Στο τραπέζι της ηγεσίας του υπουργείου Οικονομικών βρίσκονται προτάσεις για νέες μειώσεις των προστίμων καθώς και νέο τρόπο υπολογισμού τους προκειμένου "να λειτουργούν προς την κατεύθυνση της συμμόρφωσης και όχι της τιμωρίας” των επιχειρήσεων και των επαγγελματιών που παραβιάζουν τη φορολογική νομοθεσία. Και όλα αυτά γιατί το πρόβλημα της χαμηλής εισπραξιμότητας είναι γεγονός και δεν δείχνει να βελτιώνεται.
Ενδεικτική της κατάστασης που επικρατεί με το θέμα των φορολογικών προστίμων είναι η πρόσφατη ανακοίνωση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων που αφορούσε στην εκρηκτική αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών των φορολογούμενων προς τη φορολογική διοίκηση τον Ιούλιο.
Το συγκεκριμένο μήνα, όπως αναφερόταν στην ανακοίνωση, περιλαμβάνονται τα πρόστιμα και οι προσαυξήσεις συνολικού ύψους 746 εκατομμυρίων ευρώ από τρεις υποθέσεις φοροδιαφυγής τα οποία είναι "μηδενικής εισπραξιμότητας”. Με άλλα λόγια, επιβάλλονται πρόστιμα από τη φορολογική διοίκηση τα οποία είναι κοινό μυστικό ότι δεν πρόκειται να εισπραχθούν ποτέ. Δεν είναι, πάντως, μυστικό και ότι από τα 97 δισεκατομμύρια ευρώ που είναι το συνολικό ποσό των ληξιπρόθεσμων οφειλών των φορολογούμενων προς το δημόσιο, το μεγαλύτερο μέρος αφορά πρόστιμα για φορολογικές παραβάσεις και φοροδιαφυγή, τα οποία δεν πρόκειται να εισπραχθούν ποτέ (εταιρείες που έχουν κλείσει κλπ).
Στο ΥΠΟΙΚ έχουν διαπιστώσει ότι σε πολλές περιπτώσεις που εντοπίζονται παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας και επιβάλλονται τσουχτερά πρόστιμα, ειδικά σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ακολουθείται η πρακτική του εικονικού λουκέτου και της επαναλειτουργίας της επιχείρησης με νέα επωνυμία και νέο επιχειρηματία. Και όλα αυτά μόνο και μόνο για να μην πληρωθούν τα πρόστιμα που έχουν επιβληθεί για φορολογικές παραβάσεις.
Επίσης στο υπουργείο Οικονομικών διαπιστώνουν ότι είναι χαμηλή η εισπραξιμότητα από τους ελέγχους που πραγματοποιούνται. Είναι χαρακτηριστικό ότι η εισπραξιμότητα πρόσθετων φόρων και προστίμων που επιβάλλει το Κέντρο Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων (ΚΕΜΕΕΠ) είναι μόλις 9,37% ενώ η εισπραξιμότητα των προστίμων και πρόσθετων φόρων που επιβάλλει το Κέντρο Φορολογούμενων Μεγάλου Πλούτου διαμορφώνεται μόλις στο 21%
Με βάση το υφιστάμενο καθεστώς τα πρόστιμα που επιβάλλονται μετά από έλεγχο έχουν ως εξής:
- Στην υποβολή ανακριβούς δήλωσης εισοδήματος ή άλλης φορολογίας το ποσό του προστίμου κυμαίνεται από 10% έως 50% του ποσού φόρου που γλίτωσε ο φορολογούμενος.
- Σε περίπτωση μη υποβολής δήλωσης επιβάλλεται πρόστιμο 50% του φόρου που γλίτωσε ο φορολογούμενος.
- Σε περίπτωση υποβολής ανακριβούς ή μη υποβολής δήλωσης ΦΠΑ επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με το 50% του φόρου που δεν απέδωσε ο φορολογούμενος.
- Στην περίπτωση μη υποβολής δήλωσης ή υποβολής ανακριβούς δήλωσης παρακρατούμενων φόρων που εντοπίζεται κατόπιν ελέγχου επιβάλλεται πρόστιμο 50% επί του φόρου που έπρεπε να αποδώσει ο φορολογούμενος
- Το ποσοστό των προσαυξήσεων που χρεώνει το δημόσιο για την μη απόδοση φόρων ανέρχεται στο βασικό επιτόκιο πράξεων αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (σήμερα είναι μηδέν) προσαυξημένο κατά 8,51 εκατοστιαίες μονάδες.
Αυτό που ξεκαθαρίζεται από το υπουργείο Οικονομικών είναι ότι δεν πρόκειται να αλλάξει το καθεστώς των προστίμων για μη έκδοση φορολογικών στοιχείων (αποδείξεων, τιμολογίων), δηλαδή της επιβολής αναλογικού προστίμου επί της αξίας του μη εκδιδόμενου στοιχείου, αυτοτελούς προστίμου 100 έως 2.500 ευρώ (που πολλαπλασιάζεται σε περίπτωση υποτροπής) και της επιβολής της ποινής προσωρινής διακοπής λειτουργίας.
Πηγή: capital.gr