Σχεδόν τα μισά από τα συνολικά δάνεια ανήκουν στην κατηγορία είτε των NPLs είτε των NPEs, τα οποία εμπίπτουν επίσης κατά την ευρεία του όρου έννοια στην κατηγορία των μη εξυπηρετούμενων δανείων, σημείωσε ο Πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών και Πρόεδρος της Eurobank, Ν. Καραμούζης, στο πλαίσιο της παρουσίασης του βιβλίου "Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια και η αντιμετώπιση της αφερεγγυότητας του ιδιωτικού τομέα".
Οι ελληνικές τράπεζες σήμερα, με βάση τα αποτελέσματα του δευτέρου τριμήνου του 2017, έχουν €102 δισεκ. σε NPEs (μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα), €73 δισεκ. NPLs (δάνεια σε οριστική καθυστέρηση), επί συνόλου δανειακού χαρτοφυλακίου προς τον ιδιωτικό τομέα ύψους €190 δισεκ.
Η σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και γενικά των "ανοιγμάτων" αποτελεί βασική προϋπόθεση για
- την αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας,
-τη βελτίωση της εμπιστοσύνης των αγορών και της πίστης στον χρηματοοικονομικό τομέα εν γένει
-την ενίσχυση της δυνατότητας του τραπεζικού τομέα να χρηματοδοτήσει την οικονομία και να οδηγήσει επομένως σε μία βιώσιμη οικονομική ανάκαμψη.
To πρόβλημα δημιουργήθηκε κυρίως εξαιτίας των αντίξοων μακροοικονομικών συνθηκών αλλά και εξαιτίας μίας κρίσης που δεν είχε προηγούμενο - και όχι εξαιτίας των ιδιαιτεροτήτων του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, οι οποίες είχαν περιορισμένη επιρροή στο θέμα αυτό.
Οι γραμμές άμυνας των ελληνικών τραπεζών
Σύμφωνα με τον κ. Καραμούζη, για την αντιμετώπιση αυτού του μεγάλου όγκου προβληματικών δανείων, οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες έχουν ήδη διενεργήσει προβλέψεις €53 δισ., καλύπτοντας κατά μέσο όρο το 50% των NPEs και το 69% των NPLs. Τα ποσοστά αυτά κάλυψης είναι πάνω από το μέσο όρο των λοιπών χωρών της Ευρωζώνης.
Επιπλέον, οι ελληνικές τράπεζες διατηρούν ακόμα και σήμερα δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας Tier1 μεταξύ των υψηλοτέρων στην Ευρωπαϊκή Ένωση: στο 17,2% κατά μέσο όρο, ή 33 δισ. ευρώ κεφάλαια, ενώ ακόμη και με όρους πλήρους εφαρμογής της CRD IV (fully loaded) ο δείκτης αυτός είναι 16,3% . Επομένως διαθέτουν ένας από τους υψηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας - και πάλι μεταξύ των υψηλοτέρων στην Ευρωζώνη.
Έτσι, οι Ελληνικές τράπεζες διατηρούν ένα σημαντικό κεφαλαιακό απόθεμα - σημαντικά υψηλότερο από το ελάχιστο που προβλέπει ο SSM (12,25%).