Πολλά προσόντα αλλά αναντίστοιχα με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας διαθέτουν οι Έλληνες εργαζόμενοι. Αποτέλεσμα; Οι μεν εργοδότες, σε ποσοστό 77%, δηλώνουν ότι δεν μπορούν να βρουν το προσωπικό που ζητούν, σε μια χώρα σημειωτέον όπου το ποσοστό ανεργίας υπερβαίνει το 23%, η δε χώρα αδυνατεί να βρει τον δρόμο προς την ανάπτυξη. Οι αιτίες; Η αναχρονιστική δομή του εκπαιδευτικού συστήματος, η νοοτροπία της ελληνικής κοινωνίας και επομένως της ελληνικής οικογένειας που ακόμη και τώρα ωθεί τους νέους σε παραδοσιακά και το χειρότερο κορεσμένα επαγγέλματα, αλλά και η έλλειψη της απαιτούμενης κουλτούρας ή χρημάτων στις επιχειρήσεις να επανεκπαιδεύουν και να καταρτίζουν το προσωπικό τους.
Τα παραπάνω προκύπτουν από την μελέτη “Εκπαίδευση, επιχειρηματικότητα και απασχόληση: ζητείται προσέγγιση” την οποία διενήργησαν η ελεγκτική εταιρεία ΕΥ, το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και η Endeavor Greece και παρουσιάστηκε χθες. Ειδικότερα, στα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας πάνω από δύο στους πέντε φοιτητές εξακολουθούν και σήμερα, όπως και προ κρίσης, να φοιτούν σε τρεις βασικές γενικές κατευθύνσεις: το 13% (από 18% το 2008) στις ανθρωπιστικές επιστήμες, το 12% (από 11% το 2008) στις κοινωνικές επιστήμες και επιστήμες της συμπεριφοράς και επίσης 12% σε επιστήμες εκπαίδευσης και κατάρτισης των διδασκόντων (από 13% το 2008).
Συνολικά το 53% των φοιτητών κατευθύνονται σε αντικείμενα σπουδών και κλάδους που δεν συμβάλλουν στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας. Την ίδια ώρα σε έναν τομέα αιχμής, όπως η πληροφορική, εξακολουθεί να κατευθύνεται πολύ μικρό ποσοστό, μόλις το 4% των φοιτητών, αν και σε απόλυτους αριθμούς, έχουν αυξηθεί οι πρωτοετείς σε αυτόν τον κλάδο, κατά 16%. Όπως επισημαίνεται στην έρευνα στην Ευρώπη προβλέπονται έως το 2020 750.000 κενές θέσεις εργασίας στον εν λόγω κλάδο. Ειδικά για την Ελλάδα, η ζήτηση για επιστήμονες της πληροφορικής επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι αποτελεί τον κλάδο με τη μεγαλύτερη αύξηση της απασχόλησης, 22,7%, το 2016 σε σύγκριση με το 2008. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα εταιρείας παροχής online ταξιδιωτικών υπηρεσιών, η οποία στο ξεκίνημά της αναγκάστηκε να φέρει προγραμματιστές από το εξωτερικό για να εκπαιδεύσουν τα στελέχη της.
Η εικόνα, δυστυχώς, δεν διαφοροποιείται ιδιαιτέρως στα ΤΕΙ. Αν και όλοι συμφωνούν ότι πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην τεχνολογική εκπαίδευση, ο συνολικός αριθμός των σπουδαστών μειώθηκε κατά 6% το 2015 σε σύγκριση με το 2008. Ειδικά, στον κλάδο πληροφορικής η μείωση φτάνει το 29% και στον τομέα εμπορίου και διοίκησης επιχειρήσεων το 21%.
Σημαντικές ευθύνες καταλογίζει η έρευνα και στις ίδιες τις επιχειρήσεις για το γεγονός ότι Η Ελλάδα έχει το υψηλότερο ποσοστό εργαζομένων (26%) στην Ελλάδα με υπερβάλλοντα προσόντα, όμως μόλις το 55% έχει προσόντα εναρμονισμένα με τις ανάγκες της αγοράς. Σύμφωνα με τη μελέτη μόνο το 30% των εργαζομένων έχει συμμετάσχει σε πρόγραμμα που πληρώθηκε από τον εργοδότη.
Επιπλέον, στα χρόνια της κρίσης η επιχειρηματικότητα εξακολουθεί στην Ελλάδα να χαρακτηρίζεται ρηχή και πρόσκαιρη. Ο μόνος πραγματικά εξωστρεφής κλάδος που ενισχύεται είναι ο τουρισμός, όπου καταγράφεται αύξηση των νέων επιχειρήσεων (κατά 30,8% το 2016 σε σύγκριση με το 2012), αλλά και της απασχόλησης (κατά 10% το 2016 σε σύγκριση με το 2008). Στον αντίποδα, στον κατ’ εξοχήν εσωστρεφή κλάδο της εστίασης, παρατηρείται μεν μείωση στις συστάσεις επιχειρήσεων σε σχέση με το 2012, ωστόσο παραμένει η πρώτη επιλογή των νέων επιχειρηματιών με τις συστάσεις να υπερτερούν των διαγραφών (κατά 376 το 2016). Άλλωστε η εστίαση αποτελεί τον κλάδο όπου η απασχόληση αυξήθηκε κατά 10% το 2016 σε σύγκριση με το 2008, ενώ πρόκειται για τον κλάδο εκείνο με τη μεγαλύτερη αύξηση της απασχόλησης σε απόλυτους αριθμούς (25.187 θέσεις εργασίας). Ο κλάδος της πληροφορικής παρουσίασε τη μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση (22,7%), αλλά σε απόλυτους αριθμούς η απασχόληση μέσα σε εννέα χρόνια αυξήθηκε κατά 4.970 θέσεις.
Ειδικότερα, οι κλάδοι με τη μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση απασχόλησης το 2016 σε σύγκριση με το 2008 ήταν η πληροφορική (22,7%), οι διοικητικές και υποστηρικτικές δραστηριότητας (22,5%), η εστίαση (10,1%), ο τουρισμός (10%) και η ναυτιλία (7,5%), κυρίως σε διοικητικές θέσεις και όχι σε πλήρωμα πλοίων. Τη μεγαλύτερη ποσοστιαία μείωση απασχόλησης την ίδια περίοδο σημείωσε ο κλάδος των κατασκευών (63,7%), της μεταποίησης (35,1%), των χρηματοπιστωτικών και ασφαλιστικών δραστηριοτήτων (20,9%) και του χονδρικού και λιανικού εμπορίου (20,8%).