Η πορεία του κλάδου της επιβατηγού ναυτιλίας και η σημαντική συμβολή του στην ελληνική οικονομία εξετάζονται σε νέα μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) με τίτλο «Η συμβολή της επιβατηγού ναυτιλίας στην ελληνική οικονομία».
Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ, οι μεταβολές στο εξωτερικό περιβάλλον την τελευταία διετία ευνόησαν τον κλάδο της επιβατηγού ναυτιλίας. Ως αποτέλεσμα, η ζήτηση ακτοπλοϊκών υπηρεσιών ανέκαμψε σταδιακά έπειτα από την υποχώρηση των προηγούμενων ετών. Η ενίσχυση των αφίξεων από το εξωτερικό και η διαφαινόμενη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας δημιουργούν θετικές προοπτικές για την ανάπτυξη του κλάδου τα επόμενα έτη, ωστόσο ανησυχίες προκαλεί η αύξηση των τιμών των ναυτιλιακών καυσίμων. Επιπλέον, οι υποβαθμισμένες λιμενικές υποδομές και η υψηλή φορολογία επηρεάζουν αρνητικά τη δραστηριότητα του κλάδου. Βασικά μεγέθη Στις εσωτερικές ακτοπλοϊκές γραμμές σημειώθηκε το 2016 άνοδος κατά 1,6% στους επιβάτες, με την αύξηση να είναι σημαντικά υψηλότερη στα οχήματα (13%).
Ωστόσο, σε σχέση με το 2009 η επιβατική κίνηση έχει υποχωρήσει κατά 16%. Αντίστοιχα, στις γραμμές της Αδριατικής η επιβατική κίνηση από τα λιμάνια της χώρας διαμορφώθηκε το 2016 σε περίπου 1,5 εκατ. επιβάτες, ελαφρώς υψηλότερα σε σχέση με το 2012 και το 2013, αλλά κατά περίπου 33% χαμηλότερα σε σχέση με το 2009. Η ελληνική επιβατηγός ναυτιλία παραμένει μια από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη, καθώς μέσω αυτής πραγματοποιείται το 17% της θαλάσσιας επιβατικής κίνησης στο σύνολο της ΕΕ. Στην Ελλάδα παρατηρείται ο μεγαλύτερος αριθμός λιμένων μεταξύ των χωρών της ΕΕ από τα οποία εκτελούνται θαλάσσιες συγκοινωνίες (145), ενώ ο Πειραιάς αποτελεί το μεγαλύτερο σε επιβατική κίνηση λιμάνι της ΕΕ (7,9 εκατ. επιβάτες το 2015).
Επομένως, ο κλάδος έχει αυξημένη σημασία για την οικονομία της Ελλάδας, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, στηρίζοντας καταλυτικά τον τουρισμό και την οικονομική δραστηριότητα στις νησιωτικές περιοχές της χώρας. Ο κλάδος της επιβατηγού ναυτιλίας συνεισφέρει σημαντικά και στην ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου της Ελλάδας, μέσα από το μεταφορικό έργο στις γραμμές της Αδριατικής θάλασσας. Εκτιμάται ότι η αξία των εμπορευμάτων που διοχετεύτηκαν στο εξωτερικό από τα λιμάνια Πατρών και Ηγουμενίτσας ξεπέρασε τα 1,4 δισ. ευρώ το 2016. Αυτά τα δύο λιμάνια κατατάσσονται στην 2η και 3η θέση αντίστοιχα στην Ελλάδα, μετά το λιμάνι του Πειραιά, σε όρους όγκου εμπορευματικής κίνησης εξωτερικού (εξαιρουμένων των καυσίμων και του ξηρού φορτίου).
Συνολική συμβολή στην οικονομία Στη μελέτη του ΙΟΒΕ εκτιμάται ότι η ζήτηση για ακτοπλοϊκές μεταφορές στις εσωτερικές γραμμές συνεισέφερε το 2016 περίπου 2,3 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ της χώρας, στηρίζοντας 34,2 χιλ. θέσεις εργασίας στην ελληνική οικονομία, εκ των οποίων 5,4 χιλ. αφορούσαν άμεσα στην εγχώρια ακτοπλοΐα. Αν ληφθούν υπόψη και οι καταλυτικές επιδράσεις που συνδέονται με τον τουρισμό, την ανάπτυξη του πρωτογενή και μεταποιητικού τομέα στις νησιωτικές περιφέρειες της χώρας και το εξαγωγικό εμπόριο που πραγματοποιείται από τα λιμάνια Πατρών και Ηγουμενίτσας, η συνολική συνεισφορά της επιβατηγού ναυτιλίας εκτιμάται, σε όρους ΑΕΠ, σε 16,1 δισ. ευρώ ή 9,2% του συνολικού ΑΕΠ της χώρας το 2016. Σε όρους απασχόλησης, η συνολική συνεισφορά του κλάδου διαμορφώθηκε σε 349 χιλ. θέσεις εργασίας (ή 9,7% της συνολικής απασχόλησης).
Προοπτικές και προκλήσεις
Όσον αφορά στις προοπτικές του κλάδου, η αναμενόμενη ενίσχυση των αφίξεων τουριστών από το εξωτερικό δημιουργεί θετική δυναμική. Θετική αναμένεται να είναι η επίδραση και από τη διαφαινόμενη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Η ευρύτερη χρήση του ηλεκτρονικού εισιτηρίου επίσης αναμένεται να συνεισφέρει θετικά στη λειτουργία και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας του κλάδου. Ωστόσο, η αύξηση στις τιμές των ναυτιλιακών καυσίμων το 2017 θα επηρεάσει αρνητικά τα χρηματοοικονομικά αποτελέσματα των επιχειρήσεων του κλάδου. Μεσοπρόθεσμα, οι προοπτικές του κλάδου επηρεάζονται αρνητικά από τις υποβαθμισμένες λιμενικές υποδομές, καθώς στα περισσότερα λιμάνια της χώρας ο εξοπλισμός υποδοχής παραμένει ανεπαρκής, ενώ και οι ράμπες χαρακτηρίζονται προβληματικές. Επιπλέον, σημαντικό ζήτημα αποτελεί η υποχρέωση προσαρμογής στη χρήση νέου τύπου καυσίμων από το 2020, η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους ναυπήγησης, μετασκευών και λειτουργίας των πλοίων.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, η προσαρμογή του κλάδου στα νέα δεδομένα απαιτεί συστηματική προσπάθεια περιορισμού του κόστους εκμετάλλευσης, με διατήρηση της καλύτερης δυνατής προσφοράς ακτοπλοϊκών υπηρεσιών. Προς την κατεύθυνση αυτή μπορεί να συμβάλλει η μείωση των συντελεστών ΦΠΑ στα εισιτήρια της ακτοπλοΐας. Στην Ελλάδα, καταγράφεται ο δεύτερος υψηλότερος συντελεστής ΦΠΑ στην ΕΕ-28 (24%), όταν στην Ιταλία – χώρα με συγκρίσιμο όγκο επιβατικής κίνησης μέσω θαλάσσης στην ΕΕ – ο αντίστοιχος συντελεστής διαμορφώνεται στο 10%. Εκτιμάται στη μελέτη ότι η μείωση του συντελεστή ΦΠΑ στα ακτοπλοϊκά εισιτήρια, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, θα μπορούσε να ενισχύσει την οικονομία των νησιωτικών περιοχών της χώρας χωρίς να προκαλεί αρνητικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα.