Μείωση εσόδων 435 εκατ. ευρώ από την οικονομία που συνδέεται με τον τουρισμό και απώλεια περίπου 6.100 θέσεων απασχόλησης θα είναι το αποτέλεσμα από την εφαρμογή του φόρου διανυκτέρευσης στα καταλύματα από την 1η Ιανουαρίου 2018, σύμφωνα με μελέτη που εκπόνησε η Grant Thornton για το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδος (ΞΕΕ).
Σύμφωνα με τη μελέτη, το δημοσιονομικό αποτέλεσμα από την εφαρμογή του μέτρου θα είναι αυξημένο κατά περίπου 84 εκατ. ευρώ αλλά σε συνδυασμό με τη μείωση εσόδων θα έχει ως τελικό αποτέλεσμα τη συρρίκνωση των εσόδων της πραγματικής οικονομίας κατά 340 εκατ. ευρώ.
Όπως ανέφερε ο πρόεδρος του ΞΕΕ, Γ. Τσακίρης, το μέτρο θα είναι καταστροφικό για την ανταγωνιστικότητα του τουρισμού, ενώ ανέφερε ότι θα ενημερώσει για τις δυσμενείς επιπτώσεις τους θεσμούς.
Ταυτόχρονα κάλεσε την πολιτεία να συνοδεύει την επιβολή φορολογικών μέτρων στο μέλλον με σχετική μελέτη επιπτώσεων.
Η μελέτη με τίτλο: «Διερεύνηση των επιπτώσεων του φόρου διαμονής στον ξενοδοχειακό κλάδο στην Ελλάδα» αναφέρει ότι «ο φόρος διαμονής δημιουργεί δημοσιονομικό όφελος που εκτιμάται ετησίως στα 84 εκατ. ευρώ.
Αν η αξιοποίηση του ποσού μεγιστοποιηθεί μέσω της διοχέτευσης σε δημόσιες επενδύσεις, τότε θα δημιουργήσει μια θετική συμβολή που ανέρχεται στα 94 εκατ».
Συγχρόνως όμως η μελέτη καταδεικνύει ότι τελικώς οι απώλειες στην οικονομία από την εφαρμογή του νόμου για τον φόρο διαμονής θα ανέλθουν στα 340 εκατ. ευρώ, ποσό που ουσιαστικά εξαφανίζει τα όποια εισπρακτικά οφέλη. Και αυτό διότι η επιβολή του φόρου διαμονής εκτιμάται πως θα οδηγήσει σε μια αύξηση της μέσης τιμής δωματίου κατά 1,9%, προκαλώντας έναν περιορισμό της ζήτησης, που θα οδηγήσει στη μείωση της συνολικής αγοράς που δημιουργούν τα ξενοδοχεία κατά 2,5%.
Σύμφωνα με τη μελέτη, αν η επιβολή ενός φόρου οδηγεί συνακόλουθα σε αύξηση της τιμής του εκάστοτε δωματίου, λόγω μετακύλισης της δαπάνης στους καταναλωτές, τότε δημιουργούνται στρεβλώσεις στην αγορά, δεδομένου ότι το ξενοδοχειακό προϊόν γίνεται ακριβότερο και χάνει μέρος από την ανταγωνιστικότητά του. Ταυτόχρονα, αν τα ξενοδοχεία δεν μετακυλίσουν την αύξηση του φόρου στους καταναλωτές, τότε θα υποστούν μείωση των αποτελεσμάτων τους ή θα υποχρεωθούν να μεταβάλουν την ποιότητα των υπηρεσιών, με κίνδυνο τη μείωση της ζήτησης.
Η Grant Thornton υποστηρίζει ότι ως συνέπεια των παραπάνω, το τελικό αποτέλεσμα των ξενοδοχείων χειροτερεύει σε σημαντικό βαθμό, δημιουργώντας ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα ταμειακής διαχείρισης των επενδυτικών και χρηματοδοτικών τους ροών.
Ειδικότερα, η μελέτη του Ξ.Ε.Ε. σημειώνει ότι η επιβολή του φόρου διαμονής θα μειώσει το σύνολο της αγοράς που δημιουργούν τα ξενοδοχεία κατά 2,51% (435 εκατ. ευρώ), δηλαδή τα έσοδα από τα 17,36 δισ. θα μειωθούν στα 16,93 δισ. ευρώ.
Μέρος των αρνητικών επιπτώσεων της εφαρμογής του φόρου διαμονής στα ξενοδοχεία, και συνακόλουθα στην εθνική οικονομία και την απασχόληση, κατέγραψε ο πρόεδρος του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος κ. Γιώργος Τσακίρης, αναφέροντας ότι: «Ο φόρος δημιουργεί μείωση της ζήτησης και της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού τουριστικού προϊόντος: είτε άμεσα εάν μετακυλισθεί, που σημαίνει ότι αυξάνεται η τιμή του, είτε έμμεσα εάν απορροφηθεί από τα ξενοδοχεία, που σημαίνει ότι αυτομάτως θα μειωθούν τα έσοδα και κατά συνέπεια τα οικονομικά αποτελέσματά τους, γεγονός που θα μειώσει τις επενδύσεις και θα επιφέρει υποβάθμιση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Γι’ αυτό και λέμε ότι το μέτρο εφαρμοζόμενο θα αποβεί καταστροφικό για την τουριστική ανταγωνιστικότητά μας. Ως αποτέλεσμα της επιβολής του φόρου διαμονής, είτε τα ξενοδοχεία μετακυλίσουν τον φόρο στον καταναλωτή, είτε, παρά τη δυσχερή θέση στην οποία ευρίσκονται και με εξαντλημένη, όπως έδειξε η προηγούμενη μελέτη μας, τη φοροδοτική τους δυνατότητα, απορροφήσουν τελικώς τον φόρο, οι απώλειες για την ελληνική οικονομία θα ξεπεράσουν τα 340 εκατ. ευρώ.
Εξού και αποκαλούμε αυτό το μέτρο εξαιρετικά υφεσιακό, που πλήττει κυρίως τα μικρά ξενοδοχεία και αυτά των χαμηλότερων κατηγοριών, που αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών ξενοδοχείων».
Καταλήγοντας, υπογραμμίζει: «Στην κρίσιμη καμπή στην οποία βρίσκεται η χώρα μετά από 8 χρόνια κρίσης, απαιτούνται ορθολογικές λύσεις. Οι όποιες λύσεις, φόροι και μέτρα που αποφασίζεται να θεσμοθετηθούν, επιβάλλεται να συνοδεύονται και από μελέτες των συνολικών επιπτώσεών τους στην οικονομία και την κοινωνία».
Πηγή: Euro2day