Πολλοί Έλληνες σήμερα δουλεύουν είτε με συμβάσεις μερικής απασχόλησης (6,8%) είτε με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου (11,2%), επειδή δεν μπορούν να βρουν δουλειά με πλήρες ωράριο ή σε μόνιμη βάση, σημειώνει ο ΣΕΒ στην εβδομαδιαία επισκόπησή του.
Ταυτόχρονα, όσοι εργάζονται, δουλεύουν κατά μέσο όρο 42,3 ώρες εβδομαδιαίως, ή 1 ώρα περίπου λιγότερο από την εποχή πριν την κρίση, καθώς η μερική και εκ περιτροπής απασχόληση έχει μειώσει τις ώρες εργασίας ανά εργαζόμενο, ενώ το 30% των εργαζομένων που δουλεύουν με μερική απασχόληση το κάνουν εθελοντικά.
Όπως υποστηρίζει:
* Τα φαινόμενα αυτά δεν είναι αμιγώς ελληνικά καθώς χαρακτηρίζουν σε μεγάλο βαθμό όλες τις προηγμένες χώρες. Στην ΕΕ-28, η μη εθελοντική μερική απασχόληση και οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου αφορούν στο 5,3% και το 14,2% των εργαζομένων, ενώ ο μέσος εργαζόμενος δουλεύει 37,1 ώρες εβδομαδιαίως ή μια ώρα λιγότερο, όπως και στην Ελλάδα, από την περίοδο πριν την κρίση.
* Ούτε όμως οφείλονται στην μεγάλη παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση και ύφεση του 2007-2009. Αν και εντάθηκαν στη διάρκεια της κρίσης, προϋπήρχαν της κρίσης και εν πολλοίς είναι αποτέλεσμα της προϊούσας αυτοματοποίησης παραγωγικών διαδικασιών, της συρρίκνωσης των μεσοπρόθεσμων αναπτυξιακών προσδοκιών και της επέκτασης κλάδων έντασης ευέλικτων μορφών εργασίας, στην παγκόσμια οικονομία.
Στην Ελλάδα, ειδικότερα, τα φαινόμενα αυτά ενισχύθηκαν λόγω της εφαρμογής μέτρων ευέλικτων μορφών απασχόλησης σε μια προσπάθεια να προστατευθεί η απασχόληση και τα εισοδήματα από τη μεγάλη ύφεση που έφερε η βίαιη προσαρμογή της οικονομίας στην περίοδο των Μνημονίων, και χωρίς τα οποία η χώρα και η οικονομία θα είχαν βουλιάξει.
Αλλά, όπως και στον υπόλοιπο κόσμο, προϋπήρχαν της κρίσης και θα εξακολουθήσουν να επενεργούν και μετά το τέλος των Μνημονίων. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι η μακροχρόνια κρίση και ύφεση έχουν οδηγήσει σε οιονεί απώλεια δεξιοτήτων 360.000 ανέργους στην Ελλάδα, που είναι εκτός εργασίας για πάνω από τέσσερα χρόνια, και που δεν είναι πλέον εύκολα απασχολήσιμοι, παρά μόνο ίσως μέσω ευέλικτων μορφών εργασίας, σημειώνει ο ΣΕΒ.
Επίσης, η εύθραυστη ανάπτυξη σε συνδυασμό με τις επερχόμενες τεχνολογικές εξελίξεις, δημιουργεί αβεβαιότητα και οδηγεί σε προσλήψεις μερικής απασχόλησης, με όλο και συχνότερη προσφυγή σε συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου και για όλο και πιο λίγες ώρες εργασίας.
Επίσης, η εξωγενής εν πολλοίς διόγκωση του τουρισμού και συναφών εμπορικών δραστηριοτήτων λόγω γεωπολιτικών ανακατατάξεων, έχει ενισχύσει τη ζήτηση για ευέλικτες μορφές εργασίας. Τέλος, η αύξηση του μη μισθολογικού κόστους, και ιδίως των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, αλλά και της φορολογίας γενικότερα τα τελευταία χρόνια, έχει οδηγήσει σε μεγαλύτερη ζήτηση αυτοαπασχολούμενων, οικονομικά εξαρτημένων από έναν ή δυο εργοδότες, που εργάζονται ως οιονεί μισθωτοί με δελτίο παροχής υπηρεσιών σε ευέλικτες de facto μορφές εργασίας, αν και οι ασφαλιστικές εισφορές αυτών των εργαζομένων έχουν πλέον εξομοιωθεί με των μισθωτών.
Συνεπώς, καταλήγει, χωρίς ενδυνάμωση των προηγμένων τεχνολογικά κλάδων που προσφέρουν δουλειές κατά κανόνα πλήρους απασχόλησης και υψηλότερων αμοιβών, όπως η βιομηχανία, η ζήτηση για ευέλικτη απασχόληση θα εξακολουθήσει να επεκτείνεται ανεξαρτήτως θεσμικών αλλαγών στα εργασιακά.