Η καθυστέρηση της επίτευξης συμφωνίας για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος και στη συνέχεια η πολιτική αβεβαιότητα και τελικά το προεκλογικό κλίμα, συνολικά οδήγησαν στις αρχές του 2015 τόσο σε σταδιακή μείωση του ρυθμού επενδύσεων και χειροτέρευση των όρων χρηματοδότησης όσο και σε καθυστερήσεις αναφορικά με τη συλλογή φόρων και σε πίεση στην εκτέλεση του προϋπολογισμού.
Σύμφωνα με την τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ για την Ελληνική Οικονομία, η πορεία του οικονομικού κλίματος παρουσίασε σημαντική επιδείνωση κατά τον προηγούμενο μήνα, γεγονός ασυνήθιστο για προεκλογική περίοδο, καθότι σε αυτές τις περιόδους οι προσδοκίες συνήθως βελτιώνονται.
Κύριας σημασίας στοιχείο είναι ότι η νέα κυβέρνηση της χώρας αμφισβητεί το πλαίσιο της έως τώρα συμφωνίας με τους εταίρους και πιστωτές, όπως άλλωστε αναμενόταν και με βάση τις προεκλογικές διακηρύξεις των πολιτικών κομμάτων που πλειοψήφησαν στις εκλογές, πριν από λίγες μόνο ημέρες.
Όμως η ισορροπία που έχει επιτευχθεί στην ελληνική οικονομία είναι ιδιαίτερα εύθραυστη και εύκολα ανατρέψιμη. Έτσι, παρά το πολύ σημαντικό γεγονός ότι η κυβέρνηση διαβεβαιώνει ρητά ότι η οικονομική πολιτική της θα κινηθεί τόσο εντός του πλαισίου της ευρωζώνης όσο και αυτού της δημοσιονομικής σταθερότητας, δημιουργούνται παράγοντες σημαντικής αβεβαιότητας που θα διατηρηθούν και πιθανώς θα ενταθούν μέχρι να επιτευχθεί μια νέα συμφωνία με την ΕΕ που θα διαδεχθεί την τρέχουσα.
Η θετική πορεία της οικονομίας μπορεί να επιτευχθεί υπό τους εξής όρους: πρώτον να μην διακινδυνεύσει η παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη και δεύτερον η κυβέρνηση να προσελκύσει νέες επενδύσεις.
Μάλιστα για το 2015 η συνολική δυναμική μπορεί να οδηγήσει σε ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 2%, συνοδευόμενη από μείωση της ανεργίας κατά περίπου δύο ποσοστιαίες μονάδες και τάση αναστροφής του αποπληθωρισμού.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, ως ένα επόμενο βήμα, μπορεί να προωθηθεί το συντομότερο μια νέα, αμοιβαία επωφελής, συνεννόηση ανάμεσα στην ελληνική οικονομία και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή θα πρέπει να έχει ως στόχο τη διόρθωση των αστοχιών που έχουν πλέον παρατηρηθεί και κυρίως την ομαλή σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας με το κέντρο της ευρωζώνης. Ρητή βάση πρέπει να αποτελεί το νέο αναπτυξιακό πρότυπο της χώρας, με έμφαση στην εξωστρέφεια, την καινοτομία και τις επενδύσεις που θα τις στηρίζουν.
Από την ελληνική πλευρά, πρέπει να υπάρξει δέσμευση για τις απαραίτητες δομικές μεταρρυθμίσεις, με προτεραιότητα σε όσες βελτιώνουν το επιχειρηματικό περιβάλλον και την αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα. Θα πρέπει, δηλαδή, να αποτελέσει αντικείμενο και ευθύνη της ελληνικής πλευράς το πώς ακριβώς θα επιδιώξει την επίτευξη του κάθε στόχου.
Επίσης, απαιτείται διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας που έχει συμφωνηθεί, χωρίς όμως περαιτέρω προσαρμογή, καθώς μια τέτοια θα λειτουργούσε μάλλον αρνητικά για τις επενδύσεις, τις μεταρρυθμίσεις και τελικά για την ανάπτυξη.
Από την πλευρά των πιστωτών και εταίρων, θα πρέπει να διασφαλισθεί ότι το βάρος εξυπηρέτησης του χρέους θα παραμένει επαρκώς χαμηλό για το ορατό μέλλον. Επίσης, θα πρέπει να υπάρχει ποικιλοτρόπως υποβοήθηση κατάλληλων επενδύσεων τόσο για τις απαραίτητες υποδομές όσο και για μακροχρόνιες ιδιωτικές παραγωγικές επενδύσεις.
Συνεπώς, οι προοπτικές για την ελληνική οικονομία μπορεί να είναι πολύ θετικές. Απαραίτητη προϋπόθεση για μια τέτοια εξέλιξη είναι μια συμφωνία με τους ευρωπαίους εταίρους που θα διασφαλίζει τις συνθήκες για συστηματική άνοδο των επενδύσεων και της ανάπτυξης, στο πλαίσιο των κανόνων της ευρωζώνης. «Αυτή η συμφωνία μπορεί και πρέπει να επιτευχθεί το συντομότερο δυνατό», καταλήγει η έκθεση του ΙΟΒΕ.