Επαναλαμβάνει η Τράπεζα της Ελλάδος την έκκληση για αλλαγή του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής, με μεγαλύτερη έμφαση στη μείωση των φορολογικών συντελεστών, μέσω πάταξης φοροδιαφυγής και ανακατανομής και περιορισμού των δαπανών στην «Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος».
Συγκεκριμένα αναφέρει ότι οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα εμφανίζονται ευοίωνες και ότι το 2017 αναμένεται θετικός ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα κατά 1,6%.
Τονίζει ότι το τραπεζικό σύστημα είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση, ωστόσο δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού. «Το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει ευάλωτο σε μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικές διαταραχές. Επιπροσθέτως, διεθνώς το εποπτικό και θεσμικό περιβάλλον γίνεται συνεχώς αυστηρότερο, καθώς οι αρχές και οι κυβερνήσεις δεν θέλουν να επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος».
Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι μεσοπρόθεσμα οι δημοσιονομικοί στόχοι θα υπερκαλυφθούν χωρίς τη λήψη περαιτέρω μέτρων. Εντούτοις, είναι αναγκαία η αλλαγή του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής, ώστε να γίνει περισσότερο υποστηρικτική ως προς την ανάπτυξη.
Όπως αναφέρει, «θα πρέπει να γίνει ανακατανομή των δαπανών σε τομείς που θα έχουν σημαντικότερη αναπτυξιακή επίδραση, ενώ θα πρέπει να αλλάξει και ο φοροκεντρικός χαρακτήρας της δημοσιονομικής πολιτικής μέσω της μείωσης των φορολογικών συντελεστών και της συγκράτησης των δαπανών. Τα ψηφισθέντα μέτρα κοινωνικής στήριξης, η μείωση του κατώτατου φορολογικού συντελεστή του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, ο αναπροσδιορισμός (μειωτικά) των συντελεστών της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, η μείωση του φορολογικού συντελεστή για τα νομικά πρόσωπα, πλην των πιστωτικών ιδρυμάτων, και η μείωση του ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων είναι προς τη σωστή κατεύθυνση».
Αναφορικά με τη φοροδιαφυγή σημειώνει ότι «για να καταπολεμηθεί και να αυξηθούν τα δημόσια έσοδα, θα πρέπει να υλοποιηθούν αποτελεσματικά οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στη φορολογική διοίκηση και να ενισχυθούν οι έλεγχοι. Με αυτό τον τρόπο, θα βελτιωθεί η εισπραξιμότητα των φορολογικών εσόδων, αλλά και θα ενισχυθεί το αίσθημα φορολογικής δικαιοσύνης ανάμεσα στους πολίτες».
Τα πλεονάσματα
Αναφορικά με τους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα (σ.σ. 3,5% ως το 2022) τονίζει ότι ο στόχος αυτός κρίνεται πολύ υψηλός για να είναι διατηρήσιμος σε βάθος χρόνου και η δημοσιονομική προσπάθεια που χρειάζεται για την επίτευξή του μακροπρόθεσμα αποτελεί ανασχετικό παράγοντα της οικονομικής ανάπτυξης που απαιτείται ώστε αυτή να αποδώσει.
«Ο επαναπροσδιορισμός του δημοσιονομικού στόχου σε πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ αποτελεί μια περισσότερο ρεαλιστική προσέγγιση της απαραίτητης δημοσιονομικής προσαρμογής. Ως εκ τούτου, η σχετική απόφαση του Eurogroup της 15.6.2017, που αναφέρεται στη δυνατότητα μείωσης του πρωτογενούς πλεονάσματος σε επίπεδο ίσο προς ή λίγο πάνω από 2% του ΑΕΠ την περίοδο 2023-2060, κρίνεται προς τη σωστή κατεύθυνση».