σύστημα παραμένει εγκλωβισμένο από τα βάρη των «κόκκινων» δανείων.