Η ανάκαμψη της παραγωγικότητας της εργασίας αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την είσοδο της οικονομίας σε βιώσιμους ρυθμούς μεγέθυνσης, τονίζει η Eurobank Research στο τελευταίο τεύχος του δελτίου "7 Ημέρες Οικονομίας".
Επικαλούμενη τα στοιχεία της ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας (Eurostat), η Eurobank υπενθυμίζει ότι η παραγωγικότητα της εργασίας στην ελληνική οικονομία κατέγραψε ετήσια αύξηση 2,3% σε όρους ωρών εργασίας και μείωση -0,5% σε όρους ατόμων απασχόλησης το 1ο τρίμηνο 2017.
Η παραγωγικότητα της εργασίας (labour productivity) -ένα μέτρο του βαθμού αποτελεσματικότητας της χρήσης του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας- ορίζεται ως ο λόγος του πραγματικού προϊόντος, δηλαδή του πραγματικού ΑΕΠ, ως προς το φυσικό μέγεθος της συνεισφοράς του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας (labour input). Η τελευταία μεταβλητή δύναται να μετρηθεί είτε σε όρους απασχολούμενων ατόμων είτε σε όρους ωρών εργασίας. Όπως έχουμε αναφέρει πολλάκις σε παλαιότερα τεύχη του δελτίου 7ΗΟ η παραγωγικότητα της εργασίας αποτελεί έναν βασικό προσδιοριστικό παράγοντα του μακροχρόνιου ρυθμού μεγέθυνσης μιας οικονομίας (long term real GDP growth).
Στο Σχήμα 1 η Eurobank παραθέτει την ετήσια μεταβολή των δύο επί μέρους μεγεθών της παραγωγικότητας της εργασίας κατά τη διάρκεια της περιόδου 1996Q1 – 2017Q1 (στοιχεία για την ελληνική οικονομία). Επιπρόσθετα, στο τελευταίο τμήμα του Σχήματος 1 χρησιμοποιεί τα στοιχεία της βάσης δεδομένων "The Conference Board Total Economy Database" και παρουσιάζουμε τη συνεισφορά τριών ερμηνευτικών μεταβλητών στην ετήσια ποσοστιαία μεταβολή της παραγωγικότητας εργασίας. Οι εν λόγω μεταβλητές είναι οι εξής: (α) υπηρεσίες φυσικού κεφαλαίου ανά μονάδα εργασίας (capital services per unit of labour), (β) ποιότητα εργατικού δυναμικού (labour quality) και (γ) συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών της παραγωγής (TFP). Ως γνωστόν η παραγωγικότητα της εργασίας είναι θετική συνάρτηση των τριών προαναφερθέντων μεταβλητών, δηλαδή η ενίσχυση των τελευταίων οδηγεί σε αύξηση του παραγόμενου προϊόντος ανά μονάδα εργασίας.
Τα κεντρικά συμπεράσματα που εξάγονται είναι τα κάτωθι (επικεντρώνεται στο μέγεθος της παραγωγικότητας της εργασίας σε όρους ωρών απασχόλησης):
1. Το πραγματικό προϊόν ανά ώρα εργασίας ενισχύθηκε σε ετήσια βάση 2,3% το 1ο τρίμηνο 2017 από 0,1% το προηγούμενο τρίμηνο (τα εν λόγω στοιχεία δεν είναι εποχικά διορθωμένα οπότε η παρουσίασή τους σε όρους τριμηνιαίας μεταβολής δύναται να είναι παραπλανητική). Ναι μεν ο συγκεκριμένος ρυθμός είναι ο υψηλότερος που έχει καταγραφεί από το 3ο τρίμηνο 2014 (3,1%) ωστόσο κρίνουμε ότι είναι αρκετά νωρίς για να εξάγουμε το συμπέρασμα ότι η παραγωγικότητα της εργασίας εισέρχεται σε μια σταθερή ανοδική τροχιά. Ένα θετικό στοιχείο (τουλάχιστον όπως αυτό αποτυπώνεται ξεκάθαρα στο ανατολικό τμήμα του Σχήματος 1(α)) προς αυτή την κατεύθυνση είναι η αυξητική τάση που παρουσιάζει ο κινητός μέσος 4 τρίμηνων της ετήσιας ποσοστιαίας μεταβολής της παραγωγικότητας της εργασίας τα 3 τελευταία τρίμηνα (2016Q2 -3,1%, 2016Q3 -1,5%, 2016Q4 -1,4% και 2017Q1 0,6%).
2. Συνδυάζοντας τα στοιχεία της ετήσιας ποσοστιαίας μεταβολής της παραγωγικότητας της εργασίας (σε όρους πραγματικού προϊόντος ανά ώρα εργασίας), της απασχόλησης (σε όρους ατόμων) και των ωρών εργασίας ανά απασχολούμενο, εξάγουμε το συμπέρασμα ότι η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ το 1ο τρίμηνο 2017 προήλθε (προσέγγιση υπό το πρίσμα της προσφοράς) από την ενίσχυση της παραγωγικότητας της εργασίας και της απασχόλησης. Οι ώρες εργασίας ανά απασχολούμενο είχαν αρνητική συνεισφορά καθώς κινήθηκαν πτωτικά.
3. Η ετήσια ποσοστιαία μεταβολή της παραγωγικότητας της εργασίας σε όρους κινητού μέσου 4 τριμήνων πέρασε σε θετικό έδαφος το 1ο τρίμηνο 2017 (0,6%). Μπορεί η εν λόγω επίδοση να αποτελεί υψηλό 8 τριμήνων ωστόσο εξακολουθεί να είναι μικρότερη σε σύγκριση με τον μέσο όρο της περιόδου 1ο τρίμηνο 1996 – 1ο τρίμηνο 2017 (1,1%).
Δύναται να υποστηριχτεί ότι το τελευταίο μέγεθος αποτελεί μια προσέγγιση (όχι εκτίμηση!) του μακροχρόνιου ρυθμού μεταβολής της παραγωγικότητας της εργασίας (long term growth of labour productivity). Αξίζει να τονίσουμε ότι το προαναφερθέν μέγεθος αποτελεί προϊόν των δύο μεγάλων - σε όρους διάρκειας - οικονομικών φάσεων που βίωσε η ελληνική οικονομία τα τελευταία 20 χρόνια. Πιο αναλυτικά, κατά τη διάρκεια της περιόδου 1ο τρίμηνο 1996 – 1ο τρίμηνο 2008 η ετήσια ποσοστιαία μεταβολή της παραγωγικότητας της εργασίας ήταν 2,7% ενώ για τα επόμενα 9 χρόνια διαμορφώθηκε στο -1,1% (για τη σωρευτική πτώση του πραγματικού προϊόντος ανά ώρα εργασίας). Ως εκ τούτου, ο μέσος όρος για το σύνολο της περιόδου ανήλθε στο 1,1%.
4. Η ακριβής εκτίμηση (π.χ. χρησιμοποιώντας οικονομετρικές μεθόδους) του δυνητικού ρυθμού μεγέθυνσης της παραγωγικότητας της εργασίας αποτελεί μια άσκηση η οποία ξεφεύγει αρκετά από τα όρια ανάλυσης του παρόντος δελτίου. Σημειώνουμε ότι η συγκεκριμένη μεταβλητή παράλληλα με εκείνη του δυνητικού ρυθμού μεταβολής της απασχόλησης αποτελούν τις βασικές συνιστώσες του δυνητικού ρυθμού μεγέθυνσης μια οικονομίας.
Ωστόσο, χρησιμοποιώντας τα στοιχεία (και το θεωρητικό υπόβαθρο) που παρατίθενται στο Σχήμα 1(γ) δύναται να πραγματοποιθεί μια πρώτη διερεύνηση αναφορικά με την μελλοντική επίδραση που μπορεί να έχουν στην παραγωγικότητα της εργασίας κάποιοι βασικοί προσδιοριστικοί παράγοντες.
Η Eurobank ξεκινά την ανάλυση με ένα αριθμητικό παράδειγμα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της βάσης δεδομένων "The Conference Board Total Economy Database", το πραγματικό προϊόν ανά ώρα εργασίας στην ελληνική οικονομία μειώθηκε σε ετήσια βάση κατά -1,4% το 2016. Ο εν λόγω ρυθμός μεταβολής προήλθε:
Ποιότητα εργατικού δυναμικού (π.χ. ανθρώπινο κεφάλαιο)
+ 0,7 ποσοστιαίες μονάδες (ΠΜ)
+ Υπηρεσίες φυσικού κεφαλαίου ανά μονάδα εργασίας
- 1,3 ΠΜ
+ Συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών της παραγωγής:
- 0,8 ΠΜ
Για τα επόμενα χρόνια δεν αναμένεται σημαντική ενίσχυση της συνεισφοράς του φυσικού κεφαλαίου στην παραγωγικότητα της εργασίας. Ο λόγος είναι ο εξής: ήδη από το 2011 και έπειτα το φυσικό κεφάλαιο της ελληνικής οικονομίας ακολουθεί καθοδική πορεία καθώς το επίπεδο των αποσβέσεων είναι υψηλότερο από το αντίστοιχο των επενδύσεων. Δηλαδή, οι επενδυτικές δαπάνες που πραγματοποιούνται δεν επαρκούν για να καλύψουν τα αποσβεσθέντα κεφαλαιουχικά αγαθά. Ως εκ τούτου, το φυσικό κεφάλαιο μειώνεται (από €857,2 δις το 2010 στα €782,6 δις το 2016). Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Μάιος 2017) η προαναφερθείσα αρνητική απόκλιση αναμένεται να διατηρηθεί για τα έτη 2017 και 2018. Ο μόνος τρόπος που υπάρχει για να αντισταθμιστεί μερικώς το προαναφερθέν αρνητικό αποτέλεσμα είναι να αυξηθεί ο βαθμός εκμετάλλευσης του φυσικού κεφαλαίου (capital utilization). Εκτιμούμε ότι εξαιτίας της υπάρχουσας ισχνής οικονομικής δραστηριότητας το συγκεκριμένο μέγεθος βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα.
Σε ότι αφορά την αναμενόμενη συνεισφορά της ποιότητας του εργατικού δυναμικού στην παραγωγικότητα της εργασίας, οι πιθανοί προσδιοριστικοί παράγοντες δύναται να είναι οι ακόλουθοι: (α) ο βαθμός εκροής ανθρώπινου κεφαλαίου προς τις χώρες της αλλοδαπής, (β) η πορεία που θα ακολουθήσει το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων (71,9% το 2017Q1 σε όρους κινητού μέσου 4 τριμήνων) και (γ) η δημογραφική σύνθεση του εργατικού δυναμικού. Εν παραδείγματι, σε μια οικονομία που καταγράφεται εκροή ανθρώπινου κεφαλαίου, που το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων είναι πολύ υψηλό (απόσβεση δεξιοτήτων και γνώσεων) και το εργατικό δυναμικό παρουσιάζει τάσεις γήρανσης, η συνεισφορά της ποιότητας του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας στην παραγωγικότητα της εργασίας αναμένεται να είναι χαμηλή.
Τέλος, η επίδραση που αναμένεται να έχει η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών της παραγωγής (TFP) στην παραγωγικότητα της εργασίας θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το πόσο αποτελεσματική θα είναι η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που υιοθετήθηκαν στην ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια (και αυτών που αναμένεται να υιοθετηθούν στο μέλλον). Μια επιπρόσθετη σημαντική παράμετρος θα είναι και η πορεία των άμεσων ξένων επενδύσεων. Η συγκεκριμένη μεταβλητή εκτός από σημαντική πηγή χρηματοδότησης επενδύσεων αποτελεί και τον δίαυλο μέσω του οποίου η τεχνογνωσία επιχειρήσεων από την αλλοδαπή διαχέεται στην εγχώρια οικονομία με σημαντικά οφέλη για την παραγωγικότητα.