Tο ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) στο β’ τρίμηνο του έτους μειώθηκε κατά 2% σε συγκριτικά με το τέλος Μαρτίου 2017 και του Δεκέμβριου 2016, αγγίζοντας τα αγγίζοντας τα 102,9 δισ. ευρώ ή το 44,9% των συνολικών ανοιγμάτων σύμφωνα με την Έκθεση της ΤτΕ για τους Επιχειρησιακούς Στόχους των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων.
Ο τριμηνιαίος δείκτης αθέτησης (default rate) παρέμεινε σε επίπεδα άνω του 2%, ξεπερνώντας το ρυθμό αποκατάστασης της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων (cure rate) και καθιστώντας τις εκτεταμένες διαγραφές δανείων το σημαντικότερο μέσο μείωσης των ΜΕΑ. Οι διαγραφές δανείων ανήλθαν σε €1,9 δισεκ. για το δεύτερο τρίμηνο, αγγίζοντας τα €3,3 δισεκ. για το πρώτο μισό του έτους. Οι σημαντικότερες εισροές ΜΕΑ για το δεύτερο τρίμηνο παρατηρήθηκαν στο στεγαστικό χαρτοφυλάκιο, αλλά αντισταθμίστηκαν από τον υψηλό ρυθμό αποκατάστασης της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων στο εν λόγω χαρτοφυλάκιο. Η μείωση των ΜΕΑ που προήλθε από εισπράξεις, ρευστοποιήσεις και πωλήσεις ήταν περιορισμένη. Όπως προαναφέρθηκε, τον κυριότερο παράγοντα μείωσης αποτέλεσαν οι διαγραφές, ιδιαίτερα στο επιχειρηματικό και το καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο.
Αξιοσημείωτο είναι το ποσοστό των ΜΕΑ που τελεί σε καθεστώς αίτησης για υπαγωγή σε νομική προστασία. Στο σύνολο των χαρτοφυλακίων το 15% των ΜΕΑ τελεί υπό καθεστώς αίτησης για υπαγωγή σε νομική προστασία, ενώ στο στεγαστικό το ποσοστό ξεπερνά το 30%.
Στην ίδια έκθεση σημειώνεται ότι ο δείκτης ΜΕΑ παραμένει υψηλός στα περισσότερα χαρτοφυλάκια. Στο τέλος του Ιουνίου του 2017, ο δείκτης ΜΕΑ άγγιζε το 42,7% για το στεγαστικό, το 53,6% για το καταναλωτικό και το 44,4% για το επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο. Στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο, η μεγαλύτερη συγκέντρωση ΜΕΑ παρατηρείται στο χαρτοφυλάκιο των ελεύθερων επαγγελματιών και πολύ μικρών επιχειρήσεων (δείκτης ΜΕΑ: 67,8%), καθώς και στο χαρτοφυλάκιο των Μικρών και Μεσαίων Επιχειρήσεων (ΜΜΕ - δείκτης ΜΕΑ:59,8%). Σταθερά καλύτερες επιδόσεις παρατηρούνται στο χαρτοφυλάκιο των μεγάλων επιχειρήσεων (δείκτης ΜΕΑ: 25,0%) και στα ναυτιλιακά δάνεια (δείκτης ΜΕΑ: 36,8%). Η κάλυψη από προβλέψεις σε επίπεδο συστήματος έχει μειωθεί περαιτέρω, αγγίζοντας το 48,3% τον Ιούνιο του 2017, από 49,1% το Μάρτιο, κυρίως λόγω των εκτεταμένων διαγραφών της περιόδου. Εφόσον συμπεριληφθεί στις προβλέψεις και η αξία των εξασφαλίσεων (με ανώτατη αξία το υπόλοιπο του δανείου προ προβλέψεων απομείωσης), η κάλυψη των ΜΕΑ που επιτυγχάνεται είναι σχεδόν πλήρης.
Στην ίδια έκθεση επιπλέον των στόχων που αφορούν στο ύψος των ΜΕΑ και ΜΕΔ, έχουν τεθεί και στόχοι, μέσω των οποίων παρακολουθείται η απόδοση των τραπεζών κατά τη διαχείριση των ανοιγμάτων αυτών.
Συγκεκριμένα παρατίθεται 7 στόχοι:
Ο Στόχος 3 (Ανάκτηση σε μετρητά μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων προς το μέσο υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων) αποβλέπει στην παρακολούθηση των εισπράξεων τόσο από αποπληρωμές όσο και από ρευστοποιήσεις και μεταβιβάσεις δανείων. Η στοχοθεσία των τραπεζών επικεντρώνεται στην ετήσια αύξηση των εισπράξεων, κυρίως λόγω των συνεχώς αυξανόμενων ταμειακών εισροών από ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων.
Ο Στόχος 4 παρακολουθεί τη σύνθεση των λύσεων ρύθμισης που προσφέρονται σε πελάτες με οικονομικές δυσχέρειες και συγκεκριμένα αντιπαραβάλλει τις μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις με το άθροισμα του συνολικού πληθυσμού των ΜΕΑ και των εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων με μακροπρόθεσμη ρύθμιση. Όλες οι τράπεζες έχουν θέσει ως στόχο την αύξηση των μακροπρόθεσμων ρυθμίσεων, με το εύρος του στόχου να κυμαίνεται σε 27%-61% το 2019, από 15%- 19% κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2016. Οι μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις προσφέρονται για περίοδο μεγαλύτερη των δύο ετών και υποδεικνύουν λύσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν έναν δανειολήπτη στη βιωσιμότητα και τελικά στην εξυπηρέτηση του δανείου.
Ο Στόχος 5 παρακολουθεί τα δάνεια σε καθυστέρηση άνω των 720 ημερών, τα οποία δεν έχουν καταγγελθεί, ως ποσοστό επί του αθροίσματος των δανείων σε καθυστέρηση άνω των 720 ημερών τα οποία δεν έχουν καταγγελθεί και των καταγγελμένων δανείων. Όλες οι τράπεζες στοχεύουν στην ενίσχυση των προσπαθειών τους για καταγγελία των δανείων αυτών και στην προσφυγή σε ένδικα μέσα, έτσι ώστε το ποσοστό των μη καταγγελμένων δανείων με καθυστέρηση άνω των 720 ημερών να μειωθεί δραστικά κατά την περίοδο από τον Ιούνιο του 2016 ως το τέλος του 2019 (από 6%-26% σε 1%-7% για τις ΜΜΕ και από 12%-34% σε 2%-24% για τις μεγάλες επιχειρήσεις).
Ο Στόχος 6 παρακολουθεί την πορεία στην άσκηση ένδικων μέσων επί των καταγγελμένων δανείων, με ποσοστό που παραμένει σε υψηλά επίπεδα (87%-100%) για όλη τη διάρκεια της περιόδου ως το 2019.
Ο Στόχος 7 παρακολουθεί αποκλειστικά το χαρτοφυλάκιο των ΜΜΕ. Συγκεκριμένα ο στόχος αυτός εξετάζει το ποσοστό των ενεργών ΜΜΕ, για τις οποίες έχει διενεργηθεί ανάλυση βιωσιμότητας τους τελευταίους δώδεκα μήνες. Οι τράπεζες στοχεύουν στη βελτίωσή τους στο συγκεκριμένο πεδίο, μέσω της αύξησης του ποσοστού των επιχειρήσεων για τις οποίες διενεργείται ανάλυση βιωσιμότητας στο 80%-97% το 2019, έτσι ώστε να βελτιωθούν αντίστοιχα και οι προσφερόμενες λύσεις ρύθμισης.
Ο Στόχος 8 εξετάζει τις προσπάθειες των τραπεζών να προσφέρουν από κοινού λύσεις ρύθμισης σε κοινούς πελάτες μικρομεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων. Όσο αφορά στις ΜΜΕ, τα δάνεια με κοινές λύσεις ρύθμισης φθάνουν στο υψηλότερο επίπεδο στο τέλος του 2017, αυξημένα σε ποσοστό 45% σε σχέση με τα επίπεδα του Ιουνίου του 2016. Πιο φιλόδοξος είναι ο στόχος που έχει τεθεί από τις τράπεζες για τις μεγάλες επιχειρήσεις, για τις οποίες οι κοινές λύσεις ρύθμισης διπλασιάζονται το 2017 και παραμένουν σε σημαντικά υψηλό επίπεδο ως το 2019 (αυξημένες κατά 55% σε σχέση με τον Ιούνιο του 2016).
Τέλος, ο Στόχος 9 αποσκοπεί στην παρακολούθηση των ΜΕΑ μεγάλων επιχειρήσεων, για τα οποία η τράπεζα έχει ορίσει ειδικό για την εφαρμογή σχεδίου αναδιάρθρωσης της επιχείρησης. Και εδώ οι τράπεζες έχουν θέσει φιλόδοξους στόχους για το διπλασιασμό αυτών των δανείων το 2019 σε σύγκριση με τον Ιούνιο του 2016.