Βελτίωση κατέγραψαν και στα τέλη του τρίτου τριμήνου οι επιχειρησιακές συνθήκες στον ελληνικό μεταποιητικό τομέα, συνεχίζοντας την αύξηση που παρατηρήθηκε σε κάθε έναν από τους τρεις προηγούμενους μήνες.
Στην τελευταία άνοδο συνέβαλε ακόμα μία ισχυρή αύξηση της ζήτησης από το εσωτερικό, η οποία παρότρυνε τις εταιρείες να ενισχύσουν την παραγωγική τους ικανότητα προσλαμβάνοντας επιπλέον εργαζομένους και αυξάνοντας την αγοραστική τους δραστηριότητα. Το γεγονός αυτό, με τη σειρά του, οδήγησε σε αξιοσημείωτη αύξηση της παραγωγής και βελτίωση της εμπιστοσύνης των επιχειρήσεων. Εν τω μεταξύ, ο ρυθμός αύξησης των τιμών χρέωσης εξασθένησε παρά τη δριμύτερη αύξηση της μέσης επιβάρυνσης κόστους.
Ο εποχικά προσαρμοσμένος Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών της IHS Markit για τον τομέα μεταποίησης στην Ελλάδα (Purchasing Managers’ Index – PMI) –ένας σύνθετος δείκτης που έχει σχεδιαστεί για να μετρά την απόδοση της μεταποιητικής οικονομίας– κατέγραψε τιμή πάνω από το σημείο μηδενικής μεταβολής των 50.0 μονάδων τον Σεπτέμβριο, υποδεικνύοντας περαιτέρω βελτίωση των συνθηκών του ελληνικού μεταποιητικού τομέα. Επιπλέον, κλείνοντας στις 52.8 μονάδες, τιμή υψηλότερη από τις 52.2 μονάδες του Αυγούστου, η πρόσφατη μέτρηση υπέδειξε την τέταρτη συνεχή βελτίωση των συνθηκών του ελληνικού μεταποιητικού τομέα και τη δριμύτερη από τον Ιούνιο του 2008.
Στην ανάπτυξη συνέβαλε ακόμα μία σημαντική αύξηση των νέων παραγγελιών, η δριμύτερη που έχει καταγραφεί σε διάστημα μεγαλύτερο των τριάμισι ετών. Τα στοιχεία υπέδειξαν ότι η αύξηση
των νέων εργασιών επικεντρώθηκε στις εγχώριες αγορές, καθώς οι νέες παραγγελίες εξαγωγών μειώθηκαν τον Σεπτέμβριο, μολονότι σε μικρό βαθμό.
Στηριζόμενοι στην ενισχυμένη ζήτηση των πελατών, οι Έλληνες κατασκευαστές αύξησαν την παραγωγή τους για τέταρτο συνεχή μήνα τον Σεπτέμβριο. Επιπλέον, ο ρυθμός αύξησης ήταν ο εντονότερος που έχει καταγραφεί σε διάστημα μεγαλύτερο των εννέα ετών. Η αύξηση προήλθε από τους παραγωγούς καταναλωτικών και κεφαλαιουχικών αγαθών, ενώ μείωση καταγράφηκε από τους κατασκευαστές ενδιάμεσων αγαθών.
Παρά την αύξηση της παραγωγής, τα αποθέματα ετοίμων προϊόντων μειώθηκαν για δεύτερο συνεχή μήνα, καθώς οι εταιρείες χρησιμοποίησαν τα υφιστάμενα αποθέματά τους για να ανταποκριθούν στις νέες παραγγελίες.
Έχοντας να αντιμετωπίσουν αυξημένες απαιτήσεις παραγωγής, οι Έλληνες κατασκευαστές προσέλαβαν επιπρόσθετους εργαζομένους για πέμπτο συνεχή μήνα τον Σεπτέμβριο, μολονότι με ελαφρώς ασθενέστερο ρυθμό από τον Αύγουστο. Με τη σειρά του, το γεγονός αυτό συνέβαλε σε περαιτέρω μείωση των αδιεκπεραίωτων εργασιών.
Οι εταιρείες αύξησαν την αγοραστική τους δραστηριότητα για τρίτο συνεχή μήνα τον Σεπτέμβριο. Παρόλ’ αυτά, τα αποθέματα προμηθειών εξακολούθησαν να μειώνονται. Ο μέσος χρόνος παράδοσης προμηθειών επιμηκύνθηκε με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί από τον Μάιο, καθώς η αυξημένη ζήτηση των πελατών άσκησε πιέσεις στις αλυσίδες προμηθειών.
Εν τω μεταξύ, η αύξηση των τιμών εισροών επιταχύνθηκε στο υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί σε διάστημα πέντε μηνών, με βάση τις συχνές αναφορές για υψηλότερο κόστος πρώτων υλών. Παρόλ’ αυτά, οι μέσες τιμές χρέωσης αυξήθηκαν με ασθενέστερο ρυθμό από τον αντίστοιχο του Αυγούστου.
Τέλος, οι κατασκευαστές παρέμειναν αισιόδοξοι ότι η παραγωγή θα αυξηθεί μέσα στους επόμενους 12 μήνες, λόγω των αναφορών για επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες και των θετικών προβλέψεων σε σχέση με τις πωλήσεις σε πελάτες του εξωτερικού.
Ο Alex Gill, οικονομολόγος της IHS Markit, ο οποίος καταρτίζει την έρευνα του ελληνικού Δείκτη Υπευθύνων Προμηθειών PMI είπε: «Η ανάκαμψη στον ελληνικό μεταποιητικό τομέα συνεχίστηκε μέχρι το τέλος του τρίτου τριμήνου, ενώ ο κύριος δείκτης PMI υπέδειξε την εντονότερη βελτίωση των λειτουργικών συνθηκών από τον Ιούνιο του 2008. Η συνολική ανάπτυξη εξακολούθησε να απορρέει από τη δριμεία αύξηση τόσο της παραγωγής όσο και των νέων παραγγελιών, οι οποίες με τη σειρά τους συνέβαλαν σε ακόμα μία σταθερή αύξηση της απασχόλησης, ενισχύοντας τις ελπίδες για περαιτέρω υποχώρηση του ποσοστού ανεργίας στη χώρα (το οποίο ήταν 21.2% τον Ιούνιο) και για ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης. Ωστόσο, οι νέες παραγγελίες εξαγωγών υποχώρησαν καταγράφοντας συρρίκνωση, γεγονός στο οποίο ενδεχομένως να συνέβαλε το ισχυρότερο ευρώ».