της Δήμητρας Μανιφάβα
Ένα νέο “όπλο” αποκτούν στις συναλλαγές τους με τις τράπεζες φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις, είτε πρόκειται για υφιστάμενους είτε για επίδοξους δανειολήπτες. Το “όπλο” αυτό, βεβαίως, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και από τις τράπεζες και εν γένει από όποιον έχει την ιδιότητα του πιστωτή. Ο λόγος για την Ανεξάρτητη Αρχή Πιστοληπτικής Αξιολόγησης, η σύσταση της οποίας περιλαμβάνεται στα άμεσα σχέδια του υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης. Το θέμα ήδη θα τεθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ανάμεσα στο υπουργείο και τα τεχνικά κλιμάκια των πιστωτών που ξεκινούν αυτή την εβδομάδα με στόχο το σχετικό νομοσχέδιο για τη σύσταση της Αρχής να ψηφιστεί από τη Βουλή εντός του Οκτωβρίου και αυτή να ξεκινήσει να λειτουργεί, ει δυνατόν, μέχρι τα τέλη του τρέχοντος έτους.
Η νέα Αρχή σχεδιάζεται να λειτουργεί ως εξής: στη βάση δεδομένων της θα συγκεντρώνει στοιχεία για τη συνέπεια ή μη των πληρωμών του πολιτών προς την εφορία, τα ασφαλιστικά ταμεία, αλλά ακόμη και προς τις ΔΕΚΟ, καθώς και στοιχεία από τις αρμόδιες δικαστικές και διοικητικές αρχές σχετικά με κατασχέσεις. Τα στοιχεία θα συγκεντρώνονται σε μια ηλεκτρονική βάση δεδομένων η οποία σταδιακά θα διασυνδεθεί με την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, το Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Εισφορών (ΚΕΑΟ) κ.ο.κ., ενώ το 2018 υπολογίζεται ότι θα έχει διασυνδεθεί και με τον “Τειρεσία”, ενώ θα προβλέπεται η δυνατότητα συνεργασίας και με φορείς στο εξωτερικό. Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι από τις τράπεζες η Αρχή θα λαμβάνει μόνο μια βαθμολογία για τον δανειολήπτη και όχι πρωτογενή δεδομένα. Στόχος είναι τα δεδομένα να συλλέγονται σε τακτική βάση, ακόμη και κάθε μήνα.
Με βάση τα στοιχεία αυτά η Αρχή θα βγάζει μια συνολική βαθμολογία, ένα σκορ σε μια κλίμακα για παράδειγμα από το 1 έως το 100 για την πιστοληπτική ικανότητα του φυσικού προσώπου ή των επιχειρήσεων. Κάποιος που είναι ασυνεπής προς έναν πιστωτή και μερικώς ασυνεπής προς άλλους θα λαμβάνει ανώτερη βαθμολογία από κάποιον που είναι ασυνεπής προς όλους. Επίσης, κάποιος που είναι συνεπής επί μακρόν και μόνο το τελευταίο διάστημα εμφανίζει αδυναμία στις πληρωμές θα λαμβάνει ανώτερο σκορ από κάποιον που ήταν πάντα ασυνεπής. Ακόμη και όσοι βρίσκονται ακόμη στη “μαύρη λίστα” του Τειρεσία, αλλά εμφανίζεται να έχουν ξεκινήσει να αποπληρώνουν οφειλές τακτικά, θα αντιμετωπίζονται θετικά.
Πρόσβαση στο σκορ θα έχει μόνο ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος, ενώ κάποιος άλλος, όπως για παράδειγμα η τράπεζα ή ένας προμηθευτής θα μπορούν να έχουν πρόσβαση σε αυτό μόνο εάν προηγουμένως έχει δοθεί η συγκατάθεση από τον δανειολήπτη. Ο δανειολήπτης ή αυτός που θέλει να λάβει δάνειο θα μπορεί, βεβαίως, να αξιοποιεί στις διαπραγματεύσεις του με την τράπεζα τη βαθμολογία της Αρχής, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η τράπεζα θα είναι υποχρεωμένη να τη λάβει υπόψη της.
Το αρμόδιο υπουργείο φιλοδοξεί να προσδώσει στη νέα αρχή και τον χαρακτήρα ενός “λευκού Τειρεσίας”, υπό την έννοια ότι οι συνεπείς, οι καλοπληρωτές θα επιβραβεύονται με το να έχουν ευκολότερη πρόσβαση σε μελλοντικές αιτήσεις δανείων και με όσο το δυνατόν ευνοϊκότερους όρους.
Σύμφωνα με όσα προβλέπονται στο προσχέδιο νόμου τα δεδομένα πιστοληπτικής πληροφόρησης και χρήσης πιστοληπτικών βαθμολογήσεων θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τους παρακάτω σκοπούς:
-Επαλήθευση πληροφοριών που παρασχέθηκαν από τον πολίτη σε έναν πιστωτικό φορέα σχετικά με τη σύναψη μιας σύμβασης πίστωσης.
-Αξιολόγηση των ενδεχόμενων κινδύνων από τη χορήγηση πίστωσης ή από την αποδοχή εγγύησης για μια σύμβαση πίστωσης.
-Αξιολόγηση των ενδεχόμενων κινδύνων από τη μετατροπή των όρων μιας σύμβασης πίστωσης (είδος, διάρκεια, επιτόκιο κ.α.) ή εγγύησης.
-Παρακολούθηση οποιασδήποτε αστοχίας στην τήρηση κάποιας αναληφθείσας υποχρέωσης στο πλαίσιο μιας σύμβασης πίστωσης ή εγγύησης.
-Αξιολόγηση αίτησης υπαγωγής σε διακανονισμό οφειλών.
-Ανάλυση των χαρτοφυλακίων συμβάσεων πιστώσεων που τηρούν οι πιστωτικοί φορείς.
Η εμπειρία από το εξωτερικό
Η ιδέα της εν λόγω Αρχής είναι κάτι νέο για τα ελληνικά δεδομένα, όμως στο εξωτερικό υπάρχει ευρέως. Ανάλογες υπηρεσίες, “credit bureau” όπως έχει επικρατήσει να λέγονται υπάρχουν με διάφορες μορφές σε πάνω από 50 χώρες σε όλο τον κόσμο, σε Ευρώπη, Αμερική, Αφρική, Αυστραλία και Ασία.
Η σύσταση τέτοιας υπηρεσίας είχε αποφασισθεί από το 2015 στο πλαίσιο του τρίτου Μνημονίου. Μάλιστα, προβλεπόταν αρχικά η σύσταση Υπηρεσίας Πίστωσης και Πλούτου, σχέδιο που τελικά εγκαταλείφθηκε.