Στο προσκήνιο έρχεται πάλι η υπόθεση των δανείων που έχουν συναφθεί σε ελβετικό φράγκο, ύστερα από τη χθεσινή απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για την υποχρέωση των τραπεζών να παρέχουν ενδελεχή πληροφόρηση στους δανειολήπτες για την ανάληψη συναλλαγματικών κινδύνων.
Σύμφωνα με την απόφαση, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάνθηκε πως όταν ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα χορηγεί δάνειο σε ξένο νόμισμα, πρέπει να παρέχει στον δανειολήπτη επαρκή πληροφόρηση ώστε αυτός να είναι σε θέση να λάβει συνετή και εμπεριστατωμένη απόφαση.
Η ανωτέρω εξέλιξη έρχεται για την ελληνική πραγματικότητα τη στιγμή που αναμένεται να εκδικαστεί η συλλογική αγωγή στο Εφετείο 2.300 δανειοληπτών σε ελβετικό φράγκο. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν χάσει, αλλά και έχουν κερδίσει αρκετές δικαστικές προσφυγές δανειοληπτών σε ελβετικό φράγκο.
Ωστόσο, η πρόσφατη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών επί της ανωτέρω συλλογικής αγωγής που δέχθηκε το σκεπτικό συλλογικής αγωγής Ενώσεων Καταναλωτών και του Συλλόγου Δανειοληπτών Ελβετικού Φράγκου, αποτελεί μεγάλο "αγκάθι" για τις τράπεζες. Και αυτό όχι μόνο γιατί είναι συλλογική, αλλά επίσης καλά στοιχειοθετημένη, εντάσσοντας τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο στην κατηγορία των επενδυτικών προϊόντων.
Οι παραδοχές του δικαστηρίου που οδήγησαν στη θετική έκβαση για τους δανειολήπτες αναφέρουν ότι οι συμβάσεις αυτές δεν ήταν συνηθισμένες, έφεραν έντονο το στοιχείο του επενδυτικού εγχειρήματος, η δε τακτική ενημέρωσης από πλευράς τραπεζών δεν πληρούσε το αναγκαίο πλαίσιο ενημέρωσης και τις ασφαλιστικές δικλείδες.
Το 10% των δανείων στεγαστικής πίστης των ελληνικών τραπεζών έχουν συναφθεί σε ελβετικό φράγκο. Πρόκειται για δάνεια ονομαστικής αξίας 7 δισ. ευρώ που συνάφθηκαν την περίοδο 2006 – 2009, με ισοτιμία ευρώ/ελβετικού 1,55 – 1,65 και με μεσοσταθμικό περιθώριο 1,6% πάνω από το libor. Σήμερα, τα δάνεια αυτά δημιουργούν ένα άληκτο κεφάλαιο 12 δισ. ευρώ για τις τράπεζες και εφόσον υποστούν "κούρεμα" 40% - 50%, κινδυνεύουν να δημιουργήσουν κεφαλαιακή "τρύπα" στις τράπεζες, περί τα 6 δισ. ευρώ.
Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου
Η απόφαση του Ευρωδικαστηρίου εκδόθηκε με αφορμή το ότι κατά τα έτη 2007 και 2008, ρουμανικές τράπεζες συνήψαν δανειακές συμβάσεις σε ελβετικό φράγκο, για την απόκτηση - από ιδιώτες - ακινήτων, την αναχρηματοδότηση άλλων δανείων ή την κάλυψη προσωπικών αναγκών. Βάσει των συμβάσεων δανείου, οι δανειολήπτες υποχρεούνταν να εξοφλούν τις μηνιαίες δόσεις του δανείου σε ελβετικά φράγκα, και δέχθηκαν να αναλάβουν τον κίνδυνο που αφορούσε τις ενδεχόμενες διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ρουμανικού λέι έναντι του ελβετικού φράγκου.
Εν συνεχεία, η συναλλαγματική ισοτιμία μεταβλήθηκε σημαντικά εις βάρος των δανειοληπτών. Οι τελευταίοι προσέφυγαν στα ρουμανικά δικαστήρια, ζητώντας τους να κρίνουν ότι η ρήτρα κατά την οποία το δάνειο πρέπει να εξοφληθεί σε ελβετικά φράγκα χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ζημία την οποία ενδέχεται να υποστούν οι δανειολήπτες, λόγω του συναλλαγματικού κινδύνου συνιστά καταχρηστική ρήτρα η οποία δεν τους δεσμεύει, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα σε οδηγία της ΕΕ. Οι δανειολήπτες επισημαίνουν, μεταξύ άλλων, ότι, κατά τη σύναψη των συμβάσεων, η τράπεζα παρουσίασε το προϊόν της κατά τρόπο μεροληπτικό, υπερτονίζοντας τα οφέλη που οι δανειολήπτες μπορούσαν να αντλήσουν από αυτό, χωρίς ωστόσο να επισημάνει τους δυνητικούς κινδύνους καθώς και την πιθανότητα επελεύσεώς τους.
Στην απόφασή του το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, αναφέρει ότι "αφενός, ο δανειολήπτης πρέπει να ενημερώνεται σαφώς για το ότι, συνάπτοντας σύμβαση δανείου σε ξένο νόμισμα, εκτίθεται σε ορισμένο συναλλαγματικό κίνδυνο στον οποίο ενδέχεται να δυσκολευτεί οικονομικά να αντεπεξέλθει σε περίπτωση υποτιμήσεως του νομίσματος στο οποίο λαμβάνει τα εισοδήματά του. Αφετέρου, η τράπεζα πρέπει να εκθέτει τις δυνητικές διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών και τους κινδύνους που ενέχει η σύναψη δανείου σε ξένο νόμισμα, ιδίως στην περίπτωση που ο δανειολήπτης δεν λαμβάνει τα εισοδήματά του στο εν λόγω ξένο νόμισμα".
Ωστόσο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, στην περίπτωση που η τράπεζα δεν έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της και, επομένως, δύναται να εξεταστεί ο καταχρηστικός χαρακτήρας της επίδικης ρήτρας, εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να αξιολογήσει, αφενός, την ενδεχόμενη μη συμμόρφωση με την απαίτηση περί καλής πίστης και, αφετέρου, την ύπαρξη ενδεχόμενης σημαντικής ανισορροπίας μεταξύ των συμβαλλομένων.
Πηγή: capital.gr