Του ΑΝΕΣΤΗ ΝΤΟΚΑ
Σοβαρή αποκλιμάκωση του δανεισμού των εισηγμένων κατεγράφη στους 24 μήνες εφαρμογής των capital controls (συμπληρώνουν δύο χρόνια την ερχόμενη Τετάρτη). Συγκεκριμένα, ο καθαρός δανεισμός (αφού αφαιρεθούν τα ταμειακά διαθέσιμα) των 200 εισηγμένων το 2016 διαμορφώθηκε στα 21,750 δισ. ευρώ από 22,234 δισ. ευρώ που ήταν το 2015. Οι εταιρείες φαίνεται να αντιλαμβάνονται ότι λόγω της πολυετούς ύφεσης μόνο η μείωση του δανεισμού τους θα τους επέτρεπε να διατηρήσουν ανοικτές τις πιστωτικές γραμμές και θα μπορούσαν να ελπίζουν σε μελλοντική αναδιάρθρωση του δανεισμού τους. Ετσι, έδωσαν άμεση προτεραιότητα στη μείωσή του, προχωρώντας κυρίως σε ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων (θυγατρικές στο εξωτερικό, ακίνητη περιουσία, πώληση συμμετοχών σε δραστηριότητες που δεν ήταν συμβατές με τη δραστηριότητά τους κ.λπ.).
Ταυτόχρονα αποφάσισαν να διακόψουν την παραγωγή προϊόντων που δεν είχαν περιθώρια κέρδους και να επικεντρωθούν στα απολύτως ανταγωνιστικά στοιχεία τους. Αλλες ξεκίνησαν πολύμηνες συζητήσεις με τις τράπεζες για να μπορέσουν να προχωρήσουν σε αναδιάρθρωση. Κάποιες κατάφεραν να πείσουν τις τράπεζες ότι αξίζει να τους δοθεί μία δεύτερη ευκαιρία και ήδη αναμένεται μέσα στη χρονιά που διανύουμε να υπάρξουν αναδιαρθρώσεις δανεισμού σε εισηγμένες με μέση κεφαλαιοποίηση από 30 εκατ. έως και 80 εκατ. ευρώ.
Υπάρχουν ωστόσο και πάνω από 25 εισηγμένες με χρέη που έχουν φθάσει σε τέτοιο ύψος, που η διαχείρισή τους δοκιμάζει τις αντοχές όλου του τραπεζικού συστήματος. Αρκεί να σημειωθεί ότι η αναδιάρθρωση του δανεισμού για αυτές έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί εδώ και χρόνια, αλλά, προς το παρόν, δεν έχει καν ξεκινήσει. Το αποτέλεσμα; Η κατάστασή τους να θεωρείται, εδώ και καιρό, «οριακή» ή, σε ορισμένες περιπτώσεις εκτός ελέγχου. Ιδιαίτερα σε εκείνες που παρατηρείται συνδυασμός από υπέρογκες υποχρεώσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων και αρνητικών ιδίων κεφαλαίων. Κι έτσι οι περισσότερες να αντιμετωπίζουν ανοικτά το ενδεχόμενο να περάσουν στον έλεγχο των τραπεζών.
Είναι αξιοσημείωτο το στοιχείο που αναδεικνύεται από τις φετινές ετήσιες γενικές συνελεύσεις, όπου οι διοικήσεις των εισηγμένων αναφέρουν ότι τα μεγαλύτερα κόστη σε μία εταιρία με σειρά προτεραιότητας είναι τα εξής:
1. Η μισθοδοσία προσωπικού.
2. Η αξία του ρεύματος.
3. Η αγορά πρώτων υλών.
4. Η υπερφορολόγηση και οι εισφορές.
Μάλιστα τονίζουν προς τους μετόχους τους ότι και το 2017, όπως και το 2016, θα είναι μια χρονιά με έντονη έλλειψη ρευστότητας, καθώς έχει ήδη χαθεί και το β΄ τρίμηνο εξαιτίας της καθυστέρησης στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και την εκταμίευση της δεύτερης δόσης. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η πλειονότητα των εισηγμένων αιφνιδιάστηκε από την επιβολή των capital controls, καθώς δεν διέθεταν θυγατρικές στο εξωτερικό για να συνεχίσουν την απρόσκοπτη ροή κεφαλαίων προς τις μητρικές που είναι εισηγμένες στο εξωτερικό. Παράλληλα, ήταν υπερδανεισμένες και δεν διέθεταν αξιόλογα ταμειακά διαθέσιμα για να υποστηρίξουν τις επενδυτικές τους ανάγκες.